Σε θρίλερ για γερά νεύρα εξελίσσεται η διαπραγμάτευση της Αργεντινής με τα κερδοσκοπικά funds, καθώς έμεινε μόνο ένα 24ωρο για τη στάση πληρωμών.
Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Άξελ Κισιλόφ ταξίδεψε επειγόντως στη Νέα Υόρκη, όπου είχε την πρώτη τετ-α-τετ συνάντηση με τους εκπροσώπους των κερδοσκοπικών funds. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται λύση; Κανείς δεν είναι βέβαιος, καθώς οι επαφές θα συνεχιστούν μέχρι την τελευταία στιγμή. Κυριολεκτικά.
Κανείς δεν επιθυμεί τη στάση πληρωμών, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ούτε καν τα κερδοσκοπικά funds, τα οποία ήδη περιμένουν χρόνια για να εισπράξουν αυτό το 1,5 δισ. δολάρια από τα ομόλογα που δεν δέχθηκαν να «κουρέψουν».
Ούτε όμως και το Μπουένος Αϊρες, όσο και αν η κατάσταση στην χώρα δεν έχει καμία σχέση με τα χρόνια της χρεοκοπίας του 2001.
‘Οπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο απεσταλμένος της ισπανικής εφημερίδας El Pais, πάντα υπάρχει η απειλή του να γνωρίζεις πώς είναι όταν μπαίνεις σε στάση πληρωμών, αλλά να μην γνωρίζεις πώς θα βγεις από αυτήν.
«Συνεχίζουμε να δουλεύουμε με όλη τη σοβαρότητα που απαιτεί το ζήτημα» δήλωσε ο Κισιλόφ στους δημοσιογράφους τα ξημερώματα, μετά τη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των αμερικανικών funds.
Πάντως, ο δικηγόρος-μεσολαβητής που όρισε ο αμερικανός δικαστής δήλωσε ότι παραμένουν οι διαφορές μεταξύ των δύο μερών.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδουν τα ΜΜΕ της Αργεντινής, το νεώτερο στοιχείο στην υπόθεση έχει να κάνει με την παρέμβαση που έκανε στο Μπουένος Αϊρες η Ένωση Ιδιωτικών Τραπεζών (Adeba): οι τραπεζίτες δέχονται να χορηγήσουν 250 εκατ. δολάρια ως εγγύηση στα funds, προκειμένου αυτά με τη σειρά τους να ζητήσουν από τον αμερικανό δικαστή που τους δικαίωσε να «παγώσει» την υπόθεση μέχρι τον Ιανουάριο του 2015.
Η συγκεκριμένη πρόταση θα ικανοποιούσε και τα δύο μέρη: καταρχήν τα funds θα εισέπρατταν 250 εκατ. δολάρια από το 1,5 δισ. που αναμένουν εδώ και χρόνια.
Αλλά και η κυβέρνηση θα γλίτωνε με αυτό τον τρόπο το χειρότερο σενάριο: την ενεργοποίηση της ρήτρας RUFO (Rights Upon Future Offers), η οποία ισχύει για τους ομολογιούχους που δέχθηκαν το «κούρεμα» το 2005 και το 2010.
Η Αργεντινή οδηγήθηκε σε στάση πληρωμών το 2002, καθώς ήταν αδύνατον να εξυπηρετήσει ένα χρέος της τάξης των 61 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση του τότε προέδρου Νέστορ Κίρσνερ πλήρωσε εφάπαξ το ΔΝΤ για να φύγει από τη χώρα και πρότεινε στους πιστωτές «κούρεμα»-μαμούθ της τάξης του 65,6%.
Σχεδόν όλοι -το 93%- δέχθηκαν την προσφορά, αφού αυτή συνοδευόταν από τη ρήτρα RUFO. Τι προβλέπει αυτή; Αν μέχρι το Δεκέμβριο του 2014 η κυβέρνηση έρθει σε συμφωνία με άλλους πιστωτές υπό καλύτερες συνθήκες, τότε και όσοι αποδέχθηκαν το «κούρεμα» θα αποκτήσουν δικαίωμα στην ίδια καλύτερη συμφωνία.
Βέβαια, τα funds (που δεν δέχθηκαν το «κούρεμα») έχουν διαφορετική άποψη: θεωρούν ότι δεν υπάρχει ζήτημα ενεργοποίησης της συγκεκριμένης ρήτρας, αφού η κυβέρνηση δεν προχωρά σε νέα προσφορά προς τους πιστωτές, απλώς αναγκάζεται να τους πληρώσει βάσει δικαστικής απόφασης.
Πάντως, ο Κισιλόφ ούτε επιβεβαίωσε ούτε διέψευσε την παρέμβαση των ιδιωτικών τραπεζών της χώρας του.
Η υπόθεση των κερδοσκοπικών funds (ή hold outs, όπως τα αποκαλούν άλλοι) έχει βελτιώσει την εικόνα της προέδρου Κριστίνα Φερνάντες, η θητεία της οποίας λήγει σε έναν χρόνο.
Η ίδια δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει ότι η χώρα της τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει προς τους πιστωτές της. «Δεν θα υπάρξει χρεοκοπία, γιατί χρεοκοπεί όποιος δεν πληρώνει. Και εμείς πληρώνουμε» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι η Αργεντινή πληρώνει κανονικά το 93% των ομολογιούχων που δέχθηκαν το «κούρεμα», ενώ πρόσφατα συμφώνησε να πληρώσει και τους πιστωτές της λεγόμενης «Λέσχης του Παρισιού».
Επίσης πρόσφατα συμφώνησε να αποζημιώσει και την ισπανική Repsol για την εθνικοποίηση του ενεργειακού κολοσσού της Αργεντινής YPF.
Ακόμα και από την Αντιπολίτευση ακούστηκαν φωνές υπέρ της άποψης ότι η χώρα δεν πρέπει να πληρώσει αυτό το 7% όσων δεν δέχθηκαν το «κούρεμα».
Μάλιστα, η τέως πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Αργεντινής Μερσέδες Μαρκό ντελ Ποντ δήλωσε στην εφημερίδα Pagina12 ότι «στις 31 Ιουλίου δεν θα συμβεί ούτε τσουνάμι ούτε τυφώνας».
Υπάρχουν όμως και άλλες φωνές. Ο οικονομικός αναλυτής Ντάντε Σίκα επισημαίνει ότι από τη στιγμή που μια χώρα δέχεται να πάει στο δικαστήριο, πρέπει και να αποδεχθεί την απόφαση του δικαστή.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Φερνάντο Γκονσάλες, διευθυντής της οικονομικής εφημερίδας El Cronista: «Αν η επιλογή είναι το default, οι συνέπειες θα είναι χειρότερες γιατί θα ξαναβάλουν τη χώρα στο κλαμπ εκείνων που δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους.»