Η πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και πιθανή υποψήφια για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για τις εκλογές του 2016, Χίλαρι Κλίντον, έριξε τη «βόμβα» – μπορεί να μην ήταν πραγματική, αλλά υπήρξε η αφορμή για πλήθος σχολίων στον αμερικανικό Τύπο και όχι μόνο.
Όπως δήλωσε σε συνέντευξή της στο αμερικανικό περιοδικό The Atlantic, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Κυριακή, χαρακτήρισε «αποτυχημένη» την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση Ομπάμα θα έπρεπε να είχε λάβει απόφαση να επέμβει στη χώρα αμέσως μόλις ξέσπασε ο εμφύλιος. Τί και αν δυο ημέρες αργότερα δια μέσου του εκπροσώπου της, Νικ Μέριλ, διαβεβαίωνε ότι σε τηλεφωνική της επικοινωνία με τον Ομπάμα, του ξεκαθάρισε ότι οι δηλώσεις της δεν ήταν «επίθεση στον ίδιο, στις πολιτικές του, ή στην ηγεσία του»;
Δεν έπεισε. Τα δημοσιεύματα για την αντιπάθεια που τρέφει η Κλίντον προς τον Ομπάμα και τις πολιτικές του, αλλά και για τη νεοσυντηρητική προσέγγισή της στην εξωτερική πολιτική, δίνουν και παίρνουν. «Με τη συνέντευξή της στο περιοδικό The Atlantic, στον Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, ένθερμο υποστηρικτή του Ισραήλ και των νεοσυντηρητικών, πέταξε το γάντι, με το να χλευάζει ανοιχτά την επιφυλακτική στάση του Ομπάμα στα παγκόσμια ζητήματα. Για όσους έχουν ακολουθήσει την καριέρα της, τουλάχιστον μετά τη δεκαετία του 1990, είναι η Κλίντον που απλά συμπεριφέρεται σαν Κλίντον, επιτρέποντας τη φυσική της προδιάθεση προς την επιθετική εξωτερική πολιτική να συνδυάζεται με τον πολιτικό της οπορτουνισμό» έγραψε το περιοδικό The Nation.
Οι New York Times ανέφεραν: «Μέσα στους 19 μήνες από τότε που η Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον παραιτήθηκε από το αξίωμα της υπουργού Εξωτερικών του προέδρου Ομπάμα, η ίδια και ο Ομπάμα και τα επιτελεία τους, προσπάθησαν να διατηρήσουν τη βιτρίνα ενότητας ως προς το πώς είχαν συνεργαστεί αλλά και το πώς βλέπουν τον κόσμο. Την Κυριακή, αυτή η βιτρίνα έσπασε». Και συνέχισαν: «Το ότι η Κλίντον είναι περισσότερο «γεράκι» στην εξωτερική πολιτική από τον Ομπάμα δεν αποτελεί έκπληξη για όσους είχαν παρακολουθήσει τα ντιμπέιτ στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2008. Οι πολιτικές της διαφορές με τον πρόεδρο στη διάρκεια της πρώτης θητείας του ήταν πολύ γνωστές, αν και αφορούσαν λιγότερο στη στρατηγική και περισσότερο στη τακτική». Για τον Στίβεν Γουόλτ, δεν είναι ούτε οι επικρίσεις προς τον Ομπάμα, ούτε οι συγκριτικά «σκληροπυρηνικές» απόψεις της στην εξωτερική πολιτική αυτό που του προκάλεσε εντύπωση στη συνέντευξη της Κλίντον.
«Η αιφνιδιαστική – ακόμη και ειρωνική – διάσταση αυτής της συνέντευξης ήταν ότι η Χίλαρι εμμέσως απέρριπτε τη βασική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική που ο ίδιος της ο σύζυγος ακολούθησε στα οκτώ χρόνια που ήταν πρόεδρος» έγραψε ο διάσημος διεθνολόγος στο Foreign Policy, για να εξηγήσει στη συνέχεια: «Αν συγκρίνουμε τη βασική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα με εκείνη του Μπιλ Κλίντον, οι ομοιότητες είναι εντυπωσιακές. Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Κλίντον δεσμεύθηκαν να διατηρήσουν την αμερικανική «παγκόσμια ηγεσία». Και οι δύο θέλησαν να εξάγουν δημοκρατία όπου ήταν δυνατό, αλλά έκαναν τα στραβά μάτια στις διάφορες δικτατορίες, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Και οι δύο θέλησαν να συνεργαστούν με την ανερχόμενη Κίνα, περιορίζοντας το ενδεχόμενο για μία μελλοντική εχθρότητα. Και οι δύο προσπάθησαν να προωθήσουν, την ισραηλινο – παλαιστινιακή ειρηνευτική διαδικασία, αλλά και οι δύο απέτυχαν παταγωδώς επειδή αρνήθηκαν να τα βάλουν με τους υποστηρικτές του Ισραήλ στις ΗΠΑ. Και οι δύο πρόεδροι έκαναν προσπάθειες να βελτιώσουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν. Και οι δύο επιτυχώς διατήρησαν τις υπάρχουσες συμμαχίες σε Ευρώπη και Ασία και προσπάθησαν να χτίσουν νέες συνεργασίες με χώρες όπως η Ινδία».
Αλλά το πιο σημαντικό, συνεχίζει ο Γουόλτ, είναι ότι τόσο ο Κλίντον όσο και ο Ομπάμα, υπήρξαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς τη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος. Ο Κλίντον για παράδειγμα, απέσυρε τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Σομαλία, μετά την υπόθεση Black Hawk Down, τον Οκτώβριο του 1993, και δεν προσπάθησε να εμποδίσει τη γενοκτονία της Ρουάντα έναν χρόνο αργότερα. Παράλληλα, έστειλε με μεγάλη απροθυμία ειρηνευτικές δυνάμεις στα Βαλκάνια και αρνήθηκε να στείλει χερσαίες δυνάμεις στον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο το 1999. Ο Κλίντον, όπως και ο Ομπάμα, έδειξε προτίμηση στις αεροπορικές επιδρομές και στις οικονομικές κυρώσεις, προσπαθώντας να αποφύγει πολιτικές υψηλού ρίσκου αναφορικά με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Η Χίλαρι, δείχνει να αναγνωρίζει ωστόσο στην πρόσφατη συνέντευξή της, ότι μία επιφυλακτική εξωτερική πολιτική ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσαν οι συνθήκες. «Ο Ομπάμα είναι επιφυλακτικός γιατί γνωρίζει τι κληρονόμησε» είπε. Ωστόσο, όσο σκληρά και να προσπαθεί ο Ομπάμα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δίνη της Μέσης Ανατολής – συνεχίζει να χρησιμοποιεί στρατιωτική ισχύ, αν και σε μικρές δόσεις, ανέφερε ο Γουόλτ, όπως και συνεχίζει να προσφέρει αμέριστη υποστήριξη στο Ισραήλ.
Παράλληλα το Κογκρέσο, παρά τη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ και Ιράν, δύσκολα θα επιτρέψει μία πραγματική συμφωνία με τη Τεχεράνη ενώ η αμερικανική ηγεσία δεν έχει βρει ακόμη μία σωστή προσέγγιση στο ζήτημα του ισλαμικού ριζοσπαστισμού. «Φαίνεται ότι πολλοί αναγνώστες πανικοβλήθηκαν από τις επιθετικές απόψεις που εξέφρασε η πρώην υπουργός Εξωτερικών σε ορισμένα ζητήματα και φοβούνται ότι το 2016 θα επαναφέρει τον νεοσυντηρητισμό» έγραψε ο Γουόλτ. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ξεκάθαρο ότι η Κλίντον γνωρίζει τα λάθη της εξωτερικής πολιτικής του Τζορτζ Μπους του νεότερου και δεν δείχνει διατεθειμένη να τα επαναλάβει. «Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο» καταλήγει ο Γουόλτ «είναι γιατί δεν υιοθετεί ανοιχτά τις πιο συνετές πολιτικές που τόσο ο σύζυγός της όσο και το πρώην αφεντικό της, προασπίστηκαν».