Την εικόνα της χωλαίνουσας ελληνικής Δικαιοσύνης σε σχέση με άλλα δικαστικά συστήματα κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτυπώνει σχετική μελέτη (EU Justice Scoreboard) που εκπονήθηκε από την Κομισιόν, βασισμένη σε στοιχεία από τη CEPEJ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης.
Στην εκπνοή της ελληνικής προεδρίας η μελέτη αυτή δίνει στίγμα διόλου κολακευτικό για τη χώρα κατατάσσοντάς την στις τελευταίες, ενίοτε και την τελευταία, θέσεις σε πλείστους όσους πίνακες αξιολόγησης για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με πυρήνα την εκδίκαση αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων, η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα εμφανίζεται να παραπαίει: καθυστερεί σε σημείο αρνησιδικίας, αγγίζει ένα μικρό ποσοστό μόνον των επίδικων υποθέσεων, βαρύνεται με –μη διαχείρισιμο –«στοκ» δικών και, το κυριότερο, δεν είναι τόσο ανεξάρτητη όσο θέλει να φαίνεται. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των δικαστών δεν είναι μικρός, υπερβαίνει μάλιστα αντίστοιχους μεγάλων χωρών, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, και ο αριθμός των δικηγόρων είναι ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ενωση (η Γερμανία έχει λιγότερους), εν τούτοις η κατάσταση δεν σώζεται.
Επιδεινούμενοι προϋπολογισμοί για τα δικαστήρια, ισχνά τεχνολογικά μέσα (τώρα αναμένεται η υπογραφή των συμβάσεων ως προς τους διαγωνισμούς για τη μηχανοργάνωση για τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια), ελλιπής κατάρτιση δικαστών σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου, εν γένει χαρακτηριστικά που δεν συνθέτουν εικόνα επάρκειας και αποτελεσματικότητας για το σύστημα της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Τα ενθαρρυντικά σημεία είναι λιγοστά: πρώτον, υπάρχει σύστημα με αντανακλαστικά, το κράτος είναι με άλλα λόγια ικανό να καταγράψει δυσλειτουργίες, να παρακολουθήσει την πορεία τους, προϋπόθεση για να τις «θεραπεύσει». Δεύτερον, σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από δικομανία αρχίζουν να διαφαίνονται και άλλοι δρόμοι επίλυσης των διαφορών, όπως η διαιτησία και η διαμεσολάβηση. Η σχετική κατάταξη της Ελλάδας στην πέμπτη θέση αντανακλά, αν μη τι άλλο, την εκκόλαψη νέας νοοτροπίας που μπορεί στο απώτερο μέλλον να οδηγήσει σε δικαστήρια με λιγότερο φόρτο και άρα σε λογικότερους χρόνους απονομής Δικαιοσύνης. Και, τρίτον, η κατάσταση στα διοικητικά δικαστήρια έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά ύστερα από τη θέσπιση νόμων το 2012: πίνακας εμφανίζει τη χώρα πρώτη ως προς το ποσοστό των επιλυμένων σε πρώτο βαθμό διοικητικών υποθέσεων.
Το «εργαλείο» της Κομισιόν και οι αντιδράσεις
Η μελέτη που παρουσιάζει «Το Βήμα» δεν θεωρείται ανώδυνη στο ευρωπαϊκό πεδίο καθώς πλήττει την εικόνα δικαστικών συστημάτων πολλών κρατών-μελών πέραν αυτού της Ελλάδας. Οι αντιδράσεις που κατεγράφησαν κατά την κοινοποίηση της πρώτης μελέτης το 2013 ήταν και πολλές και έντονες (π.χ., από την Ισπανία και την Πολωνία), με κάποιες χώρες, η Αγγλία φέρ’ ειπείν, να μη δέχονται καν να παράσχουν στοιχεία. Στα βασικά επιχειρήματα όλων όσοι αντιδρούν συγκαταλέγεται η ποσοτικοποίηση στοιχείων που απαρτίζουν τα δικαστικά συστήματα, στις αποφάσεις των οποίων θεωρείται προεξάρχον το ποιοτικό στοιχείο, αλλά και η σύγκριση μεταξύ ανόμοιων δικαστικών συστημάτων, που έχουν διαφορετική δομή (π.χ., στην Αγγλία δεν υπάρχουν διοικητικά δικαστήρια) και σαφώς δεν εμφορούνται από την ίδια κουλτούρα. Λανθάνοντες φόβοι σχετίζονται και με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων και προστίμων προοπτικά στο μέλλον που θα βασίζονται στα στοιχεία αυτά.
Η Κομισιόν βεβαίως επιμένει ότι η εν λόγω μελέτη δεν συνιστά παρά εργαλείο που μπορεί να χρησιμεύσει στη μεταρρύθμιση των δικαστικών συστημάτων στα κράτη-μέλη, ενώ καθιστά σαφές ότι δεν πριμοδοτεί κανένα από αυτά αξιολογώντας στεγνά την επάρκεια, την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα ενός εκάστου. Η ελληνική προεδρία και ειδικά το υπουργείο Δικαιοσύνης έπαιξε –κατά πληροφορίες –εξισορροπητικό ρόλο συντάσσοντας ένα κείμενο-συμφωνία με αποχρώσεις στο οποίο υπογραμμίζεται σαφώς ότι «κάθε δικαστικό σύστημα έχει εξελιχθεί στο δικό του ιστορικό πλαίσιο» αλλά και την ανάγκη «να καταβληθεί κάθε προσπάθεια σεβασμού των εθνικών συνταγμάτων, των πολιτισμών και των δικαστικών παραδόσεων».
«Η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει, είναι πολλά ακόμη αυτά που πρέπει να γίνουν» σχολίασε χαρακτηριστικά η κυρία Ρέντινγκ. «Ανεξάρτητα, γρήγορα δικαστικά συστήματα κερδίζουν την εμπιστοσύνη του επενδυτή. Το εργαλείο αυτό άλλωστε χρησιμεύει για να διαπιστώνουμε αν η Δικαιοσύνη παρέχει το καλύτερο δυνατό περιβάλλον, το ασφαλέστερο, για επενδύσεις».
Βίβιαν Ρέντινγκ: «Η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει»
Σε συνομιλία που είχε «Το Βήμα» με την αντιπρόεδρο της Κομισιόν και τέως (έληξε η θητεία της πριν από λίγες ημέρες) επίτροπο Δικαιοσύνης κυρία Βίβιαν Ρέντινγκ κατά την επίσκεψή της στην Ελλάδα η ίδια έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξιολόγηση του Justice Scoreboard τονίζοντας ότι συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη βελτίωσης του δικαστικού συστήματος με στόχο την ανάπτυξη.
«Η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει, είναι πολλά ακόμη αυτά που πρέπει να γίνουν» σχολίασε χαρακτηριστικά η κυρία Ρέντινγκ. «Ανεξάρτητα, γρήγορα δικαστικά συστήματα κερδίζουν την εμπιστοσύνη του επενδυτή. Το εργαλείο αυτό άλλωστε χρησιμεύει για να διαπιστώνουμε αν η Δικαιοσύνη παρέχει το καλύτερο δυνατό περιβάλλον, το ασφαλέστερο, για επενδύσεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ