Από το 1925 έως το 1961 εκατοντάδες ανύπαντρες γυναίκες και τα μωρά τους ζούσαν στο «Σπίτι», ένα ίδρυμα που διοικείτο από τις καλόγριες Bon Secours στο Τουάμ. Μία ιστορικός ανακοίνωσε ότι γνωρίζει τι συνέβη με όλα τα μωρά που πέθαναν εκεί: τα πετούσαν σε έναν σηπτικό βόθρο.
Πολλές από τις γυναίκες εργάστηκαν, πληρώνοντας το τίμημα για την εγκυμοσύνη εκτός γάμου και αργότερα εγκατέλειψαν το «Σπίτι» και πήγαν να ζήσουν σε άλλες περιοχές της Βρετανίας. Πολλά από τα παιδιά δεν ήταν το ίδιο τυχερά.
Ο βόθρος, που ήταν γεμάτος με οστά, είχε ανακαλυφθεί το 1975 από κατοίκους της πόλης, όταν έσπασαν οι τσιμεντένιες πλάκες που τον κάλυπταν. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι πίστευαν ότι τα οστά ανήκαν σε θύματα του μεγάλου λιμού που έπληξε την Ιρλανδία το 1840.
Η ιστορικός Κάθριν Κόρλις υποστηρίζει ότι τα οστά ανήκουν στα παιδιά που ζούσαν στο «Σπίτι».
Ερευνώντας στα αρχεία του πρώην μοναστηριού, που σήμερα δεν υπάρχει πια, η Κόρλις ανακάλυψε ένα μητρώο θανάτων από το οποίο αφήνεται να εννοηθεί ότι 796 παιδιά ενταφιάστηκαν κρυφά, χωρίς φέρετρο και χωρίς ταφόπλακα, από τις μοναχές.
Με βάση το μητρώο αυτό, τα παιδιά πέθαναν από υποσιτισμό και διάφορες ασθένειες, όπως φυματίωση, γαστρεντερίτιδα ή πνευμονία. Το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στο ίδρυμα ήταν πολύ μεγάλο.
Σύμφωνα με την Irish Central, μία έκθεση ιατρικής επιτροπής που επισκέφθηκε το ίδρυμα το 1944, περιέγραψε τα παιδιά ως «αδύνατα», «εύθραυστα» και τόνισε ότι «η σάρκα κρέμεται χαλαρά στα άκρα τους».
Ο Ουίλιαμ Τζόζεφ Ντόλαν, συγγενής ενός παιδιού που έζησε στη μονή των Αδελφών του Ελέους, προσέφυγε στη δικαιοσύνη, ζητώντας να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε εκεί.
Ο αρχιεπίσκοπος του Δουβλίνου Ντάρμοντ Μάρτιν δήλωσε ότι επιθυμεί να γίνουν ανασκαφές, τονίζοντας ότι είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η ιστορία των ιδρυμάτων αυτών.
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Παιδείας της Ιρλανδίας Κιάραν Κάνον εξέφρασε την ελπίδα να διεξαχθεί επίσημη έρευνα από το κράτος σημειώνοντας: «Δεν είναι δυνατόν να μην κάνουμε τίποτα».
Ήδη έχει ξεκινήσει έρανος για να συγκεντρωθούν χρήματα για την κατασκευή ενός μνημείου όπου θα αναγράφονται τα ονόματα όλων των παιδιών που πέθαναν στη μονή.
Μαύρη σελίδα της Ιρλανδίας
Η υπόθεση της μονής του Τούαμ έρχεται να προστεθεί στις αποκαλύψεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την κακοποίηση παιδιών και γυναικών στα σχολεία και τα ιδρύματα που διεύθυναν καθολικές μοναχές στην Ιρλανδία επί πολλές δεκαετίες.
Η αποκάλυψη ρίχνει φως σε μία σκοτεινή περίοδο της Ιρλανδίας, μία περίοδο κατά την οποία οι ανύπαντρες γυναίκες στιγματίζονταν.
Χωρίς τη δυνατότητα να μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, πολλές από αυτές τις γυναίκες -οι οποίες θεωρούνταν έκλυτες- στέλνονταν στο Σπίτι ή σε άλλα παρόμοια ιδρύματα για να γεννήσουν κρυφά τα παιδιά τους.
Εξοστρακισμένες από τη συντηρητική καθολική κοινωνία, συχνά αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα μωρά τους που δίνονταν για υιοθεσία.
«Όταν οι κόρες τους έμεναν έγκυες, εξοστρακίζονταν τελείως» λέει η Κόρλις στην εφημερίδα Washington Post. «Οι οικογένειες φοβούνταν ότι οι γείτονες θα το μάθαιναν, γιατί το να μείνεις έγκυος εκτός γάμου θεωρείτο το χειρότερο πράγμα στη γη. Ήταν το χειρότερο έγκλημα που θα μπορούσε να διαπράξει μια γυναίκα, ακόμα και αν τις περισσότερες φορές οφειλόταν σε βιασμό» λέει η Κόρλις.
Η ταινία Φιλομένα του Βρετανού Στίβεν Φρίαρς κατέγραψε την ιστορία μιας από αυτές τις γυναίκες που αναζητούσε επί χρόνια τον γιο της, ο οποίος είχε υιοθετηθεί από μια οικογένεια Αμερικανών.
Μεταξύ 1922-1996, περισσότερες από 10.000 νεαρές γυναίκες αναγκάστηκαν να εργάζονται δωρεάν στα πλυντήρια που εκμεταλλεύονταν εμπορικά οι μοναχές.
Η ιστορία αυτών των νεαρών γυναικών, τις οποίες αποκαλούσαν «Αδελφές της Μαγδαληνής», αποκαλύπτεται στην ταινία Οι Κόρες της Ντροπής του Πίτερ Μούλαν (2002).
Η ταινία καταγράφει την άφιξη των κοριτσιών στα ιδρύματα, τα οποία είναι μοναστήρια που κερδίζουν χρήματα ως πλυντήρια ρούχων, τις εμπειρίες τους εκεί και τους τρόπους τελικά που διαφεύγουν από εκεί.
Πολλά από τα κορίτσια υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση από τις καλόγριες και τον ιερέα του μοναστηριακού ιδρύματος.
Η ταινία αποτελεί δραματοποιημένη ιστορία που βασίζεται σε πραγματικές αφηγήσεις κοριτσιών που στάλθηκαν σε αυτά τα άσυλα. Μάλιστα, μία από τις πρώην τρόφιμες δήλωσε ότι παρά την σκληρότητα της ταινίας, η πραγματικότητα ήταν κατά πολύ χειρότερη.