Την άποψη ότι η δημοσιονομική ενοποίηση της ζώνης του ευρώ θα διευκόλυνε την κατανομή των κινδύνων και τις προσαρμογές διατυπώνουν στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε έκθεση με θέμα «Η προσαρμογή στις ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης: Πρόοδος, Προκλήσεις και Πολιτικές».
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως αν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ έχει μετατοπιστεί από έλλειμμα σε πλεόνασμα, ωστόσο η εσωτερική εξισορρόπηση σε ελλειμματικές οικονομίες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία συνοδεύεται από υποτονική δραστηριότητα και πολύ υψηλή ανεργία, κάτι που καθιστά πιο οδυνηρή την προσαρμογή.
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του αναφέρει πως οι πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες στις ελλειμματικές χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν μειωθεί σταδιακά και πλέον έχουν υποτιμηθεί κατά 10%-25%, κάτι που συνδυάστηκε με πτώση του μοναδιαίου κόστος εργασίας.
Για την Ελλάδα συγκεκριμένα αναφέρει πως η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προήλθε από τις περικοπές μισθών , αλλά και ότι η πτώση της παραγωγής ήταν πολύ μεγάλη.
Σημειώνει επίσης ότι σε γενικές γραμμές -εξαιρουμένης της Ελλάδος- οι εξαγωγές στις ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης έχουν ανακάμψει και ότι η μείωση τους ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών προήλθε κυρίως από τη μείωση των εισαγωγών.
Οι αναλυτές του Ταμείου υπογραμμίζουν πως στο διάστημα 2010 -2013 η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την προβλεπόμενη εξωτερική ζήτηση και τις προσαρμογές των τιμών, κάτι που συνδέουν με δομικά εμπόδια, ανεξάρτητα από τις τιμές, τα οποία επιδρούν όμως στην ανταγωνιστικότητα, αλλά και στις εκροές κεφαλαίων από τη χώρα.
Το Ταμείο ξεκαθαρίζει πως Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να μειώσουν τις καθαρές υποχρεώσεις τους και να βελτιώσουν την καθαρή εξωτερική τους θέση (αναφέρει πως οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλία και της Ισπανία θα παραμείνουν πάνω το 80% του ΑΕΠ το 2018), την ίδια στιγμή που τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα σε πλεονασματικές οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία αυξάνονται.
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν ακόμα πως απαιτούνται πρόσθετες προσαρμογές για την επίτευξη του διττού στόχου της αποκατάστασης της εξωτερικής ισορροπίας στις προαναφερθείσες χώρες, μέσω χρεών που θα θεωρούνται βιώσιμα από τις αγορές, αλλά και μέσω υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξη που θα περιορίσει την ανεργία σε αποδεκτά επίπεδα.
Το ΔΝΤ σημειώνει πως η υποτονική ζήτηση για εξαγωγές από τις οικονομίες που παραδοσιακά συνεργάζονται με την ζώνη του ευρώ και ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός εμποδίζουν την εσωτερική εξισορρόπηση.
Για τον λόγο αυτό αναφέρει πως απαιτούνται πολιτικές που αφενός θα στηρίξουν τη συζήτηση και θα οδηγήσουν τον πληθωρισμό πλησίον του μεσοπρόθεσμου στόχου του 2% και αφετέρου θα οδηγήσουν σε περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, βελτιώνοντας τις προοπτικές για πιστώσεις και επενδύσεις.
Οι συντάκτες της έκθεσης αποσαφηνίζουν πως εάν δεν αυξηθεί ο πληθωρισμός στις πλεονασματικές οικονομίες της ζώνη του ευρώ η εσωτερική υποτίμηση που έχει εφαρμοστεί στις πιο αδύναμες οικονομίες θα έχει ως αποτέλεσμα την αδύναμη εγχώρια ζήτηση και την επιδείνωση των προβλημάτων χρέους.
Τέλος, η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων της ζώνης του ευρώ είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη στήριξη ανταγωνιστικών οικονομικών κλάδων σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Στη βάση αυτή θεωρούν επιβεβλημένη και την ανάγκη θεσμικών μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ, όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η περαιτέρω ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών, ενώ -κοιτάζοντας στο μέλλον – αναφέρουν πως μια δημοσιονομική ενοποίηση θα διευκόλυνε την κατανομή των κινδύνων και τις προσαρμογές στη ζώνη του ευρώ.