Η εφηβική μελαγχολία της Lana Del Rey

«Ξέρετε, έχω κοιμηθεί με πολλούς τύπους από τη μουσική βιομηχανία, αλλά κανένας τους δεν με βοήθησε τελικά να υπογράψω κάποιο συμβόλαιο. Και αυτό είναι κάτι που βρίσκω πολύ ενοχλητικό». Η Λάνα Ντελ Ρέι ξέρει πώς να πει την κατάλληλη ατάκα την κατάλληλη στιγμή. Μπορεί, τελικά, να είναι η νέα Μαντόνα. Οχι επειδή μοιάζουν τα τραγούδια τους –για την ακρίβεια, ουδεμία σχέση έχουν –αλλά από τις ποπ σταρ της γενιάς της δείχνει να είναι η μόνη που γνωρίζει να παίζει με τόση επιδεξιότητα το παιχνίδι της πρόκλησης. Μιας πρόκλησης, μάλιστα, που δεν απαιτεί την επίδειξη σάρκας για να εμπεδωθεί, αλλά χρησιμοποιεί υπονοούμενα για μια άσωτη ζωή και δηλώσεις ειπωμένες με μια αίσθηση αφόρητης πλήξης, το ennui που λένε και οι Γάλλοι. Αυτό το στυλ το οποίο είναι τρομερά δημοφιλές στο κοινό που περνάει από το στάδιο της εφηβείας και βαριέται τρομερά τον αποστειρωμένο κόσμο των ενηλίκων.
«Μακάρι να είχα πεθάνει ήδη»
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η πρόσφατη συνέντευξή της στην εφημερίδα «The Guardian» υπό τον τίτλο «Μακάρι να είχα πεθάνει ήδη». Ο σάλος ήταν αναμενόμενος. Η κόρη του αυτόχειρα Κερτ Κομπέιν έγραψε στο Τwitter πως δεν υπάρχει τίποτε το ρομαντικό στον θάνατο ενός νέου μουσικού. Η Λάνα υπερασπίστηκε τον εαυτό της, πάλι στο Τwitter, ισχυριζόμενη πως ο συνομιλητής της παρίστανε τον θαυμαστή της για να την αναγκάσει να πει πράγματα που δεν εννοούσε και λέγοντας πόσο μετάνιωσε που του έδειξε εμπιστοσύνη. Ο δημοσιογράφος Τιμ Τζόνζι (στα tweets της τον μπέρδεψε με τον άλλο έγκυρο μουσικοκριτικό της εφημερίδας) ανέβασε μέρος της ηχογραφημένης συνομιλίας τους στο σάιτ του εντύπου για να λύσει την παρεξήγηση. Με αφορμή μια κουβέντα για τα είδωλά της που έχουν πεθάνει σε νεαρή ηλικία, τη ρωτάει πώς σκέφτεται τον θάνατο και εκείνη του απαντάει ότι εύχεται να είχε ήδη συναντήσει τον Χάρο. Το λέει μισοαστεία, μισοσοβαρά. Αυτός σοκάρεται. Εκείνη επιμένει.
Με αφορμή αυτή τη δήλωση, και η Σινέντ Ο’Κόνορ προσπάθησε να τη βρει για να της δώσει κάποιες συμβουλές. Δεν γνωρίζουμε αν τα κατάφερε, όμως ξέρουμε πως λίγο καιρό μετά άλλαξε θέμα, μιλώντας για το αγαπημένο της τραγούδι του Μπρους Σπρίνγκστιν, το «I’m On Fire», και προσπαθώντας να μας κάνει να ασχοληθούμε με τα κρεβάτια από τα οποία πέρασε στην πορεία προς την κορυφή. Φυσικά, ξεκαθάρισε ότι τόνοι κατάθλιψης και ανασφάλειας κατέστρεψαν την τελευταία της σχέση, ωστόσο δεν έχει χάσει την ελπίδα της: «Ολα τα άλλα είναι τόσο δύσκολα, ας ελπίσουμε ότι η αγάπη είναι το ένα πράγμα που φέρνει αληθινή χαρά».
Ολα αυτά έχουν πλάκα, όμως αδικούν τελικά τη μουσική της. Διότι το καινούργιο της άλμπουμ, «Ultraviolence» ο τίτλος του, επιβεβαιώνει το ταλέντο της στη σύνθεση μελαγχολικής ορχηστρικής ποπ, χωρίς να πέφτει καθόλου στην παγίδα να χωρέσει και upbeat κομμάτια τα οποία να ταιριάζουν στον ήχο που είναι τώρα της μόδας (όπως είχε κάνει στο ντεμπούτο της) και χωρίς στίχους σαν εκείνον που έλεγε ότι το αιδοίο της έχει τη γεύση της Pepsi-Cola, και είχε ενοχλήσει τη μητέρα της –αν και ο πατέρας της τον είχε βρει αστείο. Με τον Νταν Αουερμπαχ, κιθαρίστα των Black Keys, στη θέση του παραγωγού, η ατμόσφαιρα της γοητευτικής παρακμής δεν χάνει στιγμή την έντασή της. Το ΒΗmagazino επικοινώνησε με τη Λάνα Ντελ Ρέι και οι απαντήσεις της έχουν ενδιαφέρον.
Τα τραγούδια σας μοιάζουν να τοποθετούν συνεχώς τη μελαγχολία σε ένα περιβάλλον χλιδής. Αυτή είναι η πρόθεσή σας ή προκύπτει έτσι το κλίμα;
«Νιώθω ότι φτιάχνω χαρούμενα τραγούδια αλλά όταν βάζω άλλους να τα ακούσουν μου λένε πόσο θλιμμένα είναι. Δεν μπορώ να ξεφύγω από τη ζωή μου, η οποία έχει υπάρξει τρικυμιώδης. Τρία χρόνια μετά το ντεμπούτο μου βασανίζομαι ακόμη από αμφιβολία και θλίψη μαζί. Μπροστά μου υπάρχει μόνο αβεβαιότητα και μια αίσθηση κενού. Και δεν μου αρέσει καθόλου να μη γνωρίζω πού πηγαίνω. Η ερωτική μου ζωή, η οικογενειακή, είναι τόσο εύθραυστες –δεν είμαι σίγουρη για τίποτα».

Το «Ultraviolence» δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε να είχε γραφτεί στα 60s στο Λόρελ Κάνιον, τη γειτονιά εκείνη του Λος Αντζελες όπου είχε δημιουργηθεί μια άτυπη κοινότητα καλλιτεχνών όπως ο Φρανκ Ζάπα και ο Τζιμ Μόρισον.
«Ναι, αγαπώ πάρα πολύ αυτή την περίοδο, ειδικά την Τζόνι Μίτσελ, την οποία η μητέρα μου λάτρευε. Οσο ζούσα στη Νέα Υόρκη αυτό έψαχνα, την αίσθηση της κοινότητας, περίπου σαν αυτό που είχε κάνει ο Τζεφ Μπάκλεϊ στα 90s ή ο Μπομπ Ντίλαν στα 60s. Ομως ποτέ δεν βρήκα τη «συμμορία» μου, την οικογένειά μου. Μόλις έφτασα στο Λος Αντζελες συνάντησα ανθρώπους με τους οποίους μπορούσα να παίξω, να μιλήσω, όλους αυτούς που έχουν με έναν τρόπο αναβιώσει το Λόρελ Κάνιον, όπως ο Φάδερ Τζον Μίστι και ο Τζόναθαν Γουίλσον, με τον οποίο ξεκίνησα να γράφω και το άλμπουμ. Ο,τι έψαχνα στη Νέα Υόρκη το βρήκα στη Δυτική Ακτή. Οδηγούσα την παλιά μου Μercedes από το ένα σπίτι στο άλλο, ένιωθα σαν να ξαναπήγαινα γυμνάσιο. Κάθε επτά χρόνια το κέντρο βαρύτητας της μουσικής βιομηχανίας μετακινείται από τη μία ακτή στην άλλη. Σήμερα, βρίσκεται σίγουρα στη Δυτική Ακτή».

Τι μπορεί να μη φαντάζονται οι θαυμαστές σας για τη ζωή σας;
«Κανείς δεν το ξέρει, αλλά μου αρέσει πολύ να χορεύω. Οσο ηχογραφούσαμε στο Νάσβιλ, μόλις τελειώναμε ακούγαμε ξανά ό,τι είχαμε φτιάξει και χορεύαμε σαν τρελοί. Καλούσαμε ανθρώπους που γνωρίσαμε σε ένα μαγαζί εκεί κοντά και φίλους μας όπως η Τζούλιετ Λιούις ή ο Χάρμονι Κορίν. Ποτέ δεν είχα ξαναδουλέψει έτσι. Πρώτη φορά βρισκόμουν με τόσους δημιουργικούς ανθρώπους στο ίδιο στούντιο. Εμαθα πολλά. Τώρα μπορώ να απομονώσω τον εαυτό μου, να πειραματιστώ χωρίς προσπάθεια, ακόμη και με πολύ κόσμο στο στούντιο. Υπάρχει ένα απέραντο σύμπαν μέσα στο μυαλό μου όπου πηγαίνω για να βρω καταφύγιο. Ισως να μην έχω μεγάλη τύχη στην καθημερινή μου ζωή, όμως σε ό,τι αφορά τη δουλειά είμαι ευλογημένη. Στα στούντιο πάντα περιτριγυρίζομαι από καλούς ανθρώπους. Εκεί η διάθεσή μου είναι πάντα καλή».

Περάσατε πολλά μέχρι να κυκλοφορήσει η πρώτη σας δουλειά. Πότε καταλάβατε ότι έπρεπε να επιμείνετε;
«Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του «Born to Die». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την επίσκεψη του πατέρα μου. Εξεπλάγη όταν με είδε τόσο σίγουρη, τόσο ηγετική, όταν με είδε να ζητάω από τον παραγωγό ένα μπιτ ή μια συμφωνία. Δεν είχε ιδέα τι έκανα έξι χρόνια, ότι έχτιζα υπομονετικά τον μικρό μου κόσμο. Οι γονείς μου δεν ήξεραν καν ότι τραγουδούσα. Ομως όταν ο πατέρας μου με είδε στο στούντιο, μου είπε ότι ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής του. Σοκαρίστηκε, κατάλαβε ότι η μουσική ήταν το πάθος μου. Οι δικοί μου επέμεναν να μην αφήσω το σχολείο για τη μουσική, και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη Φιλοσοφία επειδή ήξερα ότι θα μπορούσαν να θρέψουν τα τραγούδια μου. Οταν είδα ότι ο πατέρας μου με κατάλαβε, δικαιώθηκαν έξι χρόνια δουλειάς».

Πιστεύετε στο ταλέντο;
«Νιώθω ότι έχω ένα χάρισμα: να φτιάχνω μουσική. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπήρχαν μεγάλες περίοδοι όπου δεν έγραψα ούτε μια λέξη που να μου άρεσε και προσευχόμουν να επιστρέψει η μούσα μου. Και, ξαφνικά, εφέτος τον χειμώνα ένα τραγούδι σαν το «Old Money» μού ήρθε σαν επιφοίτηση (σ.σ.: με λίγη βοήθεια από τον Νίνο Ρότα). Το κομμάτι που λέγεται «Carmen» το ίδιο, το εμπνεύστηκα όσο περπατούσα. Εκείνη την περίοδο έκανα μεγάλους περιπάτους, ήταν η ιεροτελεστία μου. Τώρα, οδηγώ, πάω για κολύμπι στον Ειρηνικό. Και η έμπνευση γεννιέται σε αυτά τα καθημερινά τελετουργικά. Ηχογραφώ τον εαυτό μου στο αυτοκίνητο, τραγουδώντας με δυνατή φωνή».

Ποιο κομμάτι της δουλειάς σας είναι απόλαυση και ποιο βάσανο;
«Η απόλαυση ξεκινά και τελειώνει με την ηχογράφηση του άλμπουμ. Μετά αρχίζει ο πόνος. Οι περιοδείες, η προώθηση, δύσκολα πράγματα. Γιατί όσο κι αν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου για το αντίθετο, οι παρανοήσεις ή οι διαστρεβλωμένες ιδέες σχετικά με το ποια είμαι, εξακολουθούν να διαδίδονται. Και νιώθω ότι πρέπει να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, να με δικαιολογώ και δεν το έχω ανάγκη, η μουσική μου είναι αρκετά καλή για να μη χρειάζεται να το κάνω. Βαθιά μέσα μου, θα προτιμούσα να σιωπώ».

Πόσο συγκεντρωτική είστε όταν εργάζεστε;
«Μπορώ να τρελάνω τον παραγωγό μου, γιατί έχω πολύ ξεκάθαρο όραμα για τα τραγούδια μου και πρέπει στο τέλος να ακούω από τα ηχεία αυτό που ακούω μέσα στο κεφάλι μου. Το ίδιο και με τα βίντεο. Εχω έτοιμα τα στόριμπορντ στο μυαλό μου. Πρέπει να τρέλανα τον Αουερμπαχ εφέτος, όμως στο τέλος της ημέρας ένα όνομα θα μπει στο εξώφυλλο του δίσκου και αυτό είναι το δικό μου. Οφείλω να το προστατεύω».

Στο τραγούδι «Brooklyn Baby» αναφέρετε τον Λου Ριντ.
«Ονειρευόμουν να μοιραστώ το τραγούδι μαζί του, σκεφτόμουν ότι θα έβρισκε τους στίχους διασκεδαστικούς, τους έγραψα έχοντας εκείνον στο μυαλό μου. Την ημέρα που προσγειώθηκα στη Νέα Υόρκη για να τον συναντήσω και να τους ακούσει, πέθανε».

Πολλά από τα πρότυπά σας έχουν πεθάνει σε νεαρή ηλικία: ο Ελιοτ Σμιθ, η Εϊμι Γουάινχαουζ, η Μέριλιν Μονρόε, ο Τζεφ Μπάκλεϊ…
«Δεν τους αγάπησα επειδή πέθαναν νέοι αλλά αυτή φαίνεται να είναι η μοίρα όσων θαυμάζω. Ευτυχώς, το παράδειγμα του Λέοναρντ Κοέν με διαψεύδει. Δεν βρίσκω κάτι ρομαντικό στο να πεθαίνει κανείς νέος. Οι καλλιτέχνες είναι πιο χρήσιμοι ζωντανοί, παρά νεκροί».

Δίνετε την εντύπωση ότι δεν απολαμβάνετε τις μεγάλες συναυλίες. Είναι αλήθεια;
«Βρίσκομαι σε τουρνέ στην Αμερική από τις αρχές Απριλίου, για πρώτη φορά κάνω τόσες εμφανίσεις και όλα πηγαίνουν αναπάντεχα καλά. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν αισθάνομαι πολύ καλά σωματικά, υποφέρω από έλκος, αλλά η φωνή μου αντέχει αυτές τις μεγάλες συναυλίες σε χώρους που χωράνε ακόμη και 9.000 άτομα. Καπνίζω, πίνω πολύ καφέ, τρώω σοκολάτες και πίτσα, ο τρόπος ζωής μου δεν είναι και ο πιο ενδεδειγμένος όταν ταξιδεύω για τα live. Το ότι έπαιξα την ίδια χρονιά στο Coachella και στο Glastonbury, σε δύο τόσο σημαντικά μουσικά φεστιβάλ, είναι μια μεγάλη τιμή. Οταν τελειώσω με την περιοδεία θα ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά, μου έχουν γίνει κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις και έχω μπει στον πειρασμό να πω το «ναι». Οταν ήμουν μικρή ονειρευόμουν τις Κάννες, το φεστιβάλ, την αίγλη και το κόκκινο χαλί. Τραγούδησα εκεί τον Μάιο για τρίτη συνεχή χρονιά. Ως έφηβη, με φανταζόμουν να ζω στη Γαλλία, εξόριστη, ποιήτρια. Είχα τρέλα με τη γαλλική κουλτούρα. Ειδικά με τον Σερζ Γκενσμπούργκ».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.