Η Λέρος είναι μια μεγάλη καλοκαιρινή καρδιά που πάλλεται στον ρυθμό του συρτού δωδεκανησιακού χορού. Σε ένα από τα ταξίδια μας ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς μού έλεγε ότι σκορπίζεις πάνω στο τραπέζι δυο-τρία καπαρόφυλλα και το διανθίζεις με τη γεύση και το άρωμα του καλοκαιριού. Και τώρα το καινούργιο σκαρί του Γιάννη έλυσε τα σχοινιά του από την προκυμαία μπροστά στο Παντέλι και έβαλε πλώρη για το νησάκι της κάππαρης και των γλάρων, την Αγία Κυριακή. «Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά να κάτσω στο τεμόνι…», καθώς τραγουδούσε η Αιμιλία Χατζηδάκη ή «(…) και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι» όπως ονειρεύεται ο Γιώργος Σεφέρης.
Γεύση γλυκιά και πικρή
Η κάππαρη ευωδιάζει σε όλο το νησί της Αγίας Κυριακής, μια επικράτεια των γλάρων που την υπερασπίζονται ανεμίζοντας λευκό μαντίλι τις φτερούγες τους. Λευκό το εκκλησάκι, λευκοί οι γλάροι, λευκά τα άνθη του άλσους της κάππαρης. Και απέναντι το Παντέλι. Από εδώ το βλέπεις κόντρα στον ήλιο να αχνοσχεδιάζεται σαν το κοίλο αρχαίου θεάτρου. Το «κομπολόι» των μύλων κορυφώνεται στο μεγαλόπρεπο μεσαιωνικό κάστρο που μοιάζει να προστατεύει πολύτιμα πράγματα, όπως τα βότσαλα της ακρογιαλιάς, τα καΐκια στο μικρό λιμάνι, σαν εκείνο το κατακόκκινο με την πράσινη κουπαστή του Σάββα, τον αστακό με κριθαράκι της Βαγγελιώς, τον παστό κολιό του Αποστόλη, τα κλουβιά με τις καρδερίνες του Αντώνη, το λικέρ με αρμπαρόριζα της «Γλυκιάς Λέρου».
Αν έπρεπε να ταυτίσεις με μία και μόνη αίσθηση το νησί, τότε θα διάλεγες τη γεύση. Γεύση δυο λογιών, γλυκιά και πικρή, λόγω της τόσο στενής γειτνίασης της ομορφιάς και της Ιστορίας. Ή αλλιώς, θα μπορούσες να προσομοιάσεις τη Λέρο με τις φούσκες του Σώτου στου Δρυμώνα τ’ ακρογιάλι, αυτές τις σκληρές «πέτρες» που όταν τις ανοίξεις αποκαλύπτεται μια μαλακή, πανόστιμη και πανέμορφη, χρυσή και κοραλλένια σάρκα. Στη Λέρο, θέατρο αδυσώπητο πολεμικών συγκρούσεων, η απολιθωμένη Ιστορία, το ιταλικής έμπνευσης Λακκί, το «Τούνελ» της Μερικιάς, τα συντρίμμια της φονικής μάχης του μεγάλου πολέμου διάσπαρτα στον βυθό της θάλασσας γύρω από το νησί, οι αγιογραφίες των πολιτικών κρατουμένων του μικρού πολέμου στο Παρθένι, έχουν την υφή της πέτρας, αλλά η έντονα χρωματισμένη ψυχή της είναι γοητευτικά νησιωτική…
Τα νόστιμα της θάλασσας
Πάνω από το Κάστρο η ματιά αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν της Λέρου. Βλέπεις από αυτή τη σπουδαία μεσαιωνική μνήμη ολόκληρο το μέτωπο του νησιού από Βορρά ως Νότο που κοιτάζει προς το πέλαγος των «Νοτίων Σποράδων» και την Κάλυμνο, την Κω στο βάθος, τις ακτές της Μικράς Ασίας, τους Λειψούς, την Πάτμο. Τα μάτια, αλλά τα βήματα πατούν στη γη και κατεβαίνουν τα αναρίθμητα σκαλοπάτια και χάνονται μέσα στον Πλάτανο με τα μοναχικά νεοκλασικά αρχοντικά και όλο και πλησιάζουν τη θάλασσα που χαϊδεύει την προκυμαία της Αγίας Μαρίνας και τραβούν κατά το Κριθώνι και τα Αλίντα, για να μπουν βαθιά στο σώμα του νησιού, μέχρι το Παρθένι στη μια άκρη του και μέχρι το Λακκί και τον Ξηρόκαμπο στην άλλη.
Δες αυτόν τον ανεμόμυλο που μοιάζει να ταξιδεύει μέσα στη θάλασσα ή καλύτερα μοιάζει να είναι αραγμένος δίπλα στα πλεούμενα που είναι δεμένα στην προκυμαία. Στην αντένα του κάθεται ένας γλάρος και όταν έρχεται άλλος ένας να καθήσει δίπλα του τα ξάρτια γυρίζουν και πρέπει να φύγει κάποιος για να ηρεμήσουν ξανά. Ολα αυτά τα σκάφη που είναι αραγμένα εδώ και στο Παντέλι φέρνουν ψάρια που τα εκθέτουν το πρωί σε ένα σημείο της προκυμαίας. Η ταραχή της πώλησης είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της ζωής στο νησί. Είναι κομμάτι της ψυχής του που μετουσιώνεται σε αισθήσεις, εικόνες, ήχους, μυρωδιές, γεύσεις που σε συνοδεύουν στις διαδρομές σου στη Λέρο.
Ενας από τους δρόμους του νησιού πάει μέχρι τον Δρυμώνα, στην άλλη πλευρά του, και φτάνει έξω από το λευκό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Νωρίτερα περνάει μπροστά από το στέκι του Σώτου που μοιράζει μπουκιές θάλασσας. Απέναντι στην ξύλινη προβλήτα, όπου έχει δεμένη τη βάρκα που τα ψαρεύει, διατηρεί ζωντανά, μέσα στο νερό, ακριβοθώρητα όστρακα, πίνες, φούσκες, στρείδια, πετρόμυδα. Η πίνα έρχεται στο τραπέζι μέσα στο κέλυφός της, με λάδι και λεμόνι, και τις γαρίδες που ζουν μέσα της ακόμη να σπαρταρούν ζωντανές. Αυτή η μικρή γαρίδα είναι ένα παράξενο στιγμιότυπο της φύσης, αφού αν πεθάνει, πεθαίνει και η πίνα που τη φιλοξενεί.
Η τρίτη διακλάδωση μετά τον Δρυμώνα πάει για τον Αγιο Ισίδωρο. Εκεί κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια και πιάνεις το μονοπάτι που συνεχίζει μέσα στη θάλασσα, ως το γραφικό εκκλησάκι. Είναι μια πολύ ωραία εικόνα αυτή, από τις χαρακτηριστικές της Λέρου, όπως και η άλλη, από τους βράχους της Παναγίας της Καβουράδαινας. Η εικόνα της Παναγίας είναι αποτυπωμένη πάνω στο ζωγραφισμένο καβούκι ενός κάβουρα και η μεταφυσική ενέργεια αυτού του μικροσκοπικού ναού, μισός κτίσμα και μισός βράχος, ενισχύεται από τον αχό των κυμάτων της θάλασσας που εδώ στο πέρασμα μεταξύ Λέρου και Καλύμνου είναι πολύ ζωηρή, τόσο που ζωντανεύει όλα όσα ακουμπά, τον ορίζοντα, τις στεριές, τις ψυχές…
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Ιουλίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ