Το γεγονός στον «Ερασιτέχνη ζιγκολό», την τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζον Τορτούρο η οποία από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες, δεν είναι τόσο η ίδια η ταινία, όσο το ότι ο Γούντι Αλεν είναι ένας από τους δύο πρωταγωνιστές της.
Το γεγονός στον «Ερασιτέχνη ζιγκολό», την τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζον Τορτούρο η οποία από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες, δεν είναι τόσο η ίδια η ταινία, όσο το ότι ο Γούντι Αλεν είναι ένας από τους δύο πρωταγωνιστές της. Τα τελευταία χρόνια ο δημοφιλής ηθοποιός και σκηνοθέτης εμφανίζεται ελάχιστα μπροστά στον φακό, πόσω μάλλον σε ταινίες που δεν είναι δικές του, όπως συμβαίνει εδώ. Στον «Ερασιτέχνη ζιγκολό» υποδύεται έναν πολυμήχανο Εβραίο του Μπρούκλιν, ο οποίος αποφασίζει να μετατρέψει τον καλύτερό του φίλο (Τορτούρο) σε ζιγκολό για να μοιραστεί μαζί του τα κέρδη. Οι κοινές εμπειρίες τους είναι η ψυχή της ταινίας και τα παζάρια του Αλεν για λογαριασμό του πελάτη του βγάζουν το περισσότερο γέλιο.
Στην πενηντάχρονη κινηματογραφική καριέρα του ο 79χρονος σήμερα δημιουργός έχει εμφανιστεί σε ελάχιστες ταινίες τις οποίες δεν σκηνοθέτησε ο ίδιος. Και όμως, πολύ πριν από τη σκηνοθεσία με την οποία ασχολείται από το 1968 με το «Πάρε τα λεφτά και τρέχα», το γράψιμο και η έκθεση, η ηθοποιία, ήταν τα δυο στοιχεία που βοήθησαν τον Γούντι Αλεν να γίνει διάσημος. Είναι γνωστό ότι ο Αλεν αισθάνεται πολύ πιο άνετα όταν έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις ταινίες. Μάλιστα, η πρώτη κινηματογραφική εμπειρία του, το «Χαρέμι για δύο» (1965) των Κλάιβ Ντόνερ και Ρίτσαρντ Τάλματζ (γνωστή και ως «Τι νέα, ψιψίνα;») έδωσε στον Αλεν να καταλάβει ότι για να πετύχει στον κινηματογράφο θα έπρεπε να έχει απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Το σενάριο στο «Χαρέμι για δύο» ήταν του ίδιου του Αλεν, ο οποίος επρόκειτο να κρατήσει έναν μικρό ρόλο αφήνοντας εκείνον του πρωταγωνιστή στον Γουόρεν Μπίτι. Ο τελευταίος όμως απομακρύνθηκε από την παραγωγή όταν ένιωσε ότι ο ρόλος του είναι υποβαθμισμένος και αντικαταστάθηκε από τον Πίτερ Σέλερς, ο οποίος απαίτησε περισσότερους διαλόγους και όλες τις κωμικές σκηνές πάνω του.
Το απροσάρμοστο αστέρι
Οταν ο Αλεν Στιούαρτ Κίνγκσμπεργκ εκδιώχθηκε ως «απροσάρμοστος» από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το City College της ίδιας πόλης («αυτά τα μέρη σού έδιναν την αίσθηση ότι κολυμπάς μέσα σε έναν λασπερό λάκκο με χέλια» θα έλεγε αργότερα) έπιασε δουλειά σε νάιτ κλαμπ και μπιστρό του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Είχε ήδη την εμπειρία του γραψίματος γιατί από 15 ετών έστελνε ατάκες για στήλες κουτσομπολιών. Και πληρωνόταν καλά.
Αργότερα άρχισε να γράφει ατάκες για σόου της τηλεόρασης και θα χρειαζόταν να παρέμβουν δύο ατζέντηδες ώστε να τον πείσουν ότι θα έπρεπε να λέει ο ίδιος τα αστεία που έγραφε. Δεν ήταν κάτι που ο αγοραφοβικός Αλεν ήθελε. Ο τρόμος μπροστά στο ζωντανό κοινό ήταν τέτοιος που τον ανάγκαζε να κλείνει τα αφτιά του στα χειροκροτήματα. Αργότερα τα διηγήματά του έμελλε να αποκτήσουν μεγάλη εκδοτική επιτυχία στις συλλογές «Πάτσι», «Παρενέργειες», «Χωρίς φτερά» και «Σκέτη αναρχία» που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις ΒΕLL.
Το απόλυτο σχολείο
Για τη δουλειά του ως κωμικού της stand up κωμωδίας ο Αλεν σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις του δεν σταμάτησε να λέει ότι είναι το απόλυτο σχολείο για κάθε κωμικό. «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος» επεσήμανε αργότερα στο «Playboy» μνημονεύοντας τις εποχές που εμφανιζόταν αμισθί στο Duplex (σημειωτέον υπήρξε ο ίδιος και συνεργάτης του «Playboy» όπως και άλλων εντύπων). Τόσο τα έξοδα του ταξί όσο και ο ρουχισμός του επιβάρυναν τον ίδιο. Ο πρώτος μισθός του στο Duplex ήταν 75 δολάρια την εβδομάδα στο Bitter End του Βίλατζ. «Εναν χρόνο αργότερα μπόρεσα να κερδίσω αύξηση. 76 δολάρια. Αλλά εξακολουθούσα να πληρώνω ο ίδιος το ταξί».
Σε μία από τις πολλές συναντήσεις μου μαζί του τον είχα ρωτήσει αν επιθυμεί την εποχή της strand up κωμωδίας. «Οχι» ήταν η απάντησή του. «Αυτή η δουλειά είναι πολύ κουραστική, με επαναλαμβανόμενες παραστάσεις από τη μία πόλη στην άλλη και σε καθημερινή βάση. Με ελάχιστο ύπνο. Οταν έκανα stand up ήμουν νεότερος και είχα τις αντοχές. Σήμερα βέβαια θα μπορούσα να είμαι εκλεκτικός με ένα-δυο σόου τη χρονιά. Το γράψιμο για stand up όμως είναι το πιο δύσκολο και το πιο απαιτητικό στο θέατρο. Πρέπει να βγάζεις διαρκώς γέλιο. Ατάκα με την ατάκα. Δεν θα είχα τον χρόνο για κάτι τέτοιο».
Υπηρετώντας το όραμα άλλων
Η κωμική (και όχι μόνον) φλέβα του Γούντι Αλεν έχει αξιοποιηθεί στον κινηματογράφο από συναδέλφους του σκηνοθέτες, αν και οι αξέχαστοι ρόλοι του είναι εκείνοι δικών του ταινιών, από τις αμιγώς κωμικές της πρώτης περιόδου του («Ο ειρηνοποιός», «Ο υπναράς») ως τον «Νευρικό εραστή» ή τον «Ατσίδα του Μπρόντγουεϊ» που εντάσσονται στην πιο «σοβαρή» περίοδό του. Ως ηθοποιός στις ταινίες άλλων ο Γούντι Αλεν δεν υπήρξε ποτέ κάτι το ιδιαίτερο με κάποιες εξαιρέσεις, όπως η «Βιτρίνα» του Μάρτιν Ριτ και ο «Ωραίος και σέξι» του Χέρμπερτ Ρος. Η «Βιτρίνα» είναι ένα πικρό σχόλιο πάνω στον μακαρθισμό με τον Αλεν στον ρόλο ενός ανθρωπάκου που δέχεται να χρησιμοποιήσει το όνομά του ως «βιτρίνα» για την προώθηση σεναριογράφων της «μαύρης λίστας». Το «Ωραίος και σέξι» είναι μια κωμωδία στην οποία ο Αλεν υποδύεται έναν νευρωτικό κριτικό κινηματογράφου που προσπαθεί να ξεπεράσει τις προσωπικές αγωνίες αλλά και έναν χωρισμό με τη βοήθεια του φαντάσματος του… Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ!
Στο «Casino Royale» του 1966, μια φαρσοκωμωδία που σατίριζε τις ταινίες Τζέιμς Μποντ, ο Αλεν υποδύεται έναν ανιψιό του πράκτορα ονόματι Τζίμι Μποντ. Δεν σήμανε πολλά στην καριέρα του αλλά είχε επιτυχία και αυτό σήμαινε ένα παχυλό τσεκ, ο λόγος για τον οποίο ούτως ή άλλως έπαιξε εκεί. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί φυσικά να ισχύσει σε μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, όπως ο «Ερασιτέχνης ζιγκολό» και η παρουσία του Γούντι Αλεν είναι περισσότερο μια φιλική χειρονομία απέναντι στον Τζον Τορτούρο.
Χωρίς το όνομά του να αναφέρεται στους τίτλους, ο Αλεν έκανε ένα πέρασμα από τον «Βασιλιά Ληρ» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ενώ στις απαράδεκτες κινηματογραφικές εμφανίσεις του αναμφίβολα ανήκει το «Η γυναίκα μου… κομμάτια να γίνει», μια μαύρη κωμωδία φαντασίας του μεξικανού σκηνοθέτη Αλφόνσο Αράου όπου ο Αλεν υποδύεται έναν τεξανό ζηλιάρη χασάπη. Στις πιο συμπαθητικές οι «Σκηνές έρωτα και απιστίας» (1991) όπου μέσα σε ένα εμπορικό κέντρο του μισητού του Λος Αντζελες ο Αλεν επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με την Μπετ Μίντλερ. Την ταινία σκηνοθέτησε ο Πολ Μαζέρσκι που πέθανε την περασμένη Τετάρτη.
πότε & που
Η ταινία «Ερασιτέχνης ζιγκολό» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Village Films