Ο Γιάννης Φέρτης πρωτόπαιξε στην Επίδαυρο το 1990 με το Αμφι-Θέατρο. Εκτός από τη συνεργασία του με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, δούλεψε στο αρχαίο δράμα και με τον Πέτερ Στάιν. Είχε προηγηθεί ο Γιώργος Θεοδοσιάδης (στο ΚΘΒΕ). Από την προσεχή Τετάρτη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Νικαίτης Κοντούρη, θα είναι ο Δαρείος στους «Πέρσες» του Αισχύλου που ανεβάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε περιοδεία και στην Επίδαυρο. Πρόκειται για μια τραγωδία ιδωμένη από τη σκοπιά των ηττημένων και έναν ρόλο που έρχεται από τον άλλο κόσμο… Για αυτά αλλά και για άλλα πολλά μιλάει στο «Βήμα» ο ηθοποιός με την τόσο χαρακτηριστική φωνή που δύσκολα πιστεύει ότι είναι στο θέατρο πάνω από μισόν αιώνα…
Πενήντα πέντε χρόνια θέατρο. Μετανιώσατε ποτέ, κύριε Φέρτη;
«Κι αν ξαναγεννιόμουνα, ηθοποιός θα ξαναγινόμουν. Είναι μια απόφαση που πήρα στα δεκάξι μου, οριστική, απόλυτη. Θυμάμαι ήμουν σε κατάσταση τρέλας, δεν άφηνα παράσταση για παράσταση στο Τέχνης και στο Εθνικό».
Τι καθόρισε την επιλογή σας;
«Στα δέκα τέσσερα είδα μια γαλλική κωμωδία με τη Συνοδινού και τον Ηλιόπουλο στο Rex. Αυτό ήταν. Θυμάμαι πως όταν άκουγα ότι το Τέχνης δεν είχε λεφτά για παραστάσεις, έλεγα «αχ, και να ‘χα 300.000 δραχμές να τις δώσω στον Κουν». Κι ήμουν μόλις 17…».
Παραμένει αυτή η βαθιά αγάπη μέσα σας;
«Φυσικά. Από τότε που βγήκα στο θέατρο ένιωθα και νιώθω συγκινήσεις στις παραστάσεις, στις πρόβες, στις γενικές δοκιμές… Τη συγκίνηση όμως της εφηβείας μου, προτού γίνω ηθοποιός, δεν την ξαναβρήκα ποτέ. Ποτέ».
Εχετε πάντα διάθεση για μία ακόμη παράσταση, για έναν ακόμη ρόλο;
«Είναι φορές που πράγματι δεν έχω τη διάθεση να παίξω… Τότε είναι που βάζω στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο, κάτι που λειτουργεί πάντα. Λέω λοιπόν στον εαυτό μου: «Για σκέψου σε αυτή την παράσταση να είναι από κάτω ένα παιδί όπως εσύ τότε…»».
Τι είναι αυτό που κάνει τελικά έναν ηθοποιό να έχει διάρκεια;
«Νομίζω ότι είναι θέμα χαρακτήρα. Τώρα πια, παραφράζοντας τον Δαρείο, αναρωτιέμαι για πόσο καιρό θα παίζω ακόμη –πλησιάζει ο θάνατος και η δόξα τους νεκρούς διόλου δεν ωφελεί».
Η υστεροφημία;
«Ούτε αυτό με απασχολεί… Θαύμαζα τη Βάσω Μανωλίδου, αυτή τη σπουδαία ηθοποιό. Κι όμως υπάρχουν σήμερα ακόμη και ηθοποιοί που δεν την πολυξέρουν».
Εχετε καταλάβει γιατί ξεχωρίσατε;
«Τι να σας πω εγώ. Φαντάζομαι ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη χρονιά μου στο Τέχνης ο Κουν διάλεξε τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τη Λήδα Πρωτοψάλτη κι εμένα για να πάρουμε άδεια επαγγέλματος νωρίτερα. Με πρόεδρο της επιτροπής τον Μινωτή. Και αυτό λέει πολλά».
Θα έπαιξε ρόλο και η εμφάνισή σας φαντάζομαι…
«Μάλλον. Οπως και η φωνή μου. Κι ακόμη παίζουν ρόλο και η εμφάνιση και η φωνή… Εγώ όμως γουστάρω τον καλό ηθοποιό, εκείνον που με συγκινεί, όμορφο ή άσχημο, δεν με νοιάζει καθόλου».
Κύριε Φέρτη, είχατε την επιθυμία να παίξετε τον Δαρείο;
«Ομολογώ ότι ούτε το είχα σκεφθεί ποτέ. Ξέρετε, από τότε που σταμάτησα να έχω θίασο και να κάνω παραγωγές, από τότε που σταματήσαμε μαζί με την Ξένια (σ.σ.: Καλογεροπούλου), δεν σκέφτομαι ούτε ρόλους ούτε έργα».
Πώς γίνεται ένας ηθοποιός να μην ονειρεύεται ρόλους;
«Κι όμως. Εκτοτε δεχόμουν και δέχομαι προτάσεις».
Στην περίπτωση τώρα των «Περσών» δεν σας επηρέασαν το είδος και, κυρίως, ο χώρος, η Επίδαυρος;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ορίζω διαφορετικά την Επίδαυρο ή το αρχαίο δράμα. Είναι θέατρο. Ωστόσο παίζοντας αρχαίο δράμα αισθάνεσαι μεγαλύτερη ανασφάλεια, μεγαλύτερη ευθύνη. Βρέθηκα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο το 1990 με το Αμφι-Θέατρο και την «Ορέστεια». Ομολογώ ότι η αγωνία εκείνης της πρεμιέρας με ακολουθεί. Ο χώρος είναι που σου δημιουργεί δέος. Ο χώρος και ο πολύς κόσμος».
Δεχθήκατε τελικά την πρόταση για τον Δαρείο…
«Πριν πω το «ναι», φυσικά και ξαναδιάβασα το έργο, ενώ ζήτησα και από τη σκηνοθέτρια, τη Νικαίτη Κοντούρη, μία εβδομάδα να το σκεφθώ. Είναι ένα σπουδαίο έργο και ένας τόσο σπουδαίος ρόλος, με ενδιαφέρον. Αν και πιστεύω ότι όλοι οι ρόλοι έχουν ενδιαφέρον. Οι «Πέρσες» στηρίζονται πολύ στον Χορό, στους γέροντες».
Πρόκειται για ένα έργο αντιπολεμικό…
«Αντιπολεμικό. Αντιπολεμικό. Εχει πολύ ενδιαφέρον ότι ο Αισχύλος ήταν πολεμιστής στη μάχη της Σαλαμίνας αλλά και παρατηρητής. Δέκα χρόνια μετά ανέβηκε αυτή η τραγωδία με τον πολύ έξυπνο τρόπο να δείξει τι συνέβη μέσα από τα μάτια και τα λόγια των Περσών, των ηττημένων».
Ας επιστρέψουμε στον ρόλο σας…
«Ο Δαρείος φάσκει και αντιφάσκει. Κάποια στιγμή μέσα στον μονόλογό του λέει ότι ανησυχεί μήπως ο μόχθος και ο πολύς πλούτος του γίνουν ανάρπαστοι στα χέρια των άλλων… Ενώ κλείνει τον μονόλογό του λέγοντας ότι «Τα πλούτη στους νεκρούς δεν ωφελούν»».
Και ο Ξέρξης;
«Ο Ξέρξης είναι ένας αλαζόνας και φιλόδοξος, όπως είναι το 99% των ανθρώπων που έχουν εξουσία. Ο πατέρας του ο Δαρείος, όταν βγαίνει από τον τάφο, έχει ξεχάσει ότι ήταν και ο ίδιος αλαζόνας. Καταφέρεται εναντίον της αλαζονείας τώρα, ενώ όταν ζούσε ήταν κι ο ίδιος έτσι. Ο τρόπος που μιλάει είναι σαν να προβλέπει κι άλλες συμφορές».
Είναι οι πολιτικοί μας σαν τον Ξέρξη;
«Ξέρξης δεν είναι μόνον ο πολιτικός γύρω μας. Ξέρξης είναι και ο πολίτης. Ξέρξης είναι όποιος έχει μια εξουσία, ο θιασάρχης στο θέατρο, ακόμη και το αφεντικό σε ένα μαγαζί. Η αλαζονεία υπάρχει παντού γύρω μας. Το θέμα λοιπόν είναι πώς τη χειρίζεσαι».
Φταίμε όλοι;
«Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Αλλες έχει ο πολιτικός ή ο ανώτατος στρατιωτικός και άλλες κάθε πολίτης. Αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε τα πράγματα που έχουμε κάνει εμείς οι ίδιοι. Να μην τα ρίχνουμε όλα στους άλλους. Γιατί ακόμη κι αυτό που λέμε ότι μόνο οι πολιτικοί φταίνε, αυτό δεν δείχνει;».
Δεν χρειαζόμασταν την κρίση για να αλλάξουμε
Μια παράσταση ή ένα βιβλίο μπορεί να επηρεάσει;
«Οχι, δεν νομίζω ότι η τέχνη μπορεί να βοηθήσει… Ακόμη κι εμείς οι ηθοποιοί που διαβάζουμε τόσα κείμενα και λέμε ωραία λόγια, τις πιο πολλές φορές φεύγοντας από το θέατρο τα έχουμε ξεχάσει –όπως και τα διδάγματα ενός έργου. Θυμάμαι στη Χούντα, που ήθελα να μπαίνω στη μέση και να υπερασπίζομαι όσους χτυπούσαν οι αστυνομικοί, ύστερα από λίγη ώρα με προβλημάτιζε το θέατρο και ποιο έργο θα ανεβάσουμε. Κάποιοι φυσικά έκαναν πραγματική αντίσταση –και κάποιοι άλλοι, δήθεν αντίσταση. Εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα».
Η κρίση ξύπνησε τη διάθεση φιλανθρωπίας μέσα μας, λένε. Τη χρειαζόμασταν την κρίση;
«Η φιλανθρωπία, πράγματι, έχει μια δόση αληθείας στις μέρες μας. Μας έχει δημιουργήσει ένα συναίσθημα να βοηθάμε. Και το κάνουμε –κι εγώ το κάνω. Αλλά όχι, δεν πιστεύω ότι χρειαζόμασταν την κρίση για να αλλάξουμε και να βελτιωθούμε. Πόσες και πόσες φορές η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε ή δεν έφτασε στα όρια της χρεοκοπίας, αλλά μυαλό δεν βάλαμε; Ποτέ άλλωστε δεν βγήκαν οι πολιτικοί, για μικροπολιτικούς λόγους, φαντάζομαι, να μας πούνε τα πράγματα ως έχουν».
πότε & πού:
Πρεμιέρα: Τετάρτη, 16 Ιουλίου, Θεσσαλονίκη (Θέατρο Δάσους), στις 21.00.Παραστάσεις ως τις 19/7. Ακολουθεί περιοδεία. Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: 15 & 16 Αυγούστου
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Πέρσες» του Αισχύλου από το ΚΘΒΕ.
Μετάφραση: Πάνος Μουλλάς.
Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη.
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας.
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ.
Μουσική: Σοφία Καμαγιάννη.
Χορογραφία: Κώστας Γεράρδος.
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος.
Παίζουν: Γιάννης Φέρτης – Ακης Σακελλαρίου – Λάζαρος Γεωργακόπουλος – Γιώργος Κολοβός κ.ά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ