Η πρώτη ευρωπαϊκή οδηγία για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας χρονολογείται από το 1992. Τότε οι Βρυξέλλες εξέδωσαν μια απανταχούσα προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με την οποία τις καλούσαν να προετοιμασθούν αναλόγως ώστε σε πέντε-έξι χρόνια να ελευθερώσουν το 30% της εμπορίας του ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό, όπως τονιζόταν στα βασικά ευρωπαϊκά κείμενα, να εξορθολογιστεί η παραγωγή και να μειωθούν οι τιμές.
Ως τότε η ΔΕΗ ήταν αμιγώς μονοπωλιακή κρατική εταιρεία, διοικούμενη ιδιοτύπως και καθοδηγούμενη ευθέως από τον εκάστοτε υπουργό Βιομηχανίας. Με εκείνη την πρώτη οδηγία ετέθη ευθέως ζήτημα αναδιοργάνωσής της ώστε να προσαρμοσθεί στο νέο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Ωστόσο εγγενή προβλήματα εμπόδισαν την προσαρμογή της. Ανυπέρβλητο εθεωρείτο τότε το ειδικό ασφαλιστικό καθεστώς της επιχείρησης. Η ΔΕΗ ασφάλιζε μόνη το προσωπικό της, οι ασφαλιστικές εισφορές περιέρχονταν στην ίδια και οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις καλύπτονταν από την ίδια.
Επιπλέον η ΔΕΗ προέβαινε ανά την Ελλάδα σε επενδύσεις πολλαπλού σκοπού, οι οποίες δεν στηρίζονταν αποκλειστικά σε επιχειρηματικές αποφάσεις αλλά αποφασίζονταν από το κράτος. Η κατασκευή, για παράδειγμα, των μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων, που άρδευαν τεράστιες αγροτικές εκτάσεις και κάλυπταν τις ανάγκες νερού σε μεγάλες και μικρές πόλεις της ελληνικής επικράτειας, αποφασιζόταν κεντρικά από το κράτος.
Επιπλέον η ΔΕΗ είχε την υποχρέωση να ηλεκτροδοτεί όλη τη χώρα ανεξαρτήτως κόστους. Ολο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου ηλεκτροδοτήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες με πρωτοβουλία της επιχείρησης. Υπηρετούσε, με άλλα λόγια, η επιχείρηση και κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού κράτους.
Ολα αυτά δεν μπορούσαν να αποτιμηθούν και να διαχωρισθούν σε εκείνη τη φάση και έτσι το 1997 ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση μεταβατική περίοδος προσαρμογής. Στο πλαίσιο αυτό δύο χρόνια μετά, το 1999 συγκεκριμένα, επήλθε η πρώτη φάση απελευθέρωσης για τους μεγάλους πελάτες και προβλέφθηκε η δυνατότητα αυτοπαραγωγής για τις μεγάλες ηλεκτροβόρες βιομηχανικές μονάδες.
Το σπάσιμο του μονοπωλίου
Αργότερα, το 2001, με την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, η ΔΕΗ μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία, εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και εισήγαγε αρχές εταιρικής διακυβέρνησης. Τότε η ΔΕΗ απέκτησε για πρώτη φορά επαγγελματική διοίκηση και άλλαξε για μια πενταετία τα δεδομένα του παιχνιδιού.
Η αναδιοργάνωσή της ήταν εντυπωσιακή, η κερδοφορία της μοναδική και η λειτουργία έτεινε να διαμορφώσει υψηλά στάνταρντ ικανά να αντιμετωπίσουν κάθε απελευθέρωση. Με τη ΔΕΗ εξοπλισμένη και ενισχυμένη το 2003 απελευθερώθηκε η προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος και για τους πελάτες μέσης τάσης. Το μονοπώλιο είχε από τότε σπάσει και οι σημαντικότεροι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος είχαν ελευθερία επιλογής προμηθευτή.
Τότε εδόθησαν και οι πρώτες άδειες σε μεγάλους πελάτες όπως το Αλουμίνιον της Ελλάδας, τα Ελληνικά Πετρέλαια, η Motor Oil, ο Ελλάκτωρ, o Κοπελούζος κι άλλοι, οι οποίοι όμως σε πρώτη φάση δεν αξιοποίησαν τη δυνατότητα επειδή διεκδικούσαν κίνητρα και προνομιακές τιμές από τη ΔΕΗ, το χαμηλό κόστος της οποίας δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν λόγω του πλεονεκτήματος που είχε αποκτήσει η επιχείρηση από τη μακρόχρονη εκμετάλλευση των λιγνιτικών πεδίων της Δυτικής Μακεδονίας. Μια επένδυση πολλών ετών η οποία είχε αποσβεσθεί και απέδιδε στη ΔΕΗ καύσιμο σχεδόν μηδενικού κόστους. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που καθιστούσε τη ΔΕΗ ανταγωνιστική και την απελευθέρωση σχεδόν ανενεργή.
Εν τω μεταξύ, καθώς τα χρόνια περνούσαν, η ΔΕΗ ενισχυόταν συνεχώς. Το 2004 η ΔΕΗ είχε κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων 1,6 δισ. ευρώ και τα καθαρά της κέρδη έπιασαν ύψος-ρεκόρ 560 εκατ. ευρώ. Επίσης είχε μειώσει τον δανεισμό της από 5,2 δισ. ευρώ σε 3,6 δισ. ευρώ και η πορεία της φάνταζε λαμπρή.
Μέχρι που τον Ιανουάριο του 2005 η τότε κυβέρνηση Καραμανλή άλλαξε την επαγγελματική διοίκησή της και τοποθέτησε τον Γιάννη Παλαιοκρασσά, οποίος την εκθεμελίωσε στην κυριολεξία. Το πλεονέκτημα των προηγούμενων ετών χάθηκε, η οργάνωσή της κατέρρευσε, τα κέρδη της απομειώθηκαν και το 2007 δόθηκε το τελικό χτύπημα.
Σε εκείνες τις συνθήκες για τη ΔΕΗ συνετελέσθη το τρίτο κύμα απελευθέρωσης και επετράπη σε όλους τους πελάτες να επιλέγουν ελεύθερα προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος. Ταυτόχρονα ελευθερώθηκε πλήρως η παραγωγή μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και προσφέρθηκαν «τρελές» επιδοτήσεις μέσω των τιμών σε όσους ανελάμβαναν επενδύσεις φωτοβολταϊκών τόξων και ανεμογεννητριών. Το κόστος επιδότησης μεταφέρθηκε σχεδόν όλο στη ΔΕΗ και λίγα χρόνια μετά το 2009 επαυξήθηκε κατά 10% από την κυρία Τίνα Μπιρμπίλη, η οποία τότε εν μέσω μεγάλης οικονομικής κρίσης προωθούσε το όραμα-φούσκα της «πράσινης ανάπτυξης» του κ. Γ. Παπανδρέου.
Η ΔΕΗ με τη βίαιη εισβολή 7-8 επιθετικών εμπόρων του ηλεκτρικού ρεύματος έχασε σε ελάχιστο χρόνο πάνω από 250.000 πελάτες. Το πείραμα εκείνο ωστόσο απέτυχε γρήγορα, καθώς προσφέρονταν εκπτώσεις ως 10% χωρίς εγγυήσεις και ασφάλειες, με αποτέλεσμα οι επιθετικότεροι των νέων εμπόρων του ηλεκτρικού να καταστραφούν οικονομικά και να καταλήξουν στη φυλακή.
Εκτοτε η εμπορία του ηλεκτρικού ρεύματος ανακτήθηκε και πάλι από τη ΔΕΗ, η οποία σήμερα εμπορεύεται το 99,5% των ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Διοικητική ανεπάρκεια
Με άλλα λόγια, η αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος δεν πάσχει από απελευθέρωση. Η εμπορία είναι πλήρως απελευθερωμένη. Και οι ιδιώτες παραγωγοί κατέχουν το 27% των μονάδων θερμικής ισχύος, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προσφέρουν κατά προτεραιότητα το 10% ως 12% της ισχύος στο καλάθι του κεντρικού προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος.
Επιπλέον όσοι παρακολουθούν από κοντά την ηλεκτροπαραγωγή γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη αγορά στις παρούσες οικονομικές συνθήκες είναι κορεσμένη. Η εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύς ανέρχεται αυτή τη στιγμή σε 17.500 μεγαβάτ και η ζήτηση σε περιόδους αιχμής δεν ξεπερνά τα 9.000 μεγαβάτ!
Το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στη διοικητική ανεπάρκεια των ιθυνόντων της ΔΕΗ και στην προβληματική στάση των ενδιάμεσων διαχειριστών του συστήματος, οι οποίοι είναι υποχείρια των ιδιωτών παραγωγών.
Αυτή τη στιγμή η ΔΕΗ διοικείται από πρόσωπα κατά βάση πολιτικά, που δεν ασκούν ουσιαστική διοίκηση. Τα διαφεύγοντα έσοδα ανέρχονται σε 1,5 δισ. ευρώ και το λειτουργικό κόστος, παρά τη μείωση των μισθών, βαίνει αυξανόμενο.
Η επιχείρηση, έπειτα από τόσα και τόσους που της φόρτωσαν, επιβιώνει χάριν της φιλοτιμίας των διευθυντών που προέρχονται από τις διοικητικές δομές της. Οι οποίοι ακούνε τους διορισμένους «κουφούς» της Διοίκησης και τρελαίνονται. Ετσι αποκαλούν οι πολλοί διευθυντές της επιχείρησης τον πρόεδρο και τους τρεις αναπληρωτές διευθύνοντες συμβούλους που δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν.
Δυστυχώς από το 2005 και μετά η ΔΕΗ περιέπεσε στα χέρια της πολιτικής και απομειώθηκε αντιστοίχως.
Βήμα στο κενό
Τώρα της προέκυψε και η «μικρή ΔΕΗ», η οποία ψηφίστηκε μεν αλλά δεν πρόκειται ποτέ να δει το φως του ήλιου. Για να συγκροτηθεί πρέπει εντός της επιχείρησης να συγκροτηθεί μια ειδική διεύθυνση στην οποία θα ενταχθούν τα περιουσιακά στοιχεία και το προσωπικό. Και αφού αυτό γίνει και επιλυθεί ταυτόχρονα το ασφαλιστικό καθεστώς των εργαζομένων σε αυτές θα πρέπει να αποτιμηθεί λογιστικά και να γίνει απόσχιση κλάδου. Να αναδειχθεί, δηλαδή, ένα νέο εταιρικό σχήμα το οποίο θα προικοδοτηθεί με πελατεία 2 εκατ. χρηστών και μετά να πωληθεί σε ιδιώτες.
Μόνο και μόνο από το γεγονός ότι 2 εκατ. πελάτες δεν θα έχουν δικαίωμα επιλογής και θα προσφερθούν χωρίς τη θέλησή τους στο νέο σχήμα η απόπειρα ιδιωτικοποίησης θα σβήσει.
Γιατί απλούστατα παραβιάζει την αρχή της ελευθερίας του εμπορίου στην οποία ομνύουν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Και το ερώτημα που ευλόγως τίθεται είναι: Γιατί, ενώ άπαντες γνωρίζουν τα προβλήματα της ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής, υποβάλλουν την Ελλάδα, την κυβέρνηση, τα κόμματα και τον λαό της σε αυτό το θέατρο του παραλόγου;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ