«Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως» έγραφε, στην εκπνοή του 19ου αιώνα, η Καλλιρρόη Παρρέν στην αθηναϊκή «Εφημερίδα των Κυριών» μετά τη συνάντηση που είχε με την πρώτη γυναίκα που είχε σπουδάσει και μετά ασκήσει την τέχνη της ζωγραφικής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος –«έν αίνιγμα» ήταν, κατά την αρθρογράφο, η μαυροφορεμένη και γηραιά τότε καλλιτέχνις που είχε ζήσει για ένα τέταρτο περίπου του αιώνα εκουσίως έγκλειστη στο πατρογονικό της σπίτι στο Καστέλι των Σπετσών, «στην ειρκτή της αρβανίτικης φάρας μου», όπως μονολογεί η ηρωίδα στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη «Ελένη ή ο Κανένας» (1998). Πρόκειται για μια μυθιστορηματική βιογραφία της περίφημης ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα στηριγμένη σε αρχειακό υλικό και εκτεταμένη έρευνα από την πλευρά της συγγραφέως, η οποία αναπλάθει τη ζωή μιας γυναίκας τολμηρής για τα στεγανά της εποχής της, που άλλαξε ταυτότητα για να βρει την αλήθεια, μιας γυναίκας που μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να σπουδάσει στους εικαστικούς κύκλους της Ιταλίας και ανοίχτηκε με θάρρος στον κόσμο για να διεκδικήσει τη γνώση και την ελευθερία.
Το κείμενο αυτό είναι ένας ώριμος λογοτεχνικός καρπός της Ρέας Γαλανάκη ύστερα από δύο ακόμη μυθιστορηματικές περιπλανήσεις στις απαρχές του νεότερου Ελληνισμού, συγκεκριμένα τα βιβλία «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» (1989) και «Θα υπογράφω Λουί» (1993). «Τελειώνοντας μέσα στη δικτατορία το πανεπιστήμιο ήθελα να γίνω ιστορικός του 19ου αιώνα» είχε πει η ίδια στο «Βήμα» τον Ιούνιο του 1998, σε μια συνέντευξη για τη μαστορική της με αφορμή ακριβώς το βιβλίο της «Ελένη ή ο Κανένας», που απέσπασε ακολούθως το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1999. Δηλώνοντας τότε «επιφυλακτική» ως προς τον όρο «ιστορικό μυθιστόρημα» λόγω μιας συγκεκριμένης χρήσης του «που δεν με αγγίζει στο παραμικρό», υπογράμμιζε ότι «γράφω απλώς μυθιστορήματα όπου το παλιό και το ιστορικό εντάσσονται στη σχέση του χρόνου με τη λογοτεχνική δημιουργία, δηλαδή με το εκάστοτε παρόν μας. Θα έλεγα μια σχέση σύνθετη, πολυεπίπεδη, παλιά όσο και η έναρξη του έντεχνου λόγου και ωστόσο τέχνη αθάνατη, ανεξάντλητη και κυρίως γοητευτική».
Η συγγραφέας του βιβλίου «Ελένη ή ο Κανένας» Ρέα ΓαλανάκηΗ Ρέα Γαλανάκη, πάντοτε συντονισμένη με τον πλούτο αλλά και τη μουσικότητα της γλωσσικής μας κληρονομιάς, έχει τους δικούς της λόγους να κρατά αποστάσεις από το λεγόμενο «ιστορικό μυθιστόρημα» –είδος που έχει υπάρξει στην ημεδαπή ανακυκλωτήριο εθνικών στερεοτύπων και κοινότοπων συναισθηματισμών –διότι όσα βιβλία της έχουν ως πρώτη ύλη την ιστορία δεν είναι αφηγήσεις που χρησιμοποιούν απλώς το παρελθόν ως ένα εξυπηρετικό σκηνικό μιας κάποιας πλοκής· αντιθέτως, η λογοτεχνία της κινητοποιεί συνολικώς το παρελθόν, το έλκει προς τη δική μας μεριά, να υποστεί τη δική μας κριτική βάσανο. Η λογοτεχνία της Ρέας Γαλανάκη, με πιστότητα απέναντι στα τεκμήρια του παρελθόντος αλλά και δημιουργική εγρήγορση μπροστά στις αποσιωπήσεις του, δένει με σάρκα τον σκελετό της Ιστορίας, του μεταγγίζει αίμα και του εμφυσά ζωή.
Η Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα γεννήθηκε στις Σπέτσες τη σημαδιακή χρονιά του 1821, καταπώς λέγεται, και μεγάλωσε στα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού σε έναν τόπο που σημάδεψε η μοίρα της Μεγάλης του Κυράς, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Η Ελένη ήταν η πρωτότοκη κόρη του αρβανίτη καπετάνιου και αγωνιστή Γιάννη Μπούκουρα που αργότερα έγινε ο πρώτος θεατρώνης των Αθηνών, μετά τη μετοίκηση ολόκληρης της οικογένειας στην περιοχή της Πλάκας, στη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Η Ελένη από μικρή τάχθηκε στις εικόνες και στη μίμηση. Συνειδητοποίησε μάλιστα ότι θα γινόταν ζωγράφος όταν την τιμώρησαν στο σχολείο της επειδή εξασκούσε το ταλέντο της σε μη επιτρεπτές ώρες. Κατέφυγε τότε σε κρυφή νυχτερινή ζωγραφική ώσπου απέκτησε με τη βοήθεια του κύρη της τον πρώτο της δάσκαλο στη ζωγραφική, τον ιταλό πολιτικό πρόσφυγα Ραφαέλο Τσέκολι, ιδρυτικό μέλος της πρώτης Καλλιτεχνικής Εταιρείας της Ελλάδας, ο οποίος την ενθάρρυνε να διευρύνει τους καλλιτεχνικούς της ορίζοντες στη δική του πατρίδα, όπου και μεταμορφώθηκε η Ελένη σε άνδρα, έγινε ο Κανένας.
Το άλλο επίθετο της Ελένης, με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστή, είναι παρμένο από τον επαναστάτη ιταλό ζωγράφο Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της που γνώρισε κατά τη μεταμφιεσμένη μαθητεία της στην Ιταλία και τον οποίο παντρεύτηκε για ελάχιστο διάστημα. Αρκετό όμως, όπως αποδείχθηκε, για να αλλαξοπιστήσει η Ελένη –να ασπαστεί, δηλαδή, τον καθολικισμό –και να αποκτήσει μαζί του τρία παιδιά, εκ των οποίων τα δύο εξώγαμα (η Σοφία και ο επίσης ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας), που πέθαναν από φυματίωση σε νεαρή ηλικία. Ο Αλταμούρα, ο οποίος εγκατέλειψε τη σύζυγό του για μια άλλη ζωγράφο, έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι η Ελένη «έπασχε από τη νοσταλγία της πατρίδας, διάβαζε Ομηρο και Πίνδαρο, όπως εμείς διαβάζουμε εφημερίδα για να κοιμηθούμε, δύσπιστη στις γνωριμίες, μελαγχολική, όχι φτιαγμένη για κανονική ζωή, δυστυχισμένη όταν έπρεπε να φορέσει γυναικεία ρούχα».
Η Ελένη επέστρεψε τότε στην Αθήνα, όπου συντάχθηκε ισότιμα προς τους γνωστότερους άντρες ζωγράφους της εποχής, όπως ο Νικηφόρος Λύτρας, και άσκησε το επάγγελμά της σε κλίμα σεβασμού και αποδοχής –είχε μάλιστα μαθήτρια τη βασίλισσα Ολγα. Στο τελευταίο κομμάτι του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη, όπου αρχίζει να διαγράφεται και το λυρικό τέλος της, παρακολουθούμε το πέρασμα της Ελένης στη λεγόμενη «μετά τη ζωή, ζωή των γυναικών» όπου, κλεισμένη στο «στοιχειωμένο» σπίτι των Σπετσών με μια κουτσή δούλα ονόματι Λασκαρίνα, στιγματισμένη σαν «μάγισσα» από τις φήμες ότι ξέθαψε τα παιδιά της με σκοπό να τα νεκραναστήσει, τραυματισμένη από τις συμφορές, αλλοπαρμένη από τους νεκρούς της και στα όρια πλέον της πνευματικής αλλά και της υπαρξιακής αντοχής της, βάζει φωτιά και πυρπολεί όλα τα έργα της στη βοτσαλωτή βεράντα πάνω από τη θάλασσα. «Κρύφτηκα αποκαλύπτοντας, αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διασωθεί κανείς μέσα από την τέχνη» –η Ρέα Γαλανάκη έφτιαξε σε τούτο το μυθιστόρημα μια περήφανη, αδάκρυτη, αλησμόνητη ηρωίδα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ