Μουντιάλ ήταν και πέρασε. Ηδη πάντως μετράμε αντίστροφα, καθώς μένουν μόλις 1.418 μέρες για τη σέντρα στο 21ο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας. Η γεύση που μένει είναι γλυκιά καθώς ομολογουμένως ήταν από τις κορυφαίες διοργανώσεις όλων των εποχών. Η Γερμανία 24 χρόνια μετά τον τελευταίο θρίαμβό της στην Ιταλία, σε ένα ανεπανάληπτο déjà vu στέφτηκε για 4η φορά πρωταθλήτρια κόσμου.
Απλώς αυτή τη φορά το τελικό 1-0 επί της Αργεντινής (ίδιο σκορ και αντίπαλος με το 1990) ήρθε στην παράταση καθώς δεν υπήρχε η… ανακάλυψη πέναλτι του ανεκδιήγητου ρέφερι Κοντεσάλ στο Μουντιάλ της Ιταλίας.
Οι Γερμανοί παρά τους αρχικούς πειραματισμούς (με τα τέσσερα στόπερ στην άμυνα που έμπαζε…) του προπονητή τους Γιόακιμ Λεβ, ήταν η πιο σταθερή ομάδα, είτε κόντρα στους αφελείς Πορτογάλους και Βραζιλιάνους είτε απέναντι στους πολύ καλά οργανωμένους Αμερικανούς, Αλγερινούς και Αργεντίνους. Ετσι πήρε δίκαια το Κύπελλο με το χρυσό γκολ του Μάριο Γκέτσε, επτά λεπτά πριν από το τέλος της παράτασης.
Φυσικά, υπήρχε και η εθνική μας ομάδα που ενώ έφτασε για πρώτη φορά στην ιστορία της στις «16» και η επιτυχία είναι δεδομένη, έχασε χρυσή ευκαιρία να φτάσει ακόμη ψηλότερα.
Η Βραζιλία ήταν μαγεία αλλά για να μην παρεξηγηθούμε, δεν αναφερόμαστε στην εθνική ομάδα, αλλά στη χώρα και στους ανθρώπους της που έδωσαν ένα ξεχωριστό χρώμα και άρωμα στη διοργάνωση. Η αντιμετώπιση των Βραζιλιάνων προς τη «θρησκεία» τους, όπως είναι το ποδόσφαιρο για αυτούς, έδωσε παλμό σε όλα τα γήπεδα και ήταν απόλυτα επιτυχημένη η κορυφαία ποδοσφαιρική γιορτή.
Μάλιστα ελάχιστα παρατράγουδα σημειώθηκαν παρά τον φόβο των Αρχών αλλά και των επισκεπτών για έξαρση στα κρούσματα εγκληματικότητας την περίοδο των αγώνων.
Αντίθετα η εθνική ομάδα (ο Θεός να την κάνει…) της χώρας απλώς ήταν συνώνυμο του διάσημου καρναβαλιού για το οποίο είναι φημισμένη η Βραζιλία.
Μια ομάδα χωρίς αρχή και τέλος, που σώθηκε από του «Χάρου τα δόντια» ιδιαίτερα στα νοκ άουτ παιχνίδια, πότε από τον διαιτητή (με Κροατία), πότε από το δοκάρι και τον τερματοφύλακά της (με τη Χιλή) και πότε από την τύχη στον προημιτελικό με την Κολομβία.
Ομως μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη και στον ημιτελικό με τη Γερμανία ο πέλεκυς έπεσε βαρύς (7-1) με αποτέλεσμα η πιο φημισμένη εθνική ομάδα του πλανήτη να σπάσει αρνητικές επιδόσεις.
Δεν ήταν απλώς η χειρότερη οικοδέσποινα (ακόμη και από τις ΗΠΑ, το Μεξικό, τη Χιλή και την Ελβετία) όλων των εποχών αλλά και η πιο… αντιαθλητική ομάδα βγαίνοντας πρωταθλήτρια στα φάουλ και μάλιστα τα 31 κόντρα στην Κολομβία είναι τα περισσότερα που έχει κάνει ποτέ ομάδα στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Τι άλλο είδαμε στο Μουντιάλ; Το γεγονός ότι ο Μέσι δεν είναι (και δεν θα γίνει ποτέ) Μαραντόνα.
Ετσι η σκληροτράχηλη Αργεντινή, η μοναδική φιναλίστ τα τελευταία 40 χρόνια που έχασε τόσες κλασικές ευκαιρίες σε τελικό, έμεινε με την πίκρα ενός ακόμη χαμένου τροπαίου.
Μόνο που αυτή τη φορά αδίκησε η ίδια τον εαυτό της (και ο προπονητής της, Σαμπέγια, με την αλλαγή του Λαβέτσι) και δεν έκρινε τον τελικό ένα σφύριγμα του διαιτητή όπως το 1990.
Είδαμε ομάδες εξαιρετικές, όπως η Χιλή, η Κολομβία, το Βέλγιο, η Αλγερία να φτάνουν στα όριά τους, ενώ θαυμάσαμε και το προπονητικό αριστούργημα του Λουίς φαν Γκάαλ, την Ολλανδία (με τους 10 παίκτες κάτω των 23 ετών) που έχασε στις λεπτομέρειες των πέναλτι την πρόκριση στον τελικό.
Παρακολουθήσαμε το Μουντιάλ των τερματοφυλάκων με εκπληκτικές αποκρούσεις, από τον κορυφαίο όλων, Γερμανό Νόιερ, τον Αργεντίνο Ρομέρο, τον Κοσταρικανό Νάβας (που δυστυχώς το… βιώσαμε στο πετσί μας, καθώς ήταν η βασική αιτία αποκλεισμού της Εθνικής μας στα πέναλτι), τον Μεξικανό Οτσόα και φυσικά τον Αμερικανό Χάουαρντ.
Είδαμε παίκτες που έβγαλαν… μάτια, όπως ο πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ Κολομβιανός Χάμες Ροντρίγκεζ, ο συμπαίκτης του Κουαντράντο, ο Χιλιανός Σάντσεζ, ο Ελβετός Σακίρι (πρώτο χατ τρικ σε Μουντιάλ μετά το 1966 του Βρετανού Χαρστ), ο Γερμανός Κρος, ο Ολλανδός Ρόμπεν και πολλοί άλλοι.
Είχαμε δε και καινοτομίες, όπως η κάμερα στην εστία όπου ο διαιτητής έβλεπε στο ρολόι του αν η μπάλα είχε περάσει τη γραμμή (πρώτη εφαρμογή στο 2ο γκολ της Γαλλίας στο ματς με την Ονδούρα), τα τάιμ άουτ των διαιτητών που έπρεπε να είναι παραπάνω λόγω μεγάλης ζέστης και υγρασίας και το σπρέι με το οποίο σημειωνόταν η γραμμή όπου έπρεπε να στηθεί το τείχος στα φάουλ.
Οσο για τις εκπλήξεις, να φάνε και οι κότες, με Ισπανία, Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία και Πορτογαλία να βγαίνουν από νωρίς νοκ άουτ, την ώρα που η Αφρική για πρώτη φορά είχε διπλή εκπροσώπηση στις «16».
Οι σύλλογοι που «κατέκτησαν» το Παγκόσμιο Κύπελλο
Εθνικές ομάδες που έγραψαν ιστορία βασιζόμενες στο πετυχημένο μοντέλο ενός συλλόγου της χώρας τους
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι στις μεγάλες διοργανώσεις ξεχωρίζουν οι χώρες που έχουν ομαδικότητα, κι ας τους λείπει ο σουπερστάρ.
Οι σύλλογοι που «κατέκτησαν» το Παγκόσμιο Κύπελλο
Εθνικές ομάδες που έγραψαν ιστορία βασιζόμενες στο πετυχημένο μοντέλο ενός συλλόγου της χώρας τους
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι στις μεγάλες διοργανώσεις ξεχωρίζουν οι χώρες που έχουν ομαδικότητα, κι ας τους λείπει ο σουπερστάρ.
Πράγματι στο Μουντιάλ της Βραζιλίας ο κανόνας αυτός επιβεβαιώθηκε με τον θρίαμβο των Γερμανών, καθώς η Αργεντινή είχε τον κορυφαίο σταρ (Μέσι) αλλά όχι την ουσία.
Οι προπονητές είναι αλήθεια ότι καλούν συνήθως τους πιο φορμαρισμένους παίκτες, όμως δεν είναι και λίγες οι φορές που βασίζουν όλο το στήσιμο της εθνικής τους ομάδας στο ήδη πετυχημένο μοντέλο ενός συλλόγου της χώρας τους.
Παλαιότερα ίσως αυτό ήταν πιο σπάνιο, μολονότι στα δύο τελευταία Μουντιάλ έχει γίνει κανόνας.
Η Ισπανία, π.χ., στον θρίαμβό της στα γήπεδα της Αφρικής το 2010 (και στα δύο Euro, του 2008 και του 2012) βασίστηκε στον κορμό της Μπαρτσελόνα.
Ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε είχε βασιστεί στον χρυσό σκόρερ του τελικού Αντρές Ινιέστα αλλά και στους Πικέ, Πουγιόλ, Μπούσκετς και Πέντρο, αλλά ακόμη και στον αναπληρωματικό τερματοφύλακα Βίκτορ Βαλντέζ. Ολοι αποτελούσαν τον κορμό της Μπαρτσελόνα που εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσε με δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών (2009 και 2011) και τρία σερί πρωταθλήματα Ισπανίας (2009, 2010, 2011).
Η στρατηγική του Λεβ
Στο ίδιο μονοπάτι ο Γιόακιμ Λεβ «έχτισε» την Εθνική για τα γήπεδα της Βραζιλίας με τον κορμό της πρωταθλήτριας Γερμανίας την τελευταία διετία και πρωταθλήτριας Ευρώπης το 2013 Μπάγερν Μονάχου. Εχοντας τον καλύτερο τερματοφύλακα του τουρνουά (Νόιερ), τον χρυσό σκόρερ (Γκέτσε), τον πρώτο της σκόρερ (Μίλερ), τον εμβληματικό αρχηγό (Λαμ), τον ακούραστο εργάτη (Σβάινσταϊγκερ), τον «εγκέφαλο» της μεσαίας γραμμής (Κρος) και τον ογκόλιθο στην άμυνα (Τζερόμ Μπόαντεγκ).
Ολη η ραχοκοκαλιά της Μπάγερν Μονάχου, δηλαδή, όπως και το 1974 στο Μόναχο, όπου ο Χέλμουτ Σεν είχε πάρει ό,τι καλύτερο από την τρεις φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης (1974, 1975, 1976) Μπάγερν με ονόματα-μύθους όπως ο Μπεκενμπάουερ, ο Μίλερ, ο τερματοφύλακας Μάγερ, ο Μπράιτνερ και ο Ούλι Χένες.
Η ίδια σχεδόν Εθνική είχε κατακτήσει και το Euro του 1972 και είχε χάσει στα πέναλτι αυτό του 1976.
Ο Μάριο Λόμπο Ζαγκάλο είχε «στήσει» την κορυφαία ομάδα όλων των εποχών, τη Βραζιλία του 1970 στο Μεξικό, πάνω στη βάση της μεγάλης Σάντος, σε μια εποχή όπου όλοι οι Βραζιλιάνοι έπαιζαν στην πατρίδα τους αλλά και στην Μπονταφόγκο.
Από την πρώτη είχε πάρει τον αξεπέραστο Πελέ, τον αρχηγό Κάρλος Αλμπέρτο, τον μέσο Γκλοντοάλντο και τους πιο… άσημους, τον επιθετικό Εντού και τον αμυντικό Τζόελ.
Από την Μπονταφόγκο είχε επιλέξει τον μοναδικό παίκτη που σκόραρε σε όλα τα παιχνίδια της ομάδας του ως και τον τελικό, τον Ζαϊρζίνιο, αλλά και τον Ρομπέρτο στην επίθεση και τον Πάουλο Σέζαρ στη μεσαία γραμμή.
Ο Εντσο Μπέαρζοτ το 1982 στα γήπεδα της Ισπανίας είχε βασίσει τις επιλογές του στον κορμό της Γιουβέντους που μεσουρανούσε τη δεκαετία του 1980. Είχε τον αξεπέραστο Ντίνο Τζοφ στο τέρμα, τους αμυντικούς-κολοσσούς Καμπρίνι, Σιρέα και Τζεντίλε (ο άνθρωπος που δεν επέτρεψε στον Μαραντόνα να πάρει ανάσα…), τον αξεπέραστο Μάρκο Ταρντέλι στο κέντρο και φυσικά τον παίκτη-αποκάλυψη με έξι γκολ στα τέσσερα τελευταία ματς της διοργάνωσης Πάολο Ρόσι.
Αντίθετα, το 2006, ο Μαρσέλο Λίπι στήριξε όλο το εγχείρημα της παγκόσμιας πρωταθλήτριας στις δύο μεγαλύτερες ομάδες τότε της χώρας, τη Γιουβέντους και τη Μίλαν. Από την πρώτη είχε τερματοφύλακα τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν, τον αρχηγό Φάμπιο Καναβάρο, τον Αλεσάντρο ντελ Πιέρο στην επίθεση, αλλά και τον Μάουρο Καμορανέζε στη μεσαία γραμμή και τον Τζιανλούκα Τζαμπρότα στην άμυνα.
Από τη Μίλαν ο κορυφαίος μέσος (μαζί με τον Καναβάρο) Αντρέα Πίρλο είχε μαζί του και τους συμπαίκτες του επιθετικούς Φιλίππο Ιντζάκι και Αλμπέρτο Τζιλαρντίνο, τον αμυντικό Αλεσάντρο Νέστα και τον μέσο Τζενάρο Γκατούζο.
Το ελληνικό παράδειγμα
Ο ελληνικός θρίαμβος του Euro 2004 στην Πορτογαλία είχε ξεκάθαρα πράσινο χρώμα, με λίγες κιτρινόμαυρες αποχρώσεις, καθώς ο βασικός κορμός του συγκροτήματος του Οτο Ρεχάγκελ βασιζόταν στον νταμπλούχο Παναθηναϊκό του 2004.
Η άμυνα άρχιζε και ξεκίναγε από τον Αντώνη Νικοπολίδη, τον τερματοφύλακα φύλακα-άγγελο της εθνικής μας ομάδας, που φυσικά ανδρώθηκε στον Παναθηναϊκό και στον οποίο έπαιζε ως και λίγους μήνες πριν από τη διοργάνωση της Πορτογαλίας. Απλά οι σχέσεις του με το Τριφύλλι είχαν διαταραχθεί και γι’ αυτό και δεν συμμετείχε στον νικητήριο τελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό στη Νέα Σμύρνη, ενώ από τον Ιανουάριο του 2004 δεν συμμετείχε στις εκδηλώσεις της ομάδας.
Κολοσσός στην άμυνα ο Γιούρκας Σεϊταρίδης, αποτελούσε βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος με εξαιρετική παρουσία στην Εθνική, όπως ακριβώς και στον Παναθηναϊκό, στον οποίο αγωνιζόταν.
Επίσης ο δεύτερος τερματοφύλακας της Εθνικής, ο Κώστας Χαλκιάς, είχε πάρει τον ρόλο του βασικού τους τελευταίους μήνες στους Πράσινους.
Ο Αγγελος Μπασινάς αποτελούσε τον στυλοβάτη της Εθνικής μας στη μεσαία γραμμή και ουσιαστικά από αυτόν ξεκινούσαν οι περισσότερες οργανωμένες επιθέσεις. Με το πέναλτι στην πρεμιέρα κόντρα στην Πορτογαλία «σφράγισε» την πρώτη (αλλά όχι τελευταία) μεγάλη μας νίκη.
Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, που έπαιξε βασικός στον αγώνα με τη Ρωσία, και ο Γιάννης Γκούμας, που δεν αγωνίστηκε λεπτό, ήταν επίσης στο ρόστερ και προέρχονταν από τον Παναθηναϊκό.
Αξιοσημείωτο επίσης ότι δύο από τους στυλοβάτες της εθνικής ομάδας σε εκείνη την ανεπανάληπτη πορεία, ο Γιώργος Καραγκούνης που αγωνιζόταν στην Ιντερ και ο Τάκης Φύσσας που έπαιζε στην Μπενφίκα, ήταν παίκτες ουσιαστικά που μεγάλωσαν στην οικογένεια του Παναθηναϊκού και εκεί μεγαλούργησαν πριν από το ταξίδι στο εξωτερικό.
Εκείνος ο Παναθηναϊκός, από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας του, είχε πάρει νταμπλ το 2004 και είχε φτάσει στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 2002 και του Κυπέλλου UEFA το 2003.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ