Τον Νοέμβριο του 1941 ο καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής διώκεται πειθαρχικά από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για την έκδοση βιβλίων του σε μονοτονικό σύστημα. Ηταν τα χρόνια της Κατοχής και της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Η πράξη του Κακριδή θεωρήθηκε «εθνικώς επιζήμια» και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «άνθρωπος γνωστός για τα αριστερά του αισθήματα» σε μια υπόθεση που έμεινε στην Ιστορία ως η «δίκη των τόνων». Συνδεδεμένο με τον πόλεμο καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών και το γλωσσικό ζήτημα, το ζήτημα των τόνων ιδεολογικοποιήθηκε και ταυτίστηκε συχνά με πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις. Το 1982 η Πολιτεία κατοχύρωσε με νόμο το μονοτονικό, αλλά το πολυτονικό δεν έπαψε να χρησιμοποιείται ιδιωτικά και να εφαρμόζεται από επαγγελματίες εκδότες.
Στους τελευταίους προστίθενται εσχάτως νέοι εκδότες βιβλίων, όπως η Κίχλη (2008) και η Περισπωμένη (2011), και περιοδικά, όπως η Νέα Ευθύνη (2010), το Φρέαρ (2013), το Νέον Πλανόδιον (2013). Δεν είναι ηλικιωμένοι, οι εναπομείναντες ζώντες ενός παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο νοσταλγούν. Ο τριανταεπτάχρονος Σωτήρης Σελαβής της Περισπωμένης, λόγου χάριν, ανήκει στη γενιά που δεν διδάχθηκε το πολυτονικό στο σχολείο. Δεν ομαδοποιούνται στους αρτηριοσκληρωτικούς αρχαιολάτρες της συντηρητικής διανόησης με τους οποίους συνδέθηκε το πολυτονικό στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Συνδεδεμένοι πολλοί από αυτούς με κύκλους της Αριστεράς, ανήκουν στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, αν και αναφέρονται στην επιλογή τους με κλασικά επιχειρήματα του συντηρητικού οπλοστασίου.
«Στο «Νέο Πλανόδιον» χρησιμοποιούμε τον ιστορικό τονισμό για τον ίδιο λόγο που χρησιμοποιούμε την ιστορική ορθογραφία. Για γλώσσες με τη διαδρομή της ελληνικής, η γραπτή σήμανση δεν ήταν ποτέ πράγμα όλως μηχανικόν. Ανέκαθεν δήλωνε την αυτοκατανόηση του γράφοντος, τους δεσμούς του προς το παρελθόν, την αντίληψή του για τη ταυτότητά του στο παρόν και το μέλλον» λέει ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης, διευθυντής του περιοδικού, συμπληρώνοντας ότι «τα τελευταία χρόνια, με τις αλλεπάλληλες ορθογραφικές απλοποιήσεις που παρεισάγονται, η ελληνική γραφή χάνει διαρκώς διακριτικές δυνατότητες. Το υπόρρητο μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η ακρίβεια, η καλλιέργεια, η εκλέπτυνση δεν αξίζουν τον κόπο, ότι για όλα υπάρχει μια βολική παρακαμπτήριος. Δίπλα στον παρασιτισμό της οικονομίας μας και την αποδιάρθρωση των εκπαιδευτικών μας θεσμών, τα γλωσσικά μας πράγματα αντικατοπτρίζουν κι αυτά τη μεταπολιτευτική διολίσθηση της χώρας προς τον λαϊκισμό».
«Οι τόνοι και τα πνεύματα μεταφέρουν πληροφορίες ετυμολογικής, μορφολογικής και συντακτικής φύσεως. Ετσι, η απώλεια της δασείας, π.χ., έχει ως συνέπεια την αδυναμία αναγνώρισης των συνθετικών των σύνθετων λέξεων (εφάμιλλος, εφήμερος κ.ά.)» λέει η εκδότρια της Κίχλης Γιώτα Κριτσέλη, η οποία υποστηρίζει ότι «τα αποτελέσματα από την απουσία του πολυτονικού είναι αρνητικά, προπαντός όταν μεταγράφονται κείμενα που ανήκουν στη λόγια παράδοση, ακόμα και αν πρόκειται για παραθέματα ή τίτλους».
Ο ποιητής Σωτήρης Σελαβής, εκδότης της Περισπωμένης, υποστηρίζει: «Η διευκόλυνση της εκμάθησης ήταν απλό πρόσχημα για την επιβολή του μονοτονικού –είναι αστείο να πιστεύουμε ότι μη μαθαίνοντας τους τόνους κάνουμε οικονομία δυνάμεων. Ισως το πίστευαν σε εποχές που ο υψηλότερος στόχος τους ήταν η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Οταν καθιερώθηκε το μονοτονικό, ο πραγματικός λόγος ήταν απλώς να γίνουν οικονομικότερες οι εκτυπώσεις. Αν σκεφτόμασταν με γνήσια εκπαιδευτικά κριτήρια, θα βλέπαμε το κόστος: Το μονοτονικό καταδικάζει τους μη «ειδικούς» σε μια συγχρονική αντιμετώπιση της γλώσσας, αποκόπτοντας την πρόσβαση σε παλαιότερες μορφές της».
«Ενα περιοδικό αρχών, που θέλει να υπηρετεί με συνέπεια την άποψή του για τη λογοτεχνία και τις ιδέες, δεν μπορεί παρά να έχει άποψη για τη γλωσσική του εμφάνιση και να διεκδικεί για τον εαυτό του να κολυμπά στο μεγάλο ποτάμι της λογοτεχνικής μας παράδοσης, αυτό που δείχνει και τη συνέχεια του ελληνικού λόγου μέσα στους αιώνες –συνέχεια συνείδησης και όχι ταυτότητας» λέει ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής, διευθυντής του Φρέατος.
Παρ’ όλα αυτά από ιστορικούς εκδότες μιας μεγάλης εκδοτικής παράδοσης, όπως η Εστία (1885) και ο Ικαρος (1943), ακολουθείται η αντίστροφη πορεία. «Επιμέναμε με πάθος στο πολυτονικό και μετά την καθιέρωση του μονοτονικού» λέει η Κατερίνα Καρύδη του Ικαρου. «Επειτα από πολλή συζήτηση καταλήξαμε ότι ίσως είναι γραφικό να χρησιμοποιείται σε σύγχρονα κείμενα. Το διατηρούμε σε όσα κείμενα είχαν γραφεί σε πολυτονικό και στα σύγχρονα όταν επιμένει ο συγγραφέας. Τη γλωσσική θέση του συγγραφέα σεβόμασταν όμως πάντοτε, τυπώναμε ποιήματα του Καρούζου σε μονοτονικό, όπως ήθελε, από το 1961».
Τα δύο τονικά συστήματα χρησιμοποιούνται πλέον παράλληλα. Συμμορφωνόμενοι προς τις επιθυμίες συγγραφέων και διευθυντών των σειρών, η Εστία τυπώνει σειρές δοκιμίων σε πολυτονικό και ο Πατάκης σειρά ποίησης, ενώ οι θιασώτες του πολυτονικού χρησιμοποιούν το μονοτονικό στις εκδόσεις των παιδικών βιβλίων τους ευθυγραμμιζόμενοι με το επίσημο τονικό σύστημα της εκπαίδευσης.
Οι σταυροφορίες υπέρ ή κατά του πολυτονικού περιορίζονται σήμερα στους κύκλους ορισμένων γραφικών. Το πολυτονικό φαίνεται ότι κερδίζει πλέον υποστηρικτές ως στοιχείο ύφους, το οποίο διαφοροποιεί εκείνους που το χρησιμοποιούν από τους εκδότες των ακαλαίσθητων βιβλίων μαζικής κατανάλωσης και τους εντάσσει σε μια επίλεκτη ομάδα συγγραφέων, ιδρυμάτων και εκδοτών που συνδέονται με τη λογιοσύνη και την παράδοση της καλής τυπογραφίας, όπως η Ακαδημία Αθηνών (1927) και το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (1966), οι εκδόσεις Gutenberg (1963), η Αγρα (1979), η Στιγμή (1984), το Ροδακιό (1992), η Ινδικτος (1995) κ.ά., με κοινά στοιχεία την κομψότητα της έκδοσης, τις καλαίσθητες γραμματοσειρές, ένα ορισμένο βάρος και ποιότητα χαρτιού, εικαστικά εξώφυλλα.
Σε αυτό το αναγνωρίσιμο εκδοτικό ύφος, το πολυτονικό, ως αισθητική λεπτομέρεια, προσθέτει στην αξία του βιβλίου. «Θεωρώ ότι η ελληνική πολυτονική γραφή, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην τυπογραφία από τις αρχές του 20ού αιώνα και εξής, έχοντας αποβάλει την εκζήτηση της περιόδου των χειρογράφων, έχει φθάσει σε ένα σημείο ιδιαίτερης καλαισθησίας» λέει η Γιώτα Κριτσέλη, η οποία εξηγεί ότι η εφαρμογή του πολυτονικού από την Κίχλη οφείλεται και σε λόγους αισθητικούς.
Ξεφεύγοντας από τα εθνικά όρια και τη γλωσσική ιστορία μας, το πολυτονικό σήμερα μπορεί να ιδωθεί ως υφολογικό σύμπτωμα μιας διεθνούς τάσης στον κόσμο του έντυπου βιβλίου, ο οποίος, δίνοντας τη μάχη του απέναντι στην προέλαση του ψηφιακού βιβλίου, προβάλλει την ιδιαιτερότητα του έντυπου βιβλίου ως αισθητικού αντικειμένου, και μάλιστα ως αντικειμένου με συλλεκτικά χαρακτηριστικά.
Την άποψη ότι το πολυτονικό αποτελεί στοιχείο ύφους, ιδιαιτέρως του ποιητικού ύφους, ενισχύουν και τα λεγόμενα του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, διευθυντή του περιοδικού Ποίηση (1993) και της μεταγενέστερης Ποιητικής (2007), σε πολυτονικό και οι δύο: «Πολλοί θεωρούν την κατάργηση των πνευμάτων και της περισπωμένης ως πρόοδο και την επιμονή κάποιων να γράφουν «φορώντας καπέλα στις λέξεις» ως ένδειξη συντηρητισμού ή επιδεικτικού αισθητισμού. Απλοποιώντας ωστόσο τα πράγματα δεν τα κάνεις απαραίτητα πιο ενδιαφέροντα. Ενδεχομένως τα απονευρώνεις, καθιστώντας τα αφόρητα πληκτικά. Οσο για τα ποιήματα, μέσα στη γενικευμένη ψυχρότητα με την οποία τα αντιμετωπίζει το αναγνωστικό κοινό, ας φορούν κι αυτά το «καπέλο» τους. Τουλάχιστον έτσι μπορεί κανείς να τα διακρίνει πιο εύκολα μέσα στο πλήθος των κειμένων με τα οποία διασταυρώνεται καθημερινά».
Γιώργης Γιατρομανωλάκης
Ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέας
Το φάντασμα που πλανιέται
Tο φάντασμα του πολυτονικού εξακολουθεί και πλανιέται πάνω από τη χώρα, δεκαετίες μετά την κατάργησή του. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί που ούτε έχουν ξεχάσει αυτή την εθνική μειοδοσία ούτε έχουν απελπισθεί. Ιδού τρεις λόγοι:
Ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέας
Το φάντασμα που πλανιέται
Tο φάντασμα του πολυτονικού εξακολουθεί και πλανιέται πάνω από τη χώρα, δεκαετίες μετά την κατάργησή του. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί που ούτε έχουν ξεχάσει αυτή την εθνική μειοδοσία ούτε έχουν απελπισθεί. Ιδού τρεις λόγοι:
Πρώτον. Αν, όπως υποτίθεται, η κατάργηση τόνων και πνευμάτων έγινε και για λόγους παιδευτικούς, το ερώτημα είναι: μαθαίνουν καλύτερα ελληνικά τα παιδιά μετά την απάλειψη αυτών των «περιττών» σημαδιών; Οι σημερινοί φοιτητές των Φιλοσοφικών Σχολών (για να μείνουμε σε αυτούς) γράφουν καλύτερα, πιο ορθογραφημένα ελληνικά από τους προ τεσσαρακονταετίας συναδέλφους τους; Εγινε κάποια έρευνα που να δείχνει ότι χάσαμε τόνους και πνεύματα αλλά κερδίσαμε την ψυχή της γλώσσας μας;
Δεύτερον. Η κατάργηση του πολυτονικού –είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι –συνιστά διχοτόμηση, βίαιη αλλοίωση της γραπτής εικόνας/ταυτότητας της γλώσσας. Αν αφαιρεθούν από ένα αυτόγραφο του Καβάφη ή του Ρίτσου τόνοι και πνεύματα, τότε δεν μεταβάλλεται αυτόματα η «κυριαρχία» αυτής της γραπτής «χώρας»; Ο χάρτης της διχοτομημένης Κύπρου βοηθά να καταλάβουμε αυτή την αλλοίωση.
Τρίτον. Καθώς λέξεις όπως «Αθήνα», «ήλιος», «ήρθε» έχουν χάσει τη γραπτή, οπτική ταυτότητά τους, υπάρχει πλέον λόγος να βαρύνονται με έναν α-σήμαντο τόνο; Το μονοτονικό μάς είναι ολωσδιόλου περιττό. Η λογική συνέπεια/συνέχεια του μονοτονικού είναι η πλήρης κατάργηση των τόνων. Μετά ας έρθει και το λατινικό αλφάβητο. Ο αυτόματος online μετατροπέας των greeklish σε ελληνικά και των ελληνικών σε greeklish δείχνει τον δρόμο. Απορώ που κανένα κόμμα δεν το έχει σκεφθεί.
Γιώργος Κεχαγιόγλου
Καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Στους ευήθεις «μωρίας έπαινος»
Ουσία είναι η εκφορά του λόγου (προφορικού ή γραπτού), όχι η «ορθογραφία» και τα συστήματά της που αλλάζουν με τον καιρό. Η λεγόμενη «ιστορική ορθογραφία» της ελληνικής (εσφαλμένα «πολυτονικό») δεν είναι κάτι αρχέγονο στη γλώσσα και τη γραφή: προέκυψε από διδακτικές ανάγκες μιας γλώσσας διεθνούς, στην ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή. Από τα βυζαντινά χρόνια κ.ε., όταν η προφορά αχρήστευσε τα πνεύματα και αρκέστηκε σ’ έναν (ή και κανέναν) δυναμικό τόνο ανά λέξη (ή το πολύ σε δύο τόνους στα πολυσύλλαβα με «έγκλιση»), χρησιμότητα στον ελληνικό λόγο κράτησε μόνον η δήλωση του πραγματικού τόνου. Με όποιο σημάδι κι αν τον δηλώσουμε, σημασία έχει τι ακούμε και όχι τι βλέπουμε· ούτε η δασεία και η ψιλή ούτε η περισπωμένη και η βαρεία αλλάζουν την προφορά. Ο «Διάλογος» του Σολωμού και το ξεμπρόστιασμα των «σοφολογιότατων» είναι επίκαιρα και σήμερα. Τη λογοτεχνία και την εκδοτική παραγωγή δεν τη σώζουν ούτε οι ναρκισσευόμενοι τυπογράφοι της «στιγμής», ούτε οι ευφάνταστοι «τραγουδοποιοί» που ακούν, δήθεν, διαφορετικά τα πνεύματα και τους τόνους απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι.
Καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Στους ευήθεις «μωρίας έπαινος»
Ουσία είναι η εκφορά του λόγου (προφορικού ή γραπτού), όχι η «ορθογραφία» και τα συστήματά της που αλλάζουν με τον καιρό. Η λεγόμενη «ιστορική ορθογραφία» της ελληνικής (εσφαλμένα «πολυτονικό») δεν είναι κάτι αρχέγονο στη γλώσσα και τη γραφή: προέκυψε από διδακτικές ανάγκες μιας γλώσσας διεθνούς, στην ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή. Από τα βυζαντινά χρόνια κ.ε., όταν η προφορά αχρήστευσε τα πνεύματα και αρκέστηκε σ’ έναν (ή και κανέναν) δυναμικό τόνο ανά λέξη (ή το πολύ σε δύο τόνους στα πολυσύλλαβα με «έγκλιση»), χρησιμότητα στον ελληνικό λόγο κράτησε μόνον η δήλωση του πραγματικού τόνου. Με όποιο σημάδι κι αν τον δηλώσουμε, σημασία έχει τι ακούμε και όχι τι βλέπουμε· ούτε η δασεία και η ψιλή ούτε η περισπωμένη και η βαρεία αλλάζουν την προφορά. Ο «Διάλογος» του Σολωμού και το ξεμπρόστιασμα των «σοφολογιότατων» είναι επίκαιρα και σήμερα. Τη λογοτεχνία και την εκδοτική παραγωγή δεν τη σώζουν ούτε οι ναρκισσευόμενοι τυπογράφοι της «στιγμής», ούτε οι ευφάνταστοι «τραγουδοποιοί» που ακούν, δήθεν, διαφορετικά τα πνεύματα και τους τόνους απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι.
Τη γλώσσα και τη λογοτεχνία δεν την υπηρετούν όσοι αναπαλαίωσαν μετά το 1980 κούφιες, πια, συνήθειες. Την υπηρετούν οι καλοί τεχνίτες του λόγου, ανεξάρτητα από το γραφικό σύστημα (π.χ. το λατινικό αλφάβητο το δόξασαν ο Χορτάτσης και τόσοι άλλοι, την ανορθογραφία την έκαναν σεπτή ο Μακρυγιάννης και ο Σολωμός). Σ’ αυτούς, τιμή και δόξα. Στους ευήθεις, «μωρίας έπαινος» και τίποτε άλλο.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σεβαστή η επιλογή χρήσεως
Το πολυτονικό αποτελεί αδιάσπαστο τμήμα τής ιστορίας και τής φυσιογνωμίας τού γραπτού λόγου τής Ελληνικής επί 20 περίπου αιώνες. Ως εκ τούτου, είναι σεβαστή η θέση όσων στα ατομικά τους κείμενα ή και σε ορισμένα είδη κειμένων (π.χ., λογοτεχνικών, φιλολογικών, επιστημονικών κ.ά.) επιλέγουν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό σύστημα. Ιδιαίτερα στον χώρο τής λογοτεχνίας η χρήση τού πολυτονικού δεν ανταποκρίνεται μόνο στη γραπτή παράδοση αλλά και στην αισθητική των λέξεων τού κειμένου, οι οποίες –όταν γράφονται πολυτονικά –δεν προσκρούουν στο οπτικό γλωσσικό αίσθημα και δεν «ενοχλούν» όσους έχουν εξοικειωθεί με αυτή τη μορφή τους.
Ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σεβαστή η επιλογή χρήσεως
Το πολυτονικό αποτελεί αδιάσπαστο τμήμα τής ιστορίας και τής φυσιογνωμίας τού γραπτού λόγου τής Ελληνικής επί 20 περίπου αιώνες. Ως εκ τούτου, είναι σεβαστή η θέση όσων στα ατομικά τους κείμενα ή και σε ορισμένα είδη κειμένων (π.χ., λογοτεχνικών, φιλολογικών, επιστημονικών κ.ά.) επιλέγουν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό σύστημα. Ιδιαίτερα στον χώρο τής λογοτεχνίας η χρήση τού πολυτονικού δεν ανταποκρίνεται μόνο στη γραπτή παράδοση αλλά και στην αισθητική των λέξεων τού κειμένου, οι οποίες –όταν γράφονται πολυτονικά –δεν προσκρούουν στο οπτικό γλωσσικό αίσθημα και δεν «ενοχλούν» όσους έχουν εξοικειωθεί με αυτή τη μορφή τους.
Ωστόσο, από γλωσσολογικής πλευράς σημαντική λόγω τής λειτουργίας της είναι μόνο η θέση τού τόνου (λήγουσα – παραλήγουσα – προπαραλήγουσα) και όχι η μορφή του (οξεία, βαρεία, περισπωμένη). Επομένως, οποιεσδήποτε αδυναμίες διαπιστώνονται στη γνώση και τη χρήση τής γλώσσας μας δεν προέρχονται από την κατάργηση τού πολυτονικού, όπως εξάλλου η καθιέρωση τού μονοτονικού δεν απέτρεψε την ύπαρξη τέτοιων αδυναμιών. (Ας σημειωθεί ότι και το καθιερωμένο μονοτονικό δεν είναι γλωσσολογικά άριστο…)
Τέλος, προσωπικά δεν πιστεύω ότι η μεμονωμένη χρήση τού μονοτονικού, όταν και όσο επιλέγεται, προοιωνίζεται και επιστροφή στο πολυτονικό. Θα ξαναπώ όμως ότι πρέπει να είναι απολύτως σεβαστή η επιλογή χρήσεως τού πολυτονικού για όσους το επιθυμούν, αφού η επιλογή τής μορφής τού κειμένου μας είναι μέρος του ευρύτερου δικαιώματος τής ελευθερίας τού λόγου.
Γεώργιος Παπαναστασίου
Επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη)
Η γλώσσα μας εξελίσσεται, δεν καταστρέφεται
Στη νέα ελληνική δεν υπάρχει καμιά διαφορά στην προφορά ενός φωνήεντος (ή μιας συλλαβής) που τονιζόταν παλιότερα με περισπωμένη ή με βαρεία και ενός που τονιζόταν με οξεία· ούτε υπάρχει διαφορά στην προφορά ενός φωνήεντος που σημαδευόταν παλιά με δασεία ή ψιλή. Ακόμη και στην αρχαία αττική διάλεκτο, που είχε διαφορές τόνων και πνευμάτων στην προφορά, η γραφή δεν χρησιμοποιούσε παρά μόνο το σύμβολο H για τον φθόγγο που ονομάζεται «δασύ πνεύμα» (h), και που τότε πράγματι προφερόταν. Περισπωμένη, βαρεία, οξεία, ψιλή, και δασεία όπως την ξέρουμε από την ελληνιστική εποχή και πέρα, είναι όλα νεότερα κατασκευάσματα.
Γεώργιος Παπαναστασίου
Επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη)
Η γλώσσα μας εξελίσσεται, δεν καταστρέφεται
Στη νέα ελληνική δεν υπάρχει καμιά διαφορά στην προφορά ενός φωνήεντος (ή μιας συλλαβής) που τονιζόταν παλιότερα με περισπωμένη ή με βαρεία και ενός που τονιζόταν με οξεία· ούτε υπάρχει διαφορά στην προφορά ενός φωνήεντος που σημαδευόταν παλιά με δασεία ή ψιλή. Ακόμη και στην αρχαία αττική διάλεκτο, που είχε διαφορές τόνων και πνευμάτων στην προφορά, η γραφή δεν χρησιμοποιούσε παρά μόνο το σύμβολο H για τον φθόγγο που ονομάζεται «δασύ πνεύμα» (h), και που τότε πράγματι προφερόταν. Περισπωμένη, βαρεία, οξεία, ψιλή, και δασεία όπως την ξέρουμε από την ελληνιστική εποχή και πέρα, είναι όλα νεότερα κατασκευάσματα.
Η επιμονή να γράφονται ή να εκδίδονται τα νεοελληνικά κείμενα στο «πολυτονικό» μπορεί, επομένως, να εξηγηθεί μόνο ως επιλογή που οφείλεται σε συναισθηματικούς λόγους (νοσταλγία μιας συγκεκριμένης γραφηματικής και γραμματικής «παράδοσης»). Αν όμως η επιλογή αυτή οφείλεται (και) σε ιδεολογικούς λόγους, στην πεποίθηση ότι η χρήση του μονοτονικού οδηγεί σε «απλούστευση» της γλώσσας, στην καταστροφή της, στον αφελληνισμό μας κτλ., και, γενικά, αν περικλείει οποιαδήποτε κινδυνολογία εναντίον της νέας ελληνικής, τότε η στάση αυτή είναι αντιεπιστημονική και γίνεται επικίνδυνη. Ας τονιστεί αυτό, επειδή η εγκατάλειψη του «πολυτονικού» εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ορισμένους ως μια από τις αιτίες μιας δήθεν σταδιακής καταστροφής της νέας ελληνικής. Η γλώσσα μας μπορεί να εξελίσσεται και να αλλάζει (όπως όλες), αλλά δεν καταστρέφεται, ούτε κινδυνεύει. Καμιά αλλαγή στον τρόπο γραφής δεν μπορεί να έχει καταστρεπτικές επιπτώσεις σε οποιαδήποτε γλώσσα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ