Την Πέμπτη 3 Ιουλίου ο ηθοποιός Πέτρος Φιλιππίδης μίλησε στην εκπομπή «Ραδιοφωνικό παντοπωλείο» και στην Αφροδίτη Γραμμέλη.{{{ audio1 }}}
Για την αναγνωσιμότητα:
«Πολλούς ηθοποιούς αναγνωρίζουν, πολλούς ανθρώπους μάλλον. Βέβαια οι ηθοποιοί είναι μια άλλη κατηγορία που πια δεν είναι πολύ της μόδας. Τώρα είναι οι τηλε-περσόνες, όχι μόνοι οι παρουσιαστές, γιατί οι παρουσιαστές κάνουν και μια δουλειά εν πάση περιπτώσει.
Το σοβαρό στην υπόθεση είναι να σε αναγνωρίζουν, αλλά, να σ’ αγαπάνε και να σε εκτιμάνε. Πολλούς αναγνωρίζουν αλλά γιατί;»
Για τις συνεργασίες:
«Μ’ αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που έχω ξαναδουλέψει, όταν όμως, τα έχω πάει καλά (μαζί τους) στη δουλειά και όταν ταιριάζουν στους ρόλους και σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει. Όχι ότι να ‘ναι. Γιατί παλιότερα, όταν ήμουν αρκετά νέος και είχα πάλι τη δυνατότητα της επιλογής, όταν πρωτοξεκίνησε αυτή η ιστορία, έκανα κάποια τέτοια λάθη. Έπαιρνα ανθρώπους που ήταν στην παρέα χωρίς να ταιριάζουν απόλυτα στους ρόλους. Αυτό δεν το κάνω πια. Δεν είμαι πιο αυστηρός, είμαι πιο ακριβής.»
Για το Εθνικό και τις αντιδράσεις:
«Μας την είχαν στημένη. Εμένα προσωπικά με περίμεναν στη γωνία. Έγινε ολόκληρο θέμα, πως εγώ ξαφνικά βρέθηκα στο Εθνικό. Δεν μπορώ να καταλάβω -ποίος ορίζει τον πήχη και το ποιος κάνει τον πορτιέρη- (για το ποιος θα πρέπει αν παίζει στο Εθνικό και ποιος όχι) συνήθως βέβαια είναι αυτός που δεν μπορεί να κάνει κάποια άλλη δουλειά και κάθεται στην πόρτα. Αυτός που δεν μπορεί να μπει μέσα ή μπαίνει όταν τελειώσει το νταβαντούρι.»
Για την κριτική που του ασκείται:
«Υπήρξε ένας συνάδελφος και φίλος, που τον εκτιμώ και τον αγαπώ (που μου άσκησε κριτική). Έλεγα κάτι καλό και με έκραζαν επειδή έλεγα κάτι καλό για κάποιον άλλον. Ας πούμε, εγώ το Φον Δημητράκη και τον Ψαθά με το έργο αυτό τον συγκαταλέγω στους πολύ μεγάλους συγγραφείς. Το θεωρώ τσεχωφικό μολιερικό (έργο). Έγραψε βέβαια κάποια στιγμή μια επιστολή ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και το βούλωσαν όλοι, διότι νομίζω ότι είναι ο πλέον αρμόδιος για να ομιλεί. Έγραφε ένας άνθρωπος «Ε, ας σταματήσει ο Φιλιππίδης πια να συγκρίνει τον Ψαθά με τον Τσέχωφ και με τον Ίψεν», λες και έλεγα κάτι για μένα. Εγώ από θαυμασμό το έλεγα για έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα Έλληνα και για το συγκεκριμένο έργο, που αν το διαβάσει κανείς αμέσως το καταλαβαίνει και ξαφνικά άκουσα αυτό..
Δεν με ενοχλούν (τέτοιου τύπου δημοσιεύματα), και δεν είναι καθόλου τυπικό αυτό που λέω, περισσότερο με παραξενεύουν. Όταν το διάβασα αυτό είπα «Δεν το πιστεύω..» Αν ο άλλος θέλει να βρει κάτι..
Αν η κριτική αφορά τη δουλειά μου δεν με πειράζει καθόλου. Χαίρομαι να ακούω καλά λόγια, όταν είναι πραγματικά καλά και δεν είναι γλείψιμο, γιατί και αυτό το σιχαίνομαι. Εμένα μου έχουν γράψει σκληρές και αυστηρές κριτικές, όπως αυτή που είχε γράψει ο Γεωργουσόπουλος, ο Τάσος Λιγνάδης και σε πληροφορώ πως τις έχω πάντα στο μυαλό μου. Αυτές θεωρώ εποικοδομητικές κριτικές. Έχε τύχει κάποιοι να λένε και κουταμάρες. Θυμάμαι μία κριτική όταν κάναμε με το Εθνικό Θέατρο τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Τσιάνου το 1998 στην Επίδαυρο, η οποία ήταν μία παράσταση που θεωρείται πλέον σταθμός. Και γράφει μια γυναίκα κριτικός ότι το πρόβλημα της παράστασης ήταν πως ο Μπέζος με τον Φιλιππίδη δεν δένουν στη σκηνή. Ε, είναι για γέλια.»
Για το τι εστί τέχνη:
«Όπως έχω ξαναπεί και δεν το λέω για να προκαλέσω, αλλά ο κάθε πικραμένος που έχει ένα προσωπικό θεματάκι, το κάνει, ή παράσταση ή συναυλία ή θέμα ή οτιδήποτε, οπουδήποτε. Δεν είναι έτσι η τέχνη. Θα μου πεις από που βγαίνει η τέχνη; Βεβαίως, και από εκεί μπορεί, αλλά δεν θα με πείσει κανείς ότι πρόπερσι που έγιναν 825 παραστάσεις χειμώνα καλοκαίρι, είχαμε 825 ενδιαφέρουσες προτάσεις.»