Δημόσιος καιρός
Εκδόσεις Ικαρος, 2014,
σελ. 104, τιμή 12,00 ευρώ
Σύμφωνα με την Κική Δημουλά (όπως έχουμε και άλλοτε επισημάνει), η ποίηση «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Ενα τίποτε, δηλαδή. Ωστόσο, και σε πείσμα αυτής της δυσαναλογίας, επιμένει, εν πλήρει συνειδήσει, καθώς γνωρίζει ότι, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτουμε και πολλά εφόδια να διαπλεύσουμε τον αγριεμένο ωκεάνιο βίο. Για εκείνη η ποίηση δεν συνιστά φιλοτιμία εμπρός στην ανάγκη ούτε υποκατάστατο ευτυχίας. Είναι κάτι καλύτερο: πράξη αυθάδειας εμπρός στο ήδη τετελεσμένο ή/και στο αναπόφευκτο να συμβεί. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα, είτε τη δυστυχία της προσωπικής ύπαρξης περιγράφει είτε τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά, είναι πράξη αισιόδοξη, συνιστά έλλογη αντίσταση προς το Κακό. Αυτό πιστεύω πως διαπράττει χρόνια η Δημουλά: περιγράφει αυθαδώς και ευθαρσώς, εν είδει αυτοβιογραφίας, αυτό το πολύμορφο Κακό, το εσαεί καταποντιζόμενο σώμα, σε μια πάσχουσα χώρα, στους ανάποδους καιρούς που ζούμε. Το κύριο θέμα της είναι η περιγραφή της φθοράς που (ω του θαύματος!) οξύνει τα αισθήματα και ακονίζει τον νου της προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτόν τον παραλογισμό. Ταυτόχρονα μένει πεισματικά αδιάφορη σε κάποιο σωτηριολογικό Επέκεινα. Η Δημουλά είναι μια ποιήτρια που λίγο θέλγεται από ουράνιες προσδοκίες. Ο ουρανός της είναι κανονικός με πολλά σύννεφα, με αστραπές και βροντές αλλά και με ήλιο. Το «Αίφνης» όπως μετονομάζεται, σε κάποιο κείμενό της, η στιγμή του θανάτου, αυτή η «κοσμοφόρα Μεσολάβηση» ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, προβάλλεται ως απελευθέρωση ενός δουλοπάροικου και τίποτε άλλο.
Ολοι οι ποιητές έχουν, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, ως θέμα τους το σώμα τους (το ιδιωτικό και το δημόσιο) ως αισθητήριο όργανο μνήμης, πόθου, τυραννίας και φθοράς, τη στιγμή που οι «ψυχικές υποθέσεις» μοιάζουν απλή αντανάκλαση των σωματικών δεινών. Ο Καβάφης μάς τα έχει δείξει αυτά πολύ καλά. Η Δημουλά δαιμονίζεται, με τον δικό της τρόπο, από τη θέαση της πολλαπλής φθοράς και από τον μνησιπήμονα πόνον του ιδίου σώματος που παθαίνει, που συνεχώς εξαρθρώνεται, για να παραδοθεί κάποια στιγμή για επισκευή στο χειρουργείο. Ολα περί το όλον σώμα. Η μνήμη, λ.χ., μιας παλαιάς παράστασης στην Επίδαυρο συνδέεται τώρα με ένα βαρύ σώμα που ανεβαίνει στο θέατρο «λαχανιάζοντας / σα βράχος φορτωμένος / του ασήκωτου χρόνου το βάρος» («Επίδαυρος – Μήδεια»). Τη γοητεύει και τη νευριάζει παράλληλα η εικόνα/μνήμη του σώματός της σε παλαιές φωτογραφίες («Σπασμένα και αυτοφυή», «Φραγή», «Δρακόντεια μέτρα», «Υπεράνω» κ.ά.). Τόσο που κάποια στιγμή προβαίνει σε έναν ύστατο αυτοακρωτηριασμό που ως μια οιονεί πράξη βουντού «μεταβιβάζεται» σε μια φωτογραφία. «Σκότωσα άνθρωπο / επιτέλους τον ξεφορτώθηκα / με αργό ρυθμό βασανιστηρίων / τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω. / Τον κατακρεούργησα / ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι / μετά ξεκοίλιασα τα μάτια (…) Αφησα μόνο τα πόδια / κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα / για παραδειγματισμό» («Εμμονη ιδέα»). Αυτή η εικόνα του μεταλλαγμένου/παραλλαγμένου σώματος κορυφώνεται με μιαν αναφορά στον νέο, αναπάντεχο εραστή της, έναν βηματοδότη. «Για φαντάσου / ύστατος σύντροφος της επιβίωσής μου, / ένας Βηματοδότης. / Ενωση καθαρά σαρκική. / Μέσα στο στέρνο μου φωλιάζει / ευτυχής που ορίζει την καρδιά μου» («Υπέρ υγείας»).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ