Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σε άφησα κάπως ανενημέρωτο τελευταία, αλλά ήταν περίοδος διακοπών και εγώ, με έναν περίεργο τρόπο, σαν κάποιος να με τραβούσε από τη μύτη, ακολουθούσα τον δρόμο του ούζου και του τσίπουρου. Ωραία διαδρομή: Μυτιλήνη-Θεσσαλονίκη-Βόλος. Πολλά ποτήρια διαυγή και θολά, πολλές κουβέντες, πολλά πιάτα δίπλα στη θάλασσα, επάνω στο βουνό, σε πόλεις και χωριά. Θα επιμείνω, όμως, στον Βόλο. Δεν ξέρω αν σου έχω ξαναμιλήσει για την πόλη, για την πέριξ περιοχή, το Πήλιο, τα τσιτσίραβλα, τα μπουμπάρια και τα φιρίκια (τα μικρά αρωματικά μήλα με τη γλυκιά γεύση), τα εξαιρετικά γαλακτοκομικά ΕΒΟΛ (ιδίως το βιολογικό γίδινο βούτυρο), τα αναψυκτικά ΕΨΑ. Αν ναι, συγχώρεσέ με, αλλά δεν το θυμάμαι, ίσως είναι η επήρεια του τσίπουρου που αφήνει τη μνήμη να ξεκουράζεται κάτω από έναν πλάτανο.
Ο Βόλος λοιπόν. Οπως είναι γνωστό, βασικό γνώρισμά του είναι τα τσιπουράδικα. Η τελετουργία εδώ είναι συγκεκριμένη και δεν έχει πολλά λόγια. Λες στον σερβιτόρο πόσα τσίπουρα θέλεις – κάθε μπουκαλάκι είναι 25αράκι. Εκείνος θα φέρει την παραγγελία που συνοδεύεται από μερικά πιάτα με μεζέδες. Στη δεύτερη γύρα θα έρθει καινούργια ποικιλία μεζέδων. Στην τρίτη, θα ακολουθήσουν άλλοι. Αν η παρέα έχει αντοχές, θα φτάσει και στην τέταρτη ή στην πέμπτη ή – ο Θεός να βοηθήσει – σε όποια γύρα μπορέσει.
Η κουλτούρα του βολιώτικου τσιπουράδικου ξεκινά από το 1922 και μετά, όταν πρόσφυγες της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στον Βόλο και έφεραν στην πόλη τη συνήθεια του µεζέ. Στους ντόπιους και κυρίως σε όσους δούλευαν στη θάλασσα άρχισε να αρέσει η ιδέα να τσιμπάνε κάτι μετά το τέλος της δουλειάς τους, γύρω στις 11 το πρωί. Στο λιμάνι ετοιμάζονταν πιάτα με ό,τι περίσσευε από την ψαριά και όλα έδεσαν όμορφα με το τσίπουρο που φτιαχνόταν στην περιοχή.
Τα πρώτα τσιπουράδικα στήθηκαν, βέβαια, κοντά στο λιμάνι του Βόλου και ήταν ανοιχτά από νωρίς το πρωί ως το μεσημέρι. Τότε, μάλιστα, λένε πως υπήρχαν δύο ειδών μαγαζιά: τα μουγκά και τα φλύαρα. Στα πρώτα έκανες απλώς ένα σήμα με το χέρι για την ποσότητα των τσίπουρων που ήθελε η παρέα. Οι μεζέδες έρχονταν από μόνοι τους. Στα δεύτερα υπήρχε η δυνατότητα να κουβεντιάσεις για το είδος του μεζέ που επιθυμούσες. Τώρα επικρατεί κάτι ενδιάμεσο. Αν έχεις όρεξη για μουχαμπέτι, αρχίζεις να παζαρεύεις τους μεζέδες: μη μου φέρεις αυτό, φέρε και λίγο γαύρο μαρινάτο και τέτοια. Εν τέλει, από το τραπέζι θα παρελάσουν ψαράκια και θαλασσινά, σαλάτες και τουρσιά και, βέβαια, τσιτσίραβλα. Πρόκειται για τα βλαστάρια φυτών (άγριας φιστικιάς συγκεκριμένα) που μαζεύονται στο Πήλιο την άνοιξη, ζεματίζονται στην κατσαρόλα και στο τέλος προστίθενται λάδι, ξίδι και σκόρδο.
Το γειτονικό βουνό στέλνει αβέρτα τις νοστιμιές του στην πόλη, οπωσδήποτε, όμως, και κάποιες βόλτες στο Πήλιο είναι απαραίτητες για να ανοίξει η ψυχή σου από τη φύση, τις μυρωδιές των βοτάνων και τη χαρά των πιάτων: σπετζοφάι, μπουμπάρι (λουκάνικο γεμιστό με συκωταριά και κιμά), κόκορας κρασάτος, χοιρινό με δαμάσκηνα, ριγανοκεφτέδες και προμήθειες για το σπίτι με χυλοπίτες, βότανα και πολλά γλυκά του κουταλιού, αφού είναι γεμάτο το Πήλιο με φρούτα και καρπούς. Ορεξη να ’χεις…
Η ευωχία οδηγεί και σε σκέψεις. Και καταλήγω στο συμπέρασμα πως η διατροφική ιστορία ενός τόπου και τα παραγωγικά δίκτυα που λειτουργούν παράλληλα είναι πολιτισμός και οικονομική δύναμη ταυτόχρονα.
Στην υγειά μας.
*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014.