Η ρήση «οι φίλοιείναι η οικογένεια που διαλέγεις» φαίνεται να επαληθεύεται επιστημονικά καθώς αμερικανική μελέτη αποδεικνύει ότι οι φίλοι μοιάζουν γενετικά μεταξύ τους, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences».
Ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Κοινωνιολογίας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, δρ Νικόλας Χρηστάκης και ο συνεργάτης του, καθηγητής Γενετικής και Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, δρ Τζέιμς Φάουλερ, ανέλυσαν το DNA1.932 ατόμων και συνέκριναν ζεύγη φίλων και ζεύγη ξένων ατόμων. Μεταξύ των εθελοντών δεν υπήρχε βιολογική συγγένεια, παρά μόνο διαφοροποίηση στο επίπεδο του κοινωνικού συσχετισμού μεταξύ τους.
Κοινά γονίδια, στενή σχέση
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, κατά μέσο όρο, κάθε άτομο έχει πιο πολλές γονιδιακές ομοιότητες με τους φίλους που έχει επιλέξει, απ’ ότι με αγνώστους. Μάλιστα, σύμφωνα με τους επιστήμονες η γονιδιακή αυτή ομοιότηταδεν οφείλεται στην τάση των ανθρώπων να κάνουν παρέα με άτομα με κοινό φυλετικό υπόβαθρο, καθώς η γενετικήομοιότητα υπερβαίνει την αναμενόμενη ομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή εθνική κληρονομιά.
Αν και οι ερευνητές δεν είναι ακόμη σε θέση να γνωρίζουν ποιοι μηχανισμοί κρύβονται πίσω από την γενετική αυτή ομοιότητα, εξηγουν ότι οι φίλοι μεταξύ τους έχουν τέτοια γενετική συγγένεια με αυτή που έχουν δύο τετάρτου βαθμού ξαδέλφια μεταξύ τους, δηλαδή 1% κοινά γονίδια.
«Το 1% δεν ακούγεται μεγάλος αριθμός σε έναν μέσο άνθρωπο, όμως για τους γενετιστές είναι σημαντικός. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν καν ποιοί είναι τέταρτα ξαδέλφια τους γύρω τους, αλλά με κάποιο τρόπο, ανάμεσα σε τόσες πιθανές περιπτώσεις, καταφέρνουμε να διαλέγουμε ως φίλους εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους μοιάζουμε γενετικά», εξηγεί ο δρ Χρηστάκης.
Οι ειδικοί ανέπτυξαν μια «βαθμολογία φιλίας», με την οποία προβλέπουν ποιός θα γίνει φίλος κάποιου, με το ίδιο περίπου ποσοστό αξιοπιστίας που οι επιστήμονες προβλέπουν, με βάση τα γονίδια, τις πιθανότητες ενός ανθρώπου να εμφανίσει παχυσαρκία ή σχιζοφρένεια.
Εστιάζοντας σε επιμέρους γονίδια, η έρευναέδειξε ότι οι φίλοι μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους σε γονίδιαπου σχετίζονται με την αίσθηση της όσφρησης, ενώ το αντίθετο ακριβώς ισχύει για τα γονίδια που ελέγχουν την ανοσία, με συνέπεια οι φίλοι να διαφέρουν γενετικά όσον αφορά την προστασία τους έναντι διαφόρων ασθενειών. Αυτό όμως μάλλον εξυπηρετεί γενικότερα την κοινωνία, καθώς το να έχει κανείς φίλους που δεν είναι ευάλωτοι στις ίδιες ασθένειες, συνιστά φραγμό στην εύκολη εξάπλωση μιας επιδημίας από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Όσον αφορά στην ομοιότητα της όσφρησης, οι ερευνητές υποπτεύονται ότι βοηθά τους φίλους να μοιράζονται τα ίδια περιβάλλοντα. Αν, για παράδειγμα, τους αρέσει εξίσου η μυρωδιά του καφέ, τότε είναι πιο εύκολο να συχνάζουν στις καφετέριες. Επίσης, η όσφρηση ίσως υποσυνείδητα αποτελεί τον τρόπο που κρίνουμε αν ένας ξένος μάς μοιάζει γενετικά και άρα ταιριάζει περισσότερο να γίνει φίλος μας.
Εξελικτικός παράγοντας η φιλία
Μια άλλη αξιοσημείωτη διαπίστωση είναι ότι, τα γονίδια που είναι κοινά μεταξύ των φίλων, φαίνονται να εξελίσσονται ταχύτερα από τα υπόλοιπα. Αυτό κατά τον δρ Χρηστάκη, πιθανώς εξηγεί εν μέρει, γιατί η ανθρώπινη εξέλιξη φαίνεται να έχει επιταχυνθεί κατά τα τελευταία 30.000 χρόνια, καθώς το φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον (με ζωτικό παράγοντα τη γλωσσική κοινωνίαμεταξύ των ανθρώπων) αποτελεί από μόνο του έναν σημαντικό εξελικτικό παράγοντα.
«Η νέα έρευνα ενισχύει την αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι «μεταγονιδιακά» όντα, όχι μόνο λόγω των μικροβίων που συμβιούν μαζί μας, αλλά και εξαιτίας των ανθρώπων που μας περιβάλλουν. Φαίνεται πως η ικανότητά μας εξαρτάται όχι μόνο από τη δική μας γενετική σύσταση, αλλά επίσης από τη γενετική σύσταση των φίλων μας», συμπληρώνει ο δρ Χρηστάκης.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα μελέτη θέτει ξανά στο προσκήνιο το ερώτημα γιατί οι άνθρωποι έχουν φίλους. Είμαστε ένα από τα ελάχιστα είδη θηλαστικών που έχουν φίλους, μαζί με μερικούς πιθήκους, τους ελέφαντες και τις φάλαινες. Εξάλλου, μια παρεμφερής γενετική έρευνα που είχε δημοσιευτεί φέτος τον Μάιο, είχε βρει ότι οι άνθρωποι τείνουν να διαλέγουν συζύγους με παρόμοιο DNA.