Το σκηνικό στο γήπεδο της Ζυρίχης ήταν συνηθισμένο: μισογεμάτες εξέδρες και δύο ομάδες, η τοπική Grasshopers και η FC St. Gallen, να συγκρούονται για τη νίκη. Ασυνήθιστη, αντίθετα, ήταν η εικόνα των παικτών: αντί για σορτσάκια και φανέλες φορούσαν κοστούμια μάνατζερ. Και αντί να «σουτάρουν» την μπάλα, κλωτσούσαν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και –όσο μπορούσαν –κρυφά τους αντιπάλους τους.
Επρόκειτο φυσικά για σκηνοθετημένο γεγονός –ο εμπνευστής του, η ελβετίδα καλλιτέχνις του βίντεο Ινγκεμποργκ Λίσερ, ήθελε να δείξει με αυτό ότι οι ποδοσφαιριστές δεν διαφέρουν πολύ από τα στελέχη των πολυεθνικών.
«Και οι δύο αποβλέπουν στο γκολ» έλεγε. «Επιτυχία έχει εκείνος που ξέρει να καταπατεί τους κανόνες, χωρίς να τον πιάνουν στα πράσα. Οποιος δεν ξέρει κόλπα, χάνει. Τόσο απλό. Και τόσο βάναυσο».
Το βίντεο δεν αποκαλύπτει ποιος μπορεί να βγει νικητής από τέτοιους αγώνες. Αυτό το κάνει το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολονίας. Κερδισμένη βγαίνει, λένε οι ερευνητές σε πόρισμα που παρουσίασαν την περασμένη Παρασκευή, η ομάδα με τη μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή. Αυτή, στο Μουντιάλ της Βραζιλίας είναι η Γερμανία. Επόμενο έτσι να είναι και το φαβορί στον σημερινό τελικό με την Αργεντινή.
Αλλά και σχετικά με τους καθαρά ποδοσφαιρικούς όρους, που κρίνουν την έκβαση ενός αγώνα, οι ειδικοί διαπιστώνουν πλεονεκτήματα για τη Γερμανία.
Αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες. Πρώτον, στους παίκτες. «Η Γερμανία διαθέτει εφέτος μια χρυσή γενιά παικτών» διαπιστώνει ο φιλόσοφος των σπορ Γκούντερ Γκεμπάουερ. «Καμία άλλη χώρα δεν έτυχε να έχει τέτοιο προνόμιο». Δεύτερον, στην επιστημονική υποστήριξη. «Ο αριθμός των γιατρών, ψυχολόγων και μαθηματικών, που συνοδεύουν τη γερμανική ομάδα, είναι πολλαπλάσιος εκείνου των άλλων ομάδων» προσθέτει ο αθλητικός αναλυτής Ντάνιελ Μέμερτ. Και τρίτον, στην τακτική –η γερμανική, κατά τον ίδιο, υπερέχει των άλλων κατά πολύ σε ευελιξία και αποτελεσματικότητα.
Το φόντο αυτών των διαπιστώσεων είναι μια γενικότερη εξέλιξη του ποδοσφαίρου, που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα. Παράδειγμα, η ταχύτητα στο παιχνίδι. «Το τέμπο έχει διπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες» λέει ο κ. Μέμερτ. «Αν έπαιζαν σήμερα ο Μαραντόνα ή ο Μπεκενμπάουερ, δεν θα μπορούσαν να σταυρώσουν μπάλα».
Παράλληλα, έχει αλλάξει και η μορφή του παιχνιδιού. Η ντρίμπλα, που στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ξετρέλαινε τους θεατές, αντικαταστάθηκε οριστικά από τη «φάση».
«Η φάση έχει γίνει το μέτρο σύγκρισης της ομορφιάς ενός αγώνα» λέει ο κοινωνιολόγος Χανς-Ούλριχ Γκούμπρεχτ. Αυτή συνίσταται από μια σειρά μεταβιβάσεων της μπάλας, που μπορούν να καταλήξουν –ή και όχι – σε γκολ. Σε κάθε περίπτωση, η φάση έχει το χαρακτήρα «γεγονότος» και δη τραγικού, δεδομένου ότι εγκυμονεί πάντα μια καταστροφή. Τόσο λόγω διάρκειας, όσο και πολυπλοκότητας, οι θεατές συγκινούνται σήμερα πολύ περισσότερο από αυτήν από ό,τι, παλιότερα, από την πιο περίτεχνη ντρίμπλα ενός Γκαρίνχα ή ενός Κοπά.
Από πρώτη ματιά, οι φάσεις εκτυλίσσονται αυθόρμητα στον χώρο και στον χρόνο. Πίσω από αυτές βρίσκονται όμως πλήρως επεξεργασμένα συστήματα τακτικής που κατευθύνουν τα πόδια των παικτών καθώς και τους «αυτοματισμούς» τους. Η Βραζιλία έμοιαζε τον τελευταίο μήνα με πειραματικό εργαστήριο συστημάτων, ορισμένα εκ των οποίων –με πρώτο το πάλαι ποτέ ακατανίκητο «τίκι-τάκα» των Ισπανών –καταπατήθηκαν από τους αντιπάλους τους, ενώ άλλα, όπως το «ανανεωμένο γερμανικό» (Μέμερτ), έγινε υπόδειγμα για πολλούς άλλους.
Αλλαγές παρατηρήθηκαν και στις εξέδρες –κατ’ αρχάς, επειδή μεγάλο μέρος του αυτόχθονος πληθυσμού αποκλείστηκε από αυτές, λόγω των πανύψηλων τιμών των εισιτηρίων που επέβαλε η Παγκόσμια Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου FIFA. Και ύστερα, επειδή οι θεατές, περιμένοντας τον τελικό θρίαμβο της Βραζιλίας, είχαν δώσει ανάλογη όψη στο ντεκόρ των συναντήσεων –πολύ πιο λαμπερή και εντυπωσιακή από εκείνη στο προηγούμενο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής.
Εκείνο που δεν άλλαξε ήταν η βαθύτερη προσδοκία του κοινού για κάτι ωραιότερο και καλύτερο. Με τις συναθροίσεις στις εξέδρες, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, οι θεατές εκφράζουν τον πόθο τους για περισσότερη «συμμετοχική ταυτότητα», την παρουσία τους δηλαδή σε μια έστω και «εφήμερη, εικονική κοινότητα». Την εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η οποία διαλύει όλο και ταχύτερα τους δεσμούς αλληλεγγύης στην πραγματική (τοπική και εθνική) κοινότητα, το συναίσθημα της «συμμετοχικής ταυτότητας» επενεργεί ως βάλσαμο στη διάλυση –έστω και αν η επενέργειά του είναι προσωρινή. Και το ίδιο, αν και με έμμεσο τρόπο, ισχύει και για τα δισεκατομμύρια των θεατών που παρακολουθούν τους αγώνες από τους δέκτες της τηλεόρασης.
Πολύς θόρυβος για το τίποτα; Καθόλου. Μπορεί το ποδόσφαιρό να είναι παιδί κατώτερου Θεού –το πόδι δεν μπορεί να γράψει ποιήματα, όπως το χέρι, ή να τραγουδήσει, όπως το στόμα. Από την άλλη όμως είναι σε θέση να φτιάξει κινούμενα γλυπτά ασύλληπτης τελειότητας. Σε τέτοιες στιγμές, η οχλοβοή στις εξέδρες είναι συγκλονιστικότερη και από το πιο άγριο ροκ. Η φάση και η ντρίμπλα: μαζί ξαναδίνουν στο πόδι τη χαμένη τιμή ενός, άδικα και ανόητα, εκπεσμένου σωματικού άκρου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ