Χρειάστηκε η στενή συνεργασία δύο διαφορετικών τεχνών, του κινηματογράφου και του θεάτρου, προκειμένου να μεταφερθεί σε όλο του το μεγαλείο το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Το πολυάριθμο κοινό του Χώρου Η της Πειραιώς βρέθηκε προ εκπλήξεως, όταν μετά το τρίτο κουδούνι, αντί να δει τους πρωταγωνιστές επί της σκηνής, τους είδε επί της μεγάλης οθόνης: η κεντρική ηρωίδα, η Γαλλίδα Μαρίνα ή Μαρινέτ (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), έχει την πρώτη της ερωτική επαφή με έναν άγνωστο, ο οποίος την περνά για πόρνη και της πετά την πληρωμή της φεύγοντας.
Εκείνη παίρνει τα χρήματα και τα ανεμίζει στη μητέρα της, λέγοντάς της γεμάτη μίσος ότι πλέον ακολουθεί πιστά τα χνάρια της στην πορνεία, ξεμπροστιάζοντάς τη για όσες φορές είχε απατήσει τον πατέρα της που έλειπε στην Αφρική. Η μητέρα θα πεθάνει από ανακοπή μέσα στον ύπνο της αφήνοντας μια τεράστια περιουσία στη Μαρίνα. Κι από εκεί και πέρα αρχίζει η νέα ζωή για τη νεαρή γυναίκα. Η γνωριμία και ο γάμος με τον έλληνα καπετάνιο (Νίκος Ψαρράς), ο οποίος θα καταφέρει να ξεκλειδώσει τον προβληματικό, σακατεμένο από τις μνήμες της πόρνης μάνας ερωτισμό της, η ζωή στη Σύρο, ο κρυφός έρωτας με τον διανοούμενο αδελφό του άντρα της (Ομηρος Πουλάκης), η σκληρή πεθερά (Σοφία Σεϊρλή) και όλα τα δράματα που θα χτυπήσουν τη ζωή της, αποδεικνύοντας ότι το πεπρωμένο είναι πιο σκληρό και από τον ελληνικό ήλιο που καίει τα πάντα στο πέρασμά του.
Ο Δημήτρης Τάρλοου κατάφερε να δημιουργήσει μια χορταστική για μάτια, μυαλό και ψυχή παράσταση, η οποία ευτυχώς θα επαναληφθεί στο θέατρο Πορεία από τις 22 Νοεμβρίου. Υπήρχαν εικόνες που σε ξάφνιαζαν, γεμάτες από γοητευτικές αυταπάτες, όπως η κινηματογραφημένη σκηνή της δεξίωσης σε αρχοντικό της Σύρου, με τους ηθοποιούς να εμφανίζονται και μπροστά από την οθόνη μπλέκοντας περίτεχνα το σινεμά με το θέατρο.
Πολύ επιτυχημένη η επιλογή της πρωταγωνίστριας. Βλέποντας την Αλεξάνδρα Αϊδίνη σε αυτή την παράσταση, απορείς πώς δεν είχε δει κανείς ως τώρα όλες αυτές τις ερμηνευτικές δυνατότητες που την κάνουν να μεταμορφώνεται από το γλυκό κορίτσι της διπλανής πόρτας σε μια γυναίκα που πνίγεται από το πάθος, την υστερία και την απόγνωσή της. Κι επιτέλους, όλα αυτά αποτυπώνονται χωρίς άναρθρες κραυγές και εξάρσεις εντυπωσιασμού, στις οποίες τόσες και τόσες συνάδελφοί της έχουν παρασυρθεί, αλλά με μια εσωτερικότητα που βράζει υπόγεια και κοχλάζει στα κατάλληλα σημεία. «Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος τού σκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο» αναφωνεί κάποια στιγμή, εννοώντας την κάθε λέξη με όλο της το είναι. Η κινηματογραφημένη αυτοκτονία της και το φινάλε με τα τελευταία λόγια από το βιβλίο του Καραγάτση είναι ικανά να σε στοιχειώσουν για πολύ καιρό αφού έχεις δει την παράσταση.
Κάποια στιγμή ο Δημήτρης Τάρλοου εμφανίζεται σε έναν μυστηριώδη ρόλο, κλείνοντας το μάτι στη στενή συγγένειά του με τον συγγραφέα (είναι εγγονός του Καραγάτση). Και η μουσική της Κατερίνας Πολέμη –αν αυτό το νεαρό κορίτσι γράφει τέτοια μουσική από τόσο νωρίς, αναρωτιέσαι πού θα φτάσει ωριμάζοντας –έρχεται να δέσει με ένα σύμπαν που για κάτι λιγότερο από τρεις ώρες σε ταξίδεψε σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι έβλεπαν πλοία και ελπίδες να βουλιάζουν, έρωτες να καταστρέφουν ψυχισμούς και τα δέχονταν όλα σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας.
Κάποια προβλήματα ρυθμού στην παράσταση ή μερικές σκηνές που θα μπορούσαν να γίνουν πιο σφιχτές ή μικρότερες σε διάρκεια μπορούν πολύ εύκολα να λυθούν. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η αίσθηση που σου αφήνει αυτή η δουλειά, καθώς σε κάνει να αναρωτηθείς ποια είναι η δική σου χίμαιρα και αν αξίζει τον κόπο να ζήσεις και να πεθάνεις γι’ αυτήν.
HeliosPlus