Και απρόβλεπτες, ακριβώς επειδή τις υπέγραφαν άνθρωποι της γενιάς μου: οι νέοι που κάποτε είχαν αμφισβητήσει και απαξιώσει τη Βουγιουκλάκη. Που είχαν αποφασίσει ότι δεν είχε ταλέντο. Που είχαν ειρωνευτεί τις προσπάθειές της να ερμηνεύσει ρόλους «σοβαρούς» με συνεργάτες αποδεκτούς από το πιο «ψαγμένο» κοινό, όπως π.χ. την «Κυρία με τις καμέλιες» σε σκηνοθεσία Μάουρο Μπολονίνι και τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Που την είχαν γιουχάρει όταν κατέβηκε στην Επίδαυρο με την «Αντιγόνη» και που τη γιούχαραν ξανά όταν ανέβηκε στη σκηνή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να απονείμει ένα βραβείο. Τα θυμάμαι όλα αυτά πολύ καλά.
Εκείνοι που σήμερα νοσταλγούν τη βουγιουκλακική αφέλεια τα θυμούνται; Δεν επιθυμώ να τους τραβήξω το αφτί ή να τους κατηγορήσω για «κοντή μνήμη», ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, ο τρόπος με τον οποίο κρίνουμε τα πράγματα αλλάζει με τον καιρό… Ούτε σκοπεύω να ανοίξω κουβέντα σχετικά με το αν η Βουγιουκλάκη διέθετε πράγματι το σπάνιο ταλέντο που είχαν επαινέσει σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι ή ήταν υπερτιμημένη. Απλώς, διαβάζοντας αυτά που προσφάτως δημοσιεύτηκαν, τα χαριτωμένα, τα συγκινητικά, τα πασπαλισμένα από ζάχαρη άχνη, κατάλαβα πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε σήμερα την αλαφράδα, το σαν καλοκαιρινό αεράκι χάδι που μας προσέφερε η Αλίκη ακόμα και μέσα από την εμμονή της να παραμένει κορίτσι για πάντα. Πρόωρα γερασμένοι από μια γκρίζα καθημερινότητα, θυμηθήκαμε ξαφνικά το κορίτσι εκείνο. Αν τότε του είχαμε κλείσει κατάμουτρα την πόρτα, σήμερα ευχαρίστως θα δεχόμασταν μια επίσκεψή του…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ