Περισσότερα «κατά» έχουν για κάποιους τα αντιδιαβητικά φάρμακα

Για κάποιους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 η λήψη αντιδιαβητικών φαρμάκων μπορεί να συνδέεται με περισσότερους κινδύνους παρά με οφέλη, σύμφωνα με μελέτη στο επιστημονικό έντυπο «JAMA Internal Medicine». Μάλιστα, όπως προέκυψε από τη μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ αλλά και του University College του Λονδίνου, τα ηλικιωμένα άτομα είναι εκείνα που αποκομίζουν τα μικρότερα οφέλη από τα φάρμακα του είδους.

Για κάποιους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 η λήψη αντιδιαβητικών φαρμάκων μπορεί να συνδέεται με περισσότερους κινδύνους παρά με οφέλη, σύμφωνα με μελέτη στο επιστημονικό έντυπο «JAMA Internal Medicine». Μάλιστα, όπως προέκυψε από τη μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ αλλά και του University College του Λονδίνου, τα ηλικιωμένα άτομα είναι εκείνα που αποκομίζουν τα μικρότερα οφέλη από τα φάρμακα του είδους.

Ο διαβήτης τύπου 2 οφείλεται σε μειωμένη ικανότητα του οργανισμού να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου του αίματος και η εμφάνισή του σχετίζεται με παράγοντες του τρόπου ζωής όπως η κακή διατροφή που οδηγεί σε παχυσαρκία. Μακροπρόθεσμα η νόσος μπορεί να συνδεθεί με καρδιοπάθειες, νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες στο νευρικό σύστημα, ακρωτηριασμούς, ακόμη και με τύφλωση. Σήμερα οι ασθενείς, ιδιαιτέρως στα πρώτα στάδια της νόσου, λαμβάνουν φάρμακα όπως η μετφορμίνη με στόχο τη μείωση του σακχάρου του αίματος και την πρόληψη των επιπλοκών του διαβήτη.

Πολύ μικρό το όφελος για τους ηλικιωμένους

Η νέα μελέτη έδειξε ότι ένας 45χρονος ασθενής με διαβήτη τύπου 2 ο οποίος καταφέρνει να μειώσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα του μέσω φαρμακευτικής θεραπείας κατά μια ποσοστιαία μονάδα μπορεί να κερδίσει 10 μήνες υγιούς ζωής. Για έναν 75χρονο όμως που ξεκινά αντιδιαβητική θεραπεία, ο χρόνος υγιούς ζωής που κερδίζει είναι μόλις τρεις εβδομάδες.

Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι το μικρό αυτό όφελος για τους ηλικιωμένους πρέπει να «ζυγίζεται» με τα αρνητικά της εφ’όρου ζωής λήψης φαρμάκων για τον διαβήτη. Ορισμένα από αυτά είναι τα καθημερινά «τρυπήματα» για μέτρηση του σακχάρου, οι παρενέργειες ορισμένων τέτοιων φαρμάκων όπως η δυσπεψία και η ναυτία αλλά και ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας από την απότομη πτώση των επιπέδων σακχάρου στους ασθενείς που λαμβάνουν ινσουλίνη.

Ενας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο καθηγητής Τζον Γιούντκιν ανέφερε στο βρετανικό πρακτορείο BBC ότι «τα ευρήματά μας δείχνουν πως αν ένα άτομο πάσχει από διαβήτη τύπου 2 είναι σωστό να γνωρίζει ποια είναι τα οφέλη που θα αποκομίσει από τη θεραπεία του σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής του αλλά και επιπλοκές όπως τα καρδιακά επεισόδια και η τύφλωση. Μόνο τότε θα πρέπει να αποφασίσει αν θα μπει στη θεραπεία, ωστόσο δεν είναι πολλοί οι γιατροί που γνωρίζουν τα στοιχεία αυτά για να καθοδηγήσουν τον ασθενή». Σύμφωνα με τον ειδικό, πολλοί γιατροί δεν βλέπουν τη συνολική εικόνα αλλά επικεντρώνονται μόνο στην πτώση των επιπέδων σακχάρου, κάτι που δεν είναι σωστό.

Όχι στον διαβήτη τύπου 1

Σημειώνεται πάντως ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν αφορούν τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 τα οποία χωρίς την απαραίτητη ινσουλίνη δεν μπορούν να επιβιώσουν.

Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα ο Σάιμον Ο’Νιλ από τον οργανισμό Diabetes UK τόνισε πως αυτά «δείχνουν τη σημασία του να κοιτάζουμε τις εξατομικευμένες ανάγκες των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 αντί να υιοθετούμε μια συνολική προσέγγιση για όλους τους ασθενείς».

Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί συστήνουν στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 να μην λαμβάνουν καμία απόφαση διακοπής της θεραπείας τους αν δεν συζητήσουν πρώτα με τον θεράποντα γιατρό τους.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.