Υπαρκτός είναι πλέον ο κίνδυνος να βυθιστεί η Ευρωπαϊκή Ενωση σε μια μακρά διαμάχη με αφορμή την εκλογή του επόμενου προέδρου της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες, θα επιμείνει στη θέση ότι οι δύο βασικοί υποψήφιοι (πρώτα ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και, εφόσον αυτός δεν τα καταφέρει, ο Μάρτιν Σουλτς) πρέπει να είναι εκείνοι που θα διεκδικήσουν το αξίωμα. Ωστόσο, όπως διεφάνη από τις δηλώσεις της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ μετά το άτυπο δείπνο των «28» την περασμένη Τρίτη, υπάρχουν σφοδρές αντιρρήσεις στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο πρόσωπο του Γιούνκερ. Αυτές εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα από τη Βρετανία, την Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες θεωρούν τον πρώην πρόεδρο του Eurogroup πολύ φεντεραλιστή. Την Παρασκευή πάντως, η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι εργάζεται «υπό το πνεύμα ότι ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ πρέπει να γίνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Ολα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά…
Πολιτική μάχη με το βλέμμα στο μέλλον
Σύμφωνα με υψηλόβαθμη κοινοτική πηγή, η οποία μίλησε στο «Βήμα», «αυτό το μπρα-ντε-φερ μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι εξουσίας, αλλά κυρίως μια μάχη με το βλέμμα στο μέλλον και στον τρόπο με τον οποίο θα επιλέγονται όσοι καταλαμβάνουν τα αξιώματα στην ΕΕ». Η ίδια πηγή σημείωνε μάλιστα ότι κατά την πρόσφατη Διάσκεψη των Προέδρων των πολιτικών ομάδων της Ευρωβουλής οι επικεφαλής των μεγαλύτερων εξ αυτών εμφανίστηκαν «ανυποχώρητοι» υπέρ της στήριξης των βασικών υποψηφίων (γνωστών πλέον στην κοινοτική αργκό με τη γερμανική λέξη «spitzenkandidaten»). Αυτό που ζητούν είναι να ακολουθηθεί ουσιαστικά μια τακτική διερευνητικών εντολών.
Επιπλέον όμως η θέση του προέδρου της Κομισιόν έχει πλέον πολύ μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με το προ κρίσης παρελθόν. Σταδιακά από το 2010 και μετά «η Επιτροπή έχει αναβαθμιστεί όσον αφορά τις αρμοδιότητες που έχει κυρίως στον δημοσιονομικό τομέα» τονίζει στο «Βήμα» κοινοτικός αξιωματούχος που έχει ζήσει από πολύ κοντά τις μεταβολές που συντελέστηκαν την τελευταία πενταετία. «Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, η ισχύς της Επιτροπής έχει ενισχυθεί πάρα πολύ και όσοι πιστεύουν ότι θα αποδυναμωθεί διαπράττουν μέγα σφάλμα». «Επομένως» καταλήγει «η έκβαση της μάχης για την επιλογή του προέδρου της μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη».
Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, διευθυντής Μελετών στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (European Policy Center –EPC) στις Βρυξέλλες, «αυτό που συμβαίνει με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα είδος πολιτικού θεάτρου. Πρόκειται για έναν συνδυασμό νομικισμού και παιχνιδιού εξουσίας». «Και φυσικά» προσθέτει «τόσο ο Γιούνκερ όσο και ο Σουλτς θέλουν να κερδίσουν και κάτι για τους εαυτούς τους, εξ ου και άρχισαν να μιλούν για πολιτικές προτεραιότητες».
Κρίσιμο ρόλο στη γεφύρωση των αντίθετων απόψεων αναμένεται να διαδραματίσει ο Χέρμαν βαν Ρομπάι. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τιμηθείς πριν από λίγες ημέρες με το βραβείο «Καρλομάγνος», θεωρείται καλός στους συμβιβασμούς ακολουθώντας την περίφημη «βελγική μέθοδο» των… διαρκών συμβιβασμών. Μια πρώτη γεύση των αποτελεσμάτων των προσπαθειών Βαν Ρομπάι θα πάρουμε κατά τη Σύνοδο Κορυφής στις 26-27 Ιουνίου. Ωστόσο, ελάχιστοι περιμένουν εξελίξεις για το ποιος θα αναλάβει πρόεδρος της Κομισιόν πριν από τα μέσα Ιουλίου.
Σύννεφα επάνω από τις βασικές υποψηφιότητες
Τα όσα είπε μάλιστα η Μέρκελ στη συνέντευξη Τύπου της Τρίτης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται ήδη από τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα. Σε αυτήν τόσο ο σουηδός πρωθυπουργός Φρέντρικ Ράινφελντ όσο και ο ούγγρος ομόλογός του Βίκτορ Ορμπαν εκδηλώθηκαν εναντίον του Γιούνκερ. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του δείπνου, τη σκυτάλη έλαβαν ο Ντέιβιντ Κάμερον και ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε. Και οι δύο προέρχονται από χώρες στις οποίες επικρατεί το τελευταίο διάστημα μια τάση για «επαναπατρισμό εξουσιών» από τις Βρυξέλλες στα κράτη-μέλη.
Η Μέρκελ αποτελεί παράγοντα-κλειδί για την τελική επιλογή, αλλά είναι επαρκώς έξυπνη ώστε να αποφύγει είτε να στηρίξει είτε να απορρίψει κατηγορηματικά τον Γιούνκερ. Κοινοτικοί αξιωματούχοι με μακρά εμπειρία στις Βρυξέλλες παραδέχονται ότι «κατά βάθος δεν εμπιστεύεται τον πρώην πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου». Μιλώντας δε την περασμένη Τρίτη αναφέρθηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας, αλλά από μια σκοπιά διαφορετική από εκείνη που επικαλείται η Ευρωβουλή σχετικά με το ότι το Συμβούλιο πρέπει να λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Ουσιαστικά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη πλειοψηφιών, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν απαιτείται απλά η πλειοψηφία των 376 εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε να επιλεγεί ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν αλλά και ενισχυμένη πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ώστε να προταθεί κάποιος. «Στη γερμανική ιστορία υπήρξαν φορές που ο καγκελάριος δεν προήλθε από το μεγαλύτερο κόμμα. Πρέπει να βρούμε πλειοψηφία» τόνισε. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι η Μέρκελ είχε εκφραστεί αρνητικά, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, στα περί αυτοματισμού επιλογής του νέου προέδρου της Κομισιόν με βάση τους υποψηφίους των ευρωπαϊκών κομμάτων.
Οι Σοσιαλιστές εμφανίζονται θετικοί στο να στηρίξουν τον Γιούνκερ, ιδιαίτερα αν αυτός εμφανιστεί θετικός και προωθήσει ως προτεραιότητες τρία βασικά θέματα που εκείνοι θέτουν και συγκεκριμένα: την καταπολέμηση της ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων, τον εκδημοκρατισμό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που σημαίνει λιγότερες αποφάσεις μέσω της διακυβερνητικής μεθόδου, και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Θα μπορούσε ο Μάρτιν Σουλτς να αποτελέσει εναλλακτική λύση λαμβάνοντας δεύτερος τη διερευνητική εντολή; Ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών έχει φανατικούς εχθρούς και φανατικούς φίλους. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν τον αποκλείει, στο πλαίσιο και των διαβουλεύσεων εντός του «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία. Αναδύονται όμως άλλου τύπου ερωτήματα: Ποια θα είναι η αντίδραση στην τοποθέτηση ενός Γερμανού στην Κομισιόν; Πώς θα αντιδράσει το Λονδίνο, το οποίο παρεμπιπτόντως η Μέρκελ δεν θέλει να απομονώσει;
Η «μεγάλη εικόνα» και ο φόβος για τη Γαλλία
Η πίεση που δέχεται ο Ολάντ από την άνοδο της Μαρίν Λεπέν, η ρητορική της οποίας προσελκύει ψηφοφόρους και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αναμένεται να τον οδηγήσει σε πολύ συντηρητικές επιλογές σε θέματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Διάφορες ιδέες όπως τα περί αλλαγής Συνθηκών δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από τη σημερινή κυβέρνηση στη Γαλλία. Αν είναι να γίνει κάτι τέτοιο, θα συμβεί μόνο μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2017» εκτιμά η Ντανιέλα Σβάρτσερ, διευθύντρια του προγράμματος για το German Marshall Fund. «Και σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων δεν θα υπάρξει κάτι οραματικό, απλώς παρεμβάσεις σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου».
Η Σβάρτσερ εκτιμά ότι μία εκ των βασικών προτεραιοτήτων μετά τις ευρωεκλογές θα είναι η τόνωση της ανάπτυξης. «Η Γαλλία και η Ιταλία θέλουν πρόοδο σε αυτό το ζήτημα» λέει, αν και δεν αναμένεται να υπάρξουν πολλά χρήματα στο τραπέζι. «Το Βερολίνο» προσθέτει «ανησυχεί επίσης για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και θέλει σταθερότητα στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες», αν και είναι ασαφές τι αντιπροτείνει. Κοινοτική πηγή εκτιμά πάντως ότι κινήσεις για τόνωση της ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι νομοτελειακό να υπάρξουν. Και σημείωνε στο ημερολόγιο την προσεχή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όπου δεν αποκλείεται ο Μάριο Ντράγκι να ανακοινώσει την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων του ευρώ κάτω από το 0,25%.
Η Μέρκελ μιλάει για ανάπτυξη, αλλά με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του Παρισιού ή της Ρώμης. Αναφέρεται σε ανταγωνιστικότητα και δημοσιονομική σταθερότητα ως πυλώνες, όχι όμως στο να ανοίξει η Γερμανία το… πορτοφόλι της ή να αρχίσουν π.χ. να αυξάνονται οι μισθοί στον Νότο. Θα απαιτηθεί ένας συμβιβασμός που δεν θα είναι εύκολος.
Τα σενάρια, τα ονόματα και οι εναλλακτικές λύσεις
Αν και κύκλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χαρακτηρίζουν απλές «εικασίες των μέσων ενημέρωσης» τα διάφορα ονόματα που έχουν κυκλοφορήσει σε περίπτωση που δεν ευδοκιμήσουν οι υποψηφιότητες Γιούνκερ και Σουλτς, δεν έχουν πέσει από τον ουρανό. Συζητήσεις γίνονται επί αρκετό καιρό, απλώς οι εμπνευστές τους αποφεύγουν να εκδηλωθούν πρόωρα.
Σύμφωνα με κοινοτική πηγή που γνωρίζει τη λειτουργία των μηχανισμών, ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει μεγάλη απήχηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ΕΛΚ, είναι ο Γίρκι Κατάινεν. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Φινλανδίας έχει ανακοινώσει εδώ και πολύ καιρό ότι εγκαταλείπει το αξίωμά του και θα πρέπει να θεωρείται ο βέβαιος επόμενος επίτροπος της χώρας του. Μήπως όμως προαλείφεται και για την προεδρία της Κομισιόν;
Κατά ορισμένους, έχει τα προσόντα. Θα είναι πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών, θα προέρχεται από κόμμα που κέρδισε τις ευρωεκλογές, από χώρα που έχει αξιολόγηση ΑΑΑ στα ομόλογά της, ενώ ομιλεί και γαλλικά. Το ερώτημα είναι αν θα τον δεχόταν η Ευρωβουλή και εκεί οι οιωνοί δεν είναι θετικοί. «Ορισμένοι τον θεωρούν σαμουράι της λιτότητας, περισσότερο και από τους Γερμανούς» εκτιμά πηγή που είναι σε θέση να γνωρίζει τις ισορροπίες εντός του Κοινοβουλίου.
Μια συμφωνία με επίκεντρο τον Κατάινεν θα μπορούσε να στείλει τον Γιούνκερ στη θέση του Βαν Ρομπάι ως προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ ο Σουλτς ίσως δεχόταν τη θέση του ύπατου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική, διαδεχόμενος την Κάθριν Αστον. Αυτός θεωρείται ένας συμβιβασμός που θα είχε και την έγκριση Βρετανών, Ολλανδών και Σκανδιναβών.
Από εκεί και πέρα ονόματα δίνουν και παίρνουν. Δεν λείπουν ορισμένοι που θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί κάποιο σημαντικό χαρτοφυλάκιο σε ένα από τα νέα κράτη-μέλη –συγκεκριμένα στην Πολωνία. Ο πρωθυπουργός της, ο Ντόναλντ Τουσκ, είναι συμπαθής στο Βερολίνο, αλλά δεν ομιλεί την αγγλική. Οι Πολωνοί όμως έχουν υψηλές βλέψεις (θα επιθυμούσαν π.χ. μια ισχυρή θέση επιτρόπου, όπως αυτή για την ενέργεια λόγω και Ρωσίας), αλλά και πρόσωπα φιλόδοξα, όπως ο Ράντοσλαβ Σικόρσκι (που θα επιθυμούσε τη θέση της Αστον, την οποία επίσης καλοβλέπουν ο Σουηδός Καρλ Μπιλντ και ο Ολλανδός Χανς Τίμερμανς). Ένα όνομα που ακούστηκε (παρασκηνιακά) πρόσφατα ως συμβιβαστική λύση είναι του σημερινού γάλλου επιτρόπου, με αρμοδιότητα την εσωτερική αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, που είχε διεκδικήσει το χρίσμα του ΕΛΚ για την Κομισιόν. Ωστόσο, είναι ασαφές αν ο πρόεδρος Ολάντ θα τον υποστήριζε, ειδικά από τη στιγμή που δεν προέρχεται από τους Σοσιαλιστές.
Οσο για την εντυπωσιακή πρωθυπουργό της Δανίας Χέλε Τόρνινγκ-Σμιντ, που πολύ θα ήθελε ακόμη και ο Κάμερον, το γεγονός ότι προέρχεται από χώρα εκτός ευρωζώνης, στην οποία μάλιστα πρώτευσε η Ακροδεξιά στις ευρωεκλογές, μάλλον την αποδυναμώνει. Αλλα δύο ονόματα από την πλευρά των Σοσιαλιστών είναι αυτά του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα και του πρώην επικεφαλής του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου Πασκάλ Λαμί.
Υπάρχει, τέλος, μια περίπτωση που θεωρείται η δυσκολότερη από όλες. Και αφορά τη σημερινή επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την Κριστίν Λαγκάρντ. Σύμφωνα με πληροφορίες, η καγκελάριος Μέρκελ θα επιθυμούσε πολύ να αναλάβει η πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας την προεδρία της Κομισιόν και για τον λόγο αυτόν φέρεται να βολιδοσκόπησε τις προθέσεις της κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δεν εμφανίζεται θετικός σε αυτό το σενάριο. Και τούτο όχι μόνο επειδή η Λαγκάρντ συνδέεται με την περίοδο Σαρκοζί, αλλά κυρίως επειδή η παρουσία της στην κεφαλή του ΔΝΤ κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για το Παρίσι.
Στο πακέτο των πιθανών συμβιβασμών δεν αποκλείεται να προστεθεί και η θέση του προέδρου του Eurogroup, αν και η θητεία του Γερούν Ντεϊσελμπλούμ λήγει το 2015. Η συζήτηση για τη θέση αυτή θα κορυφωθεί ιδιαίτερα στην περίπτωση που υιοθετηθεί η γαλλογερμανική πρόταση για θέσπιση μόνιμου προέδρου του Eurogroup. Ορισμένοι εκτιμούν ότι στη θέση αυτή θα μπορούσε να τοποθετηθεί ο γάλλος πρώην υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί. Ο ίδιος όμως μάλλον θα προτιμούσε τη θέση του επιτρόπου για οικονομικές υποθέσεις, διαδεχόμενος τον Ολι Ρεν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ