Οποιος είχε δει το έργο της στην πρόσφατη Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης σημείωνε νοερά το όνομά της. H ποιητική εγκατάσταση «Ευχαριστώ», μια γραφή στο πάτωμα που θύμιζε βοτσαλωτό εκκλησίας, είχε εμβαδόν 30 τ.μ., ήταν εξ ολοκλήρου από στάχτη και τα ντελικάτα ανάγλυφά της με τις διαφορετικές τονικότητες μαρτυρούσαν τη σκληρή δουλειά, την πειθαρχία, την υπομονή που είχε ο άνθρωπος που την είχε φιλοτεχνήσει. Στην έκθεση «Εκ Νέου –Μια νέα γενιά ελλήνων καλλιτεχνών» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ένας στρογγυλός κήπος με λουλούδια που έμοιαζαν να αναδύονται από στάχτη απλώς επιβεβαίωνε την αρχική εντύπωση. Ηταν η πολύ επιτυχημένη μετουσίωση μιας όμορφης σκέψης της: να φτιάξει «έναν κήπο που μπορείς να τον φυσήξεις και να διαλυθεί στον αέρα».
Τα πιο πρόσφατα νέα της 33χρονης εικαστικού, η οποία είναι συνεργάτις στο εργαστήριο του Νίκου Ναυρίδη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, είναι ότι της απονεμήθηκε στο Παρίσι το Πρώτο Βραβείο της Νεανικής Καλλιτεχνικής Σκηνής της Μεσογείου από τον νεοσύστατο οργανισμό HYam (Hydra for Artists of the Mediterranean). Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της γαλλίδας δημοσιογράφου Πολίν Σιμόν, σε συνεργασία με το Ιδρυμα-Fondation Jean-Luc Lagardere. Αφότου έκανε εκτενή έρευνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η κυρία Σιμόν κατέληξε σε 19 καλλιτέχνες, τέσσερις από αυτούς πέρασαν στην τελική φάση και στις 2 Ιουλίου η κριτική επιτροπή, με προεδρεύοντα τον διευθυντή του Πομπιντού, επέλεξε τη Μαρία Τσάγκαρη. Σημειωτέον ότι η κυρία Σιμόν δεν επεδίωξε να γνωρίσει τους καλλιτέχνες προτού γίνει η τελική επιλογή τους.

«Είναι πολύ συγκινητικό να είσαι έλληνας καλλιτέχνης, δηλαδή να μην υπάρχεις σε έναν παγκόσμιο χάρτη, και να σου έρχεται ένα πρωί ένα e-mail από μια γυναίκα η οποία σου λέει: «Πιστεύω πάρα πολύ στους νέους έλληνες καλλιτέχνες και θέλω να τους βοηθήσω»»
διηγείται η Μαρία Τσάγκαρη. Εχει μόλις γυρίσει από το Παρίσι, είναι ενθουσιασμένη για την επιτυχία της, πρόκειται εξάλλου για μια πολύτιμη επιβράβευση η οποία συνοδεύεται από το ποσό των 10.000 ευρώ, ταυτόχρονα όμως είναι απόλυτα γειωμένη στην πραγματικότητα της χώρας όπου ζει. «Τα χρήματα αυτά θα τα επενδύσω στα επόμενα πρότζεκτ μου» λέει η Τσάγκαρη, η οποία βιοπορίζεται από τα 18 της ως καθηγήτρια Σχεδίου στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Γεννημένη στον Πειραιά, προχωράει σταθερά και αριστεύει σε κάθε βήμα της. Η ιδιοσυγκρασία της αποτυπώνεται στις απόλυτα συνειδητές επιλογές σπουδών της. Συντήρηση και Αποκατάσταση Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης και Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Δηλαδή, ικανότητα για υπομονή και επιμονή στη λεπτομέρεια αλλά και για δημιουργικό πέταγμα. Μια πολύ ιδιαίτερη σύζευξη με άκρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Στην έκθεση «Rooms 2013» στο ξενοδοχείο «St George Lycabettus» προσκάλεσε δέκα εικαστικούς για να ράψουν όλες μαζί από το πρωί ως τα επόμενα ξημερώματα ένα πέπλο από ολόφρεσκα λουλούδια. Οταν έρχονταν οι επισκέπτες της έκθεσης έκοβε με ένα ψαλίδι λίγα και τους τα προσέφερε. Μια ολόφρεσκη γυναίκα και η ίδια που αγαπά το εύθραυστο και το εφήμερο, που κοπιάζει ώρες ατέλειωτες για να δημιουργήσει και που στο τέλος έρχεται να διατρανώσει την απόλυτη πίστη της στη ματαιότητα του κόπου της. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η αγάπη της για τα προσωρινά υλικά αλλά και για τη βραχύτητα ζωής που έχουν τα έργα της; Οσον αφορά μάλιστα τις εγκαταστάσεις από στάχτη, μετά το τέλος των εκθέσεων συλλέγει την πρώτη ύλη τους μέσα σε γυάλινα μπουκάλια. «Ας πούμε ότι ήταν η επανάστασή μου μετά τη Συντήρηση Εργων Τέχνης» αστειεύεται. «Μα αυτό δεν συμβαίνει στη ζωή; Τίποτε δεν κρατάει για πάντα. Προσωπικά με γοητεύει η αδυνατότητα παραμονής του έργου στον χώρο και στον χρόνο. Κρατάει όσο είσαι εκεί και το βλέπεις. Ετσι η τέχνη αποκτά και έναν χαρακτήρα περφόρμανς. Επειτα όλη η τέχνη κάνει έναν διαρκή διάλογο με τον θάνατο. Γι’ αυτό μου αρέσει η στάχτη, γιατί μεταμορφώνω την έσχατη κατάληξη της ύλης, το τέλος της».
Βέβαια, υπό μία έννοια, τα έργα της Τσάγκαρη δεν παύουν να υπάρχουν, βρίσκονται σε μια «συνεχή ροή, σε έναν κύκλο χωρίς αρχή, μέση, τέλος», όπως λέει η ίδια. Γιατί η στάχτη που χρησιμοποιεί, τα αποθέματά της από ξύλα που έκαιγε στο τζάκι της επί έναν χρόνο, επαναχρησιμοποιείται στα επόμενα έργα της, οπότε «κάθε τέλος γίνεται τελικά μια αφετηρία». Το «Ευχαριστώ» γίνεται το «Για μια κοινωνία των απόντων» ειδικά για το Πεδίο Δράσης Κόδρα του 2012, το οποίο ξαναγίνεται το «Ευχαριστώ» ειδικά για την Μπιενάλε, το οποίο γίνεται το «Οne more garden, one more circle» για το ΕΜΣΤ. Οσο για την ερμηνεία τους, αυτή συνδέεται με την έννοια «της προσφοράς, της ευχαριστίας, της εμπιστοσύνης και ιδίως της πίστης στο ανέφικτο». Το «Ευχαριστώ» έχει ευκρινώς την αφετηρία του στο τάμα, έναν τομέα στον οποίο η Τσαγκάρη εντρύφησε όσο φοιτούσε στο Μεταπτυχιακό Εικαστικών Τεχνών της Καλών Τεχνών. «Τη στιγμή που πιάνεις στα χέρια σου ένα τάμα έρχεσαι σε επαφή με το δράμα ενός αγνώστου και αυτό για μένα είναι πολύ συγκινητικό. Η προσήλωση και η συγκέντρωση όμως που απαιτούν έργα σαν το «Ευχαριστώ» ανοίγουν έναν διάλογο ανάμεσα σε πνευματικότητα και τέχνη που έρχεται πολύ κοντά σε μια ανατολική φιλοσοφία με αναφορές στην πρακτική μάνταλα (σημαίνει κύκλος) των θιβετιανών μοναχών οι οποίοι δημιουργούν γεωμετρικά σχέδια από χρωματιστή άμμο αλλά και στα έργα ζωγραφικής με άμμο των Ινδιάνων Ναβάχο».
Και όμως υπάρχει αναμφίβολα μια ελληνικότητα στην τέχνη της. Τα μοτίβα της μοιάζουν βγαλμένα από τη λαϊκή παράδοση, θυμίζουν ξυλόγλυπτα έργα, τα λουλούδια της φέρνουν στο μυαλό επιταφίους. «Η ελληνικότητα εισέρχεται ως στοιχείο στα έργα μου αλλά δεν έχω προσπαθήσει να την επιβάλω ηθελημένα. Υπάρχει μέσα μου, δεν μπορώ να την αποβάλω και δεν θέλω να την αποβάλω. Τι άλλο να γίνω αφού αυτό είμαι; Πρέπει να συμβιβαστούμε με αυτό που είμαστε και με την καταγωγή μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ