Επιφανειακά η εκλογή του 58χρονου γερμανού Σοσιαλιστή Μάρτιν Σουλτς ως προέδρου του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι μια προσωπική επιτυχία του και αποτέλεσμα μιας «τυπικής δημοκρατικής διαδικασίας», κατά τη διατύπωση του (σοβαρά ενοχλημένου) βρετανικού «Economist». Αν όμως εξετάσει κανείς σε βάθος αυτή την εκλογή, θα ανακαλύψει ότι μάλλον είναι αποτέλεσμα ενός πολυδαίδαλου «ντιλ» με απόηχους που δεν θα περιορίζονται στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά θα φτάνουν και θα επηρεάζουν πολιτικές φυσιογνωμίες και κομματικές πολιτικές σε αρκετές χώρες της Ευρώπης –στη Γερμανία, κατά κύριο λόγο.
Οταν στις αρχές του περασμένου Μαρτίου διοχετεύθηκε από το Στρασβούργο πρώτα και επιβεβαιώθηκε από τις Βρυξέλλες αργότερα ότι ο Μάρτιν Σουλτς θα διεκδικήσει την προεδρία του νέου Ευρωκοινοβουλίου, το Βερολίνο βρέθηκε σε αμηχανία και αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Η Γερμανία, δηλαδή η Χριστιανοδημοκράτισσα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, θα υποστήριζε έναν Σοσιαλιστή; Αλλά θα μπορούσε να μην υποστηρίξει έναν Γερμανό για το σπουδαίο αυτό πόστο; Αν τον υποστήριζε, η εκλογική βάση της, ιδιαίτερα στη Βαυαρία, θα αντιδρούσε. Και της το διεμήνυσε με αρκετή ειρωνεία ο κεντροαριστερός δήμαρχος του Μονάχου Ντίτερ Ράιτερ. Αν τον αγνοούσε, θα ξεσηκώνονταν όλοι οι Γερμανοί, με πρώτους τους περιθωριακούς της Αριστεράς και της Δεξιάς.
Οι Χριστιανοδημοκράτες δεν είχαν πρόβλημα υποψηφίου για τον πρόεδρο της Κομισιόν ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είχε ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη του Σοσιαλιστή γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ και δεν υπήρχε άλλος στον πολιτικό ορίζοντα των Βρυξελλών. Υπήρχε όμως μια «νάρκη» στο Βερολίνο. Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ήθελε και να διασφαλίσει για τη σοσιαλιστική παράταξη το «πιο υψηλό πόστο στην Ευρώπη». Αν για κάποιον λόγο ο Σουλτς δεν εξασφάλιζε τη θέση, θα έπρεπε να λάβει κάποια άλλη. Αρχικά έγινε σκέψη να αναλάβει αντιπρόεδρος της Κομισιόν, με πρόεδρο της επιλογής των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά αυτό εγκαταλείφθηκε όταν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αρνήθηκε να το δεχθεί. Ηταν αυτή η «άρνηση» του Γιούνκερ που οδήγησε την κυρία Μέρκελ να φανεί δημόσια ότι «δεν είναι απόλυτα βέβαιη» για την υποστήριξη της χριστιανοδημοκρατικής παράταξης στον Γιούνκερ. Τα χρηματιστήρια της Φρανκφούρτης και του Παρισιού υποχώρησαν ενώ του Λονδίνου –όπου ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δημοκοπούσε εναντίον του Γιούνκερ –κέρδισε σχεδόν δύο εκατοστιαίες μονάδες.
Ως μέση λύση «αναγνωρίστηκε» από όλους τους ενδιαφερομένους ότι ένα από τα ισχυρά χαρτοφυλάκια της Κομισιόν έπρεπε να δοθεί –τυπικά από τον Γιούνκερ, στην πραγματικότητα από τη συντηρητική παράταξη –σε πρόσωπο το οποίο δεν θα ήταν απαραίτητα Γερμανός αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να ήταν της επιλογής των (γερμανών) Σοσιαλιστών. Κάποιες επικριτικές παρατηρήσεις από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι – ο οποίος αποχωρεί τον Νοέμβριο –έπεσαν στο κενό.
Αυτό το δεύτερο «ντιλ» έπρεπε να μείνει μυστικό. Αλλά δεν έμεινε ούτε τρεις εβδομάδες. Στη συνάντηση των ευρωπαίων σοσιαλιστών ηγετών στη Νότια Γαλλία τον περασμένο μήνα ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ άκουσε πολλά παράπονα από τους συντρόφους του για την «περιθωριοποίηση της παράταξης» στην Ευρώπη. Τους καθησύχασε αποκαλύπτοντας ότι «και στην Κομισιόν» θα υπάρχει σοσιαλιστική παρουσία. Αφησε να εννοηθεί ότι θα εξασφαλίσει το χαρτοφυλάκιο του επιτρόπου για την Οικονομία. Αυτό άναψε φωτιά στο Παρίσι. Ο Φρανσουά Ολάντ είχε κατοχυρώσει, όπως πίστευε, αυτό το χαρτοφυλάκιο για «άνθρωπό του» –μάλιστα το είχε διαμηνύσει στον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, ίσως και σε άλλους Ευρωπαίους. Διαμαρτυρήθηκε τηλεφωνικά στην Ανγκελα Μέρκελ, η οποία, όπως υποστηρίζει ο «Spiegel», αγνοούσε τα όσα είχε αποκαλύψει ο Γκάμπριελ. Δεν είναι γνωστό τι του απάντησε η καγκελάριος, κάποιοι υπαινιγμοί όμως που έγιναν από τον Στέφεν Κάμπετερ, τον Χριστιανοδημοκράτη υφυπουργό Οικονομικών, δεν πρέπει να έχουν καθησυχάσει τον γάλλο πρόεδρο. Είναι πολύ νωρίς «να μιλήσουμε για πρόσωπα» που θα αναλάβουν τα σημαντικά χαρτοφυλάκια στην Κομισιόν, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα.
Με την υποψηφιότητα Σουλτς προέκυψε εδώ και καιρό ένα ακόμη πρόβλημα για την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ. Κινδύνευε η συγκυβέρνησή της. Η συμφωνία το περασμένο φθινόπωρο με τον ηγέτη των γερμανών Σοσιαλιστών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ για τον δικομματικό «μεγάλο συνασπισμό» έκλεισε μόνο όταν η κυρία Μέρκελ δέχθηκε να υποστηρίξει έναν Σοσιαλιστή υποψήφιο για την προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου. Εβαλε όμως και έναν όρο: ότι ο Σοσιαλιστής πρόεδρος θα παρέμενε μόνο για δυόμισι χρόνια, το μισό της θητείας της νέας Ευρωβουλής. Για το άλλο μισό θα ανελάμβανε πρόεδρος Χριστιανοδημοκράτης. Ετσι «χρυσώθηκε το χάπι» για τους σκληρούς οπαδούς της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ