Εικοσάρης, με σωματικά και ψυχικά τραύματα από την εθελοντική συμμετοχή του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια σύζυγο και έναν γιο, δημοσιογράφος που επιθυμούσε να γίνει συγγραφέας και διηγηματογράφος που προσπαθούσε να γίνει μυθιστοριογράφος, ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ μετατρέπεται στο μεσοπολεμικό Παρίσι από εκπρόσωπο της λεγόμενης «χαμένης γενιάς» στον συγγραφέα που θα κατακτήσει αργότερα το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1954). Τη διαδικασία αυτή καταγράφουν οι 250 επιστολές των ετών 1923-1925 που δημοσιεύονται στον δεύτερο τόμο της αλληλογραφίας του [Sandra Spanier, Albert J. DeFazio III, Robert W. Trogdon (επιμ.), The Letters of Ernest Hemingway, τόμ. 2: 1923-1925, Cambridge University Press, 2013] και τα προσχέδια, οι διαφορετικές εκδοχές και οι σημειώσεις για το πρώτο του μυθιστόρημα, το Και ο ήλιος ανατέλλει (1926) που δημοσιεύονται στη νέα έκδοση του μυθιστορήματος στα αγγλικά που μόλις κυκλοφόρησε (The Sun Also Rises, Scribner, 2014).
Με αποδέκτες τους γονείς του, τους μέντορές του στη συγγραφή (τον Εζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν) και παλιόφιλους από τα εφηβικά χρόνια στην Αμερική, οι επιστολές αποκαλύπτουν τα πολλά πρόσωπα του Χέμινγκγουεϊ που κοινό τους στοιχείο έχουν το άγχος του να φανεί ανώτερος των προσδοκιών του ίδιου και των άλλων.
Με γλώσσα που διαφέρει ανάλογα με τον αποδέκτη και ύφος πολύ διαφορετικό από το ύφος της λογοτεχνικής του γλώσσας, δείχνει άνεση γράφοντας στον Πάουντ λογοτεχνικά κουτσομπολιά, κολακεύει τη Γερτρούδη Στάιν για τη βοήθειά της στη συγγραφική αγωγή του, υψώνει το ανάστημα στους συντηρητικούς και υποκριτικούς γονείς του για την απόφασή του να γίνει συγγραφέας («Δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να υπερασπιστώ τη γραφή μου, όλη μου η σκέψη και η ενέργεια καταναλώνονται στο να γράφω καλύτερα και πιο αληθινά και ένα έργο τέχνης πάντα βρίσκει υπερασπιστές, ακόμη και ανάμεσα στους ανθρώπους που το μισούν και θέλουν να το καταστρέψουν») και κομπάζει με γλώσσα συνθηματική στους φίλους του στην πατρίδα για τις εμπειρίες του και για τον ευτυχισμένο γάμο του (που όμως είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα) με μια γυναίκα που ήταν σπουδαία σαν άντρας. «Είναι ο καλύτερος σύντροφος σε ταξίδι που έχεις δει ποτέ» γράφει σε φίλο του για την πρώτη του σύζυγο (1921-1927), την Ελίζαμπεθ Χάντλεϊ Ρίτσαρντσον, «ψαρεύει όχι με το συνηθισμένο γυναικείο προσποιητό ενδιαφέρον αλλά σαν άντρας».
Ενώ προσπαθεί να ανταποκριθεί στο εφηβικό μοντέλο του σκληρού αρσενικού, του άντρα-ήρωα, πολεμά, ψαρεύει, κυνηγά, πηγαίνει σε ταυρομαχίες, αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η φυσική υπεροχή του αρσενικού, που αυτοδηλώνεται καταφανώς την ώρα της δράσης, τραυματίζεται ανεπανόρθωτα όταν προσπαθεί να εκφραστεί με λόγια. Η συνειδητοποίηση αυτή οδηγεί –και με τη βοήθεια της Γερτρούδης Στάιν –από έναν νεανικό, φορτωμένο, πομπώδη και ναρκισσευόμενο λόγο σε έναν λόγο λιτό, αποστασιοποιημένο αλλά πολύ αποτελεσματικό.
Την επιδίωξη της μέγιστης δυνατής απλότητας μαρτυρούν τα χειρόγραφα με τις διορθώσεις του μυθιστορήματος Και ο ήλιος ανατέλλει. Από την πρώτη γραφή ως την τυπωμένη εκδοχή παρατηρούμε τον Χέμινγκγουεϊ να διαγράφει και να διορθώνει απλοποιώντας την έκφραση και τη δομή του κειμένου. Ακολουθώντας τις προτάσεις του φίλου του Φ. Σ. Φιτζέραλντ (μολονότι δεν παραδέχθηκε ανοιχτά αυτή την οφειλή), αφαιρεί ένα μεγάλο φλύαρο τμήμα από την αρχή του μυθιστορήματος, διαγράφει όλα τα αυτοαναφορικά σχόλια περί γραφής, απλοποιεί τη δομή του, επιλέγοντας στο τέλος την αφήγηση των γεγονότων στην ιστορική τους διαδοχή και όχι in media res, όπως είχε κάνει στην πρώτη μορφή του έργου, και κάνει τη γραφή του περισσότερο υπαινικτική και λιγότερο περιγραφική και καταδηλωτική.
Ο φόβος του ευνουχισμού και η επιδίωξη του ανδρισμού που είχαν πολλοί νέοι της γενιάς του Χέμινγκγουεϊ που είχαν συμμετάσχει και πληγωθεί στον πόλεμο, η ανησυχία για τη σεξουαλικότητά του (την οποία οι κριτικοί θα ονομάσουν αργότερα «τρόμο της ομοφυλοφιλίας» και η οποία θα εκφραστεί ελεύθερα στο μετά θάνατον μυθιστόρημά του Ο κήπος της Εδέμ), η επιθυμία να χάσει τον εαυτό του μέσα σε μια σχέση (είτε είναι η φιλία με τους ομόφυλους της αντροπαρέας είτε η παθιασμένη ερωτική σχέση με μια γυναίκα), στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μεταγενέστερο έργο του Χέμινγκγουεϊ, βλέπουμε να μορφοποιούνται βήμα-βήμα στο πρώτο του μυθιστόρημα. «Είναι ένα μυθιστόρημα για μια γυναίκα» έγραφε ο Χέμινγκγουεϊ στην επιστολή που συνόδευε τα πρώτα δύο κεφάλαια του μυθιστορήματος που έστειλε στον εκδότη του Μάξγουελ Πέρκινς στην Αμερική. Μετά τις αλλαγές και τις διορθώσεις η αρχική ιστορία κατέληξε να είναι μια ιστορία ανδρών, των ανδρών που αγάπησαν ή δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν την κεντρική του ηρωίδα, τη σαγηνευτική νυμφομανή Μπρετ.
HeliosPlus