Γυναίκα με ποδήλατο
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 232, τιμή 12 ευρώ
Μια όμορφη αγέρωχη γυναίκα σε ένα νησί που γίνεται μυθική φιγούρα χάρη στον ναυτικό εραστή που την εγκατέλειψε και απομυθοποιείται εξαιτίας της ερωτικής συναναστροφής με έναν ξένο γιατρό-ποιητή. Το φάντασμα ενός συνωμότη μπροστά σε ένα αρωματοπωλείο στη Θεσσαλονίκη. Μια παρέα εφήβων σε ένα νησί το καλοκαίρι του 1974, με σταθερή ροπή στην ονειροπόληση. Μια μάνα που δεν αναγνωρίζει κανονική ύπαρξη στην τριανταοκτάχρονη κόρη της χωρίς σύζυγο. Ενας πατέρας που ανώφελα προσπαθεί να υποδυθεί τον αυστηρό γονιό που θα παραδειγματίσει τον έφηβο γιο του. Ενας αναγνώστης αιχμάλωτος στα χέρια δύο φασιστών παλαιοβιβλιοπωλών. Ενας εξόριστος με λατρεία στην «μπάμπουσκα» γιαγιά ΕΣΣΔ.
Τριάντα δύο αφηγήσεις περιλαμβάνει η πρώτη πεζογραφική δοκιμή του Νικόλα Σεβαστάκη Γυναίκα με ποδήλατο (Πόλις, 2014). Αναμνήσεις ενός εφηβικού παρελθόντος σε ένα νησί, πιθανότατα εμπνευσμένες από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Σάμο, ιστορίες από τα νεανικά χρόνια των σπουδών στη Γαλλία, επεισόδια που συμβαίνουν σε μια καψαλισμένη από τις διαδηλώσεις Αθήνα, στην υγρή παραλία του Θερμαϊκού στη Θεσσαλονίκη.
Αφηγήσεις που αναπτύσσουν θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά –τις οικογενειακές σχέσεις, τη φθορά του σώματος και τις διαψεύσεις της ηλικίας της ωριμότητας, το ξέφτισμα του έρωτα, τον θάνατο γονιών και συντρόφων –αλλά και θέματα επίκαιρα –την απώλεια της εργασίας και την ανάγκη της πρόσληψης, τον παραλογισμό των εργασιακών σχέσεων. Αφηγήσεις τυλιγμένες σε ένα τούλι μελαγχολίας, άλλοτε στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της εφηβικής παρέας, άλλοτε στο πρώτο ενικό της ενήλικης εξομολόγησης, άλλοτε στο τρίτο ενικό της παρατήρησης.
Οι πρωταγωνιστές τους δεν είναι ήρωες ούτε αντιήρωες. Απλώς παραιτούνται στις καταστάσεις, όπως ο νεαρός έλληνας φοιτητής στη Λυών, που δεν διεκδικεί τη συνέχιση της σχέσης του με τη νεαρή Παλαιστίνια, κόρη γνωστού αγωνιστή, και θυμώνει με τον εαυτό του γιατί «δεν έδωσα την παραμικρή μάχη με τις δυσκολίες της κατάστασης παρά αφέθηκα στην τυφλή δύναμη των γεγονότων». Ζητούν διέξοδο όχι σε επαναστατικές κινήσεις αλλά σε εφήμερες παρηγοριές. Σε δυο μπάλες παγωτό σοκολάτα η Ελλη, που δεν έχει να πληρώσει το σεμινάριο της κόρης της. Στον «παράδεισο» του κλιματιζόμενου καταστήματος καλλυντικών ο ηλικιωμένος με τις μπλαβιασμένες γάμπες και το αδέξιο πένθος.
Ορισμένες από αυτές θεματοποιούν το βιβλίο, τη γραφή και την ανάγνωση. Ο Δημήτρης Ιγνατίου, επαγγελματίας αναγνώστης σε εκδοτικό οίκο στο «Ενα μακρύ απόγευμα», δεν αντέχει άλλο τους «ευφυείς πολύγλωσσους πλοηγούς» μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς για την οποία ο κόσμος «συντίθεται από έναν άπειρο αριθμό παραθεμάτων και πυκνών υποσημειώσεων που συνδέουν ονόματα και πληροφορίες» ούτε και τους «αισθηματίες βάρδους του Ελληνισμού», τα παρατάει και εξαφανίζεται με ένα «Δεν-τους-μπορώ». Στον χώρο του βιβλίου ανήκει και ο Μάριος, πρώην υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο της Ασκληπιού στο «Η μουσική της αναχώρησης» και νυν άνεργος. Βιβλιόθεμο είναι και το «Αναγνώστης ένα πρωί στο κέντρο της πόλης», όπου παρουσιάζονται οι δύο φυλές αναγνωστών, οι ψυχαναγκαστικοί, που δεν αφήνουν βιβλίο στη μέση, και οι αδηφάγοι, που «πέφτουν με τα μούτρα σε πολλά διαβάσματα αναστατώνοντας το μυαλό τους με διαφορετικά φίλτρα και μυρουδιές».
Πολλά διηγήματα της συλλογής ξεχωρίζουν για τις κλασικές αρετές της διηγηματογραφίας, τη συντομία και την πυκνότητα. Ψηλά στη δική μας λίστα είναι η εξαιρετική «Μουσική της αναχώρησης», όπου ο ρομαντικός έρωτας και ο αργός θάνατος, οι αγωνίες των ημερών και ο κυνισμός της επιβίωσης, η ξένωση και η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή ενώνονται υπό τους ήχους της ροκ και της τζαζ σε ένα συμπαγές διαχρονικό και διατοπικό σύνολο, και το «Ναϊλά (Σκηνές μιας ιστορίας από τη Λυών»), επιδέξια ευαίσθητη απεικόνιση μιας γενιάς «σπουδαστικού επαγγελματισμού και χλιαρού ευδαιμονισμού, χωρίς σκοτοδίνες αισθημάτων και ιδεών» στη σοσιαλιστική δεκαετία του 1980.
Το ιδιωτικό και το δημόσιο
«Μικρά πεζά, διηγήματα και βινιέτες» προσδιορίζει ο συγγραφέας στον υπότιτλο τα περιεχόμενα της συλλογής. Είναι η έκταση, ο βαθμός πυκνότητας της αφήγησης ή η λογοτεχνική γλώσσα που τα επιμερίζει σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες; Είναι βινιέτα το «Οι τελευταίοι άσχημοι άνθρωποι», ακριβές σκίτσο με λέξεις δυο νησιωτών ψαράδων με πρωτόγονη αγριάδα, μικρό πεζό ή σύντομο διήγημα; Οι ατελέσφορες θεωρητικές συζητήσεις για το διήγημα, τα όρια και τα χαρακτηριστικά του δεν βοηθούν για να δοθεί οριστική απάντηση –και δεν έχει σημασία άλλη από τη δήλωση του προβληματισμού του συγγραφέα για τη γραφή και τα είδη της. Γιατί ο πενηντάχρονος Σεβαστάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεν είναι πρωτόπειρος λογοτέχνης. Εχει στο βιογραφικό του τρεις ποιητικές συλλογές (Οικείο φεγγάρι, 1987,Λάφυρο αγαπημένων ημερών, 1993 καιΟι χειμώνες της μνήμης, 2010) και θεωρητικές μελέτες που πραγματεύονται ιδέες του ρομαντισμού και του μοντερνισμού και τις επιδράσεις τους στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής και πολιτισμικής συνείδησης.
«Μικρά πεζά, διηγήματα και βινιέτες» προσδιορίζει ο συγγραφέας στον υπότιτλο τα περιεχόμενα της συλλογής. Είναι η έκταση, ο βαθμός πυκνότητας της αφήγησης ή η λογοτεχνική γλώσσα που τα επιμερίζει σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες; Είναι βινιέτα το «Οι τελευταίοι άσχημοι άνθρωποι», ακριβές σκίτσο με λέξεις δυο νησιωτών ψαράδων με πρωτόγονη αγριάδα, μικρό πεζό ή σύντομο διήγημα; Οι ατελέσφορες θεωρητικές συζητήσεις για το διήγημα, τα όρια και τα χαρακτηριστικά του δεν βοηθούν για να δοθεί οριστική απάντηση –και δεν έχει σημασία άλλη από τη δήλωση του προβληματισμού του συγγραφέα για τη γραφή και τα είδη της. Γιατί ο πενηντάχρονος Σεβαστάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεν είναι πρωτόπειρος λογοτέχνης. Εχει στο βιογραφικό του τρεις ποιητικές συλλογές (Οικείο φεγγάρι, 1987,Λάφυρο αγαπημένων ημερών, 1993 καιΟι χειμώνες της μνήμης, 2010) και θεωρητικές μελέτες που πραγματεύονται ιδέες του ρομαντισμού και του μοντερνισμού και τις επιδράσεις τους στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής και πολιτισμικής συνείδησης.
Αριστερός διανοούμενος, γνωστός για την αρθρογραφία του στην Ελευθεροτυπία και την επιφυλλιδογραφία του στην Αυγή, ο Σεβαστάκης δίνει μια σειρά διηγημάτων όπου κυριαρχεί το ιδιωτικό στο δημόσιο και το πολιτικό εκφράζεται οργανικά ως στοιχείο ενός συνειδητοποιημένου βίου και μιας πολιτικοποιημένης εποχής, ως διακριτικό σχόλιο σε μια προσωπική ιστορία και όχι ως ιδεολογική παντιέρα υπό λογοτεχνική επίφαση: «Αν τη σιχάθηκα τελικά την παλιόγρια [ΕΣΣΔ], αν ακόμα και τώρα, που μας έχει αφήσει εδώ και δυο δεκαετίες, δεν ξεχνώ την Πράγα, την Κολιμά και τα νησιά Σολοβέτσκι, είναι γιατί ο δικός μας εξόριστος δεν μας μίλησε ποτέ για όλα αυτά» λέει θυμωμένος ο αφηγητής στο διήγημα «Ο εξόριστος και η γιαγιά».
Η Δώρα, η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Γυναίκα με ποδήλατο», χαιρετίστηκε ήδη από μερίδα της κριτικής ως αλληγορία της Αριστεράς. Κάθε ανάγνωση έχει πολλές αφετηρίες. Διαβάζουμε πάντως μια υπόδειξη για το ιδεώδες πολιτικό ον στη συλλογή, που συμβολοποιείται στο πρόσωπο του ποδηλάτη που επανέρχεται σε αρκετά διηγήματα και αποκωδικοποιείται στο «Αγωνίες συνοδηγού» ως εξής: «Στον ποδηλάτη μπορεί να βρει κανείς την ιδεώδη ισορροπία ανάμεσα σε vita activa και vita contemplativa, ανάμεσα στο μόχθο και στον στοχαστικό βίο», ανάμεσα στην πολιτική σκέψη και στην πολιτική πράξη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ