Κάποια χιλιόμετρα πιο κάτω από την Αθήνα, καμιά δεκαριά, εμφανίζονται στον Πειραιά τα πρωτορεμπέτικα, τα οποία τότε ονομάζονταν «γιαλάδικα». Πήραν από το όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέι». Ο χρόνος κυλάει και το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων κυρίως στον Πειραιά, φτωχή εργατούπολη τότε, τα ρεμπέτικα συναντιούνται με αυτά της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου. Εμφανίζεται το αμανετζίδικο λαϊκό τραγούδι, εμφανίζονται τα Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο αρχίζει να παίρνει τον δρόμο του.
Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να έρθει το 1917, από τη Σύρα στον Πειραιά ο Μάρκος Βαμβακάρης. Πρωτοέμεινε στα Ταμπούρια. Επιασε δουλειά στο λιμάνι σαν γαιανθρακεργάτης, λιμενεργάτης και στη συνέχεια εκδορέας στα σφαγεία Πειραιώς και Αθηνών (επί της οδού Πειραιώς στον σημερινό Ταύρο). Το 1924 πρωτοακούει μπουζούκι και το ερωτεύτηκε. Ως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια. Τραγούδια για την καημό, την απελπισία, τον έρωτα. Δύσκολοι καιροί, δύσκολο και το μεροκάματο. Δάσκαλός του ο Γιώργος Μπάτης. Γεννημένος είτε το 1885 είτε το 1890 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων. Στον Πειραιά ήρθε στα 8 του χρόνια. Από το 1908 ως το 1922 υπηρετούσε αλλά μάλλον οι μέρες της φυλακής ήταν τόσο πολλές –ένεκα των λιποταξιών του –ώστε έμαθε μπαγλαμά. Επαιζε και τραγουδούσε σε τεκέδες και ταβερνάκια του Πειραιά. Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στη Δραπετσώνα και το 1931 ένα καφενείο-τεκέ, το «Ζωρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη –ακτή Τζελέπη, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής.
Μια γειτονιά ήταν τότε ο Πειραιάς. Και οι μάγκες, οι ρεμπέτες της εποχής, ζούσαν και περπατούσαν σε ένα απέραντο χασισοποτείο από το Χατζηκυριάκειο ως τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα. Ο παλαιότερος τεκές ήταν του Τζοάνου. Κοντά στον Αγιο Διονύση αυτός της κυρα-Ρήνης της Μπουρδούσαινας. Στην Πειραϊκή ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 λόγω των ερημικών τοποθεσιών της χρησίμευε ως κέντρο χασικλήδων. Το ρεμπέτικο ανθεί. Η σκιά του Μάρκου Βαμβακάρη αρχίζει να απλώνεται στο λιμάνι και στις βορινούς προσφυγικούς συνοικισμούς.
Το 1934 φτιάχνεται ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιώργος Μπάτης –μεγάλος της παρέας –με τους Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή –έλεγαν ότι στον λαιμό του «είχε φωλιές με αηδόνια» –σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία. Ιδρυτής ο Μάρκος, νονός ο Μπάτης, με το αλανιάρικο-καθαρευουσιάνικο «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Πρόκειται για τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του πειραιώτικου ρεμπέτικου.
Πρώτες εμφανίσεις στη Μάντρα του Σαραντόπουλου στη Δραπετσώνα, τους βρίσκουμε επίσης στην πλατεία Καραϊσκάκη, στην Κρεμμυδαρού –σημερινή Δραπετσώνα –στο Κερατσίνι και στα άγρια βράχια που χρησίμευαν σαν κρυψώνες για τους χασισοπότες του Πειραιά. Ζωή παράνομη, άγρια αλλά και ενδιαφέρουσα. Ισως και όμορφη. Δουλειές του ποδαριού, αγαπητικοί, πόρνες, κυνηγητό από χωροφύλακες.
Από τις φυλακές του Μεντρεσέ, το Γεντί Κουλέ, το Ανάπλι, το ρεμπέτικο κατέγραψε την καθημερινότητα ενός ιδιόμορφου λούμπεν προλεταριάτου της Ελλάδας, ενός προλεταριάτου το οποίο δεν υπήρχε με τη στενή μαρξιστική έννοια. Οι ρεμπέτες έπαιζαν, τραγουδούσαν, χόρευαν (ζεϊμπέκικο – χασάπικο) για την πάρτη τους και τους δικούς τους. Ο ρεμπέτης της προπολεμικής περιόδου ζούσε για το σινάφι του. Κινείται στην πιάτσα και μόνο εκεί αισθάνεται οικείος. Σε αυτήν δίνει λόγο και αυτή λογαριάζει. Η ένταξή του στο σινάφι σημαίνει ότι πλέον έχει γυρίσει στους κοινωνικούς θεσμούς. Τα βιώματά τους γίνονται τραγούδια. «Εφουμάραμ’ ένα βράδυ», «Μόρτισσα χασικλού» (Μάρκος), «Σούχει λάχει» (Γιώργος Μπάτης), «Οταν μπουκάρω στον τεκέ» (Ανέστης Δελιάς), «Τα ζηλιάρικά σου μάτια» (Μάρκος – Στράτος).
Πολλοί από τους ρεμπέτες ζουν τόσο στο όριο ώστε ο Ανέστης Δελιάς με «οδηγό» μια πόρνη σε οίκο ανοχής στα Βούρλα, ονόματι Σκουλαρικού, του μαθαίνει την ηρωίνη. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κηρομύτη, η εν λόγω πόρνη με ένα χωνάκι από χαρτί έριχνε την άσπρη σκόνη στο ρουθούνι του Δελιά την ώρα που αυτός κοιμόταν, προσαρμόζοντας τη δόση με την αναπνοή του. Σιγά-σιγά ο Δελιάς θα αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα στην «Τετράδα» και όταν το πράγμα φτάσει στο απροχώρητο, οι υπόλοιποι θα αναγκαστούν να τον αντικαταστήσουν με τον Στέλιο Κηρομύτη. Το 1944 θα τον βρουν νεκρό στο πεζοδρόμιο έξω από τη Βαρβάκειο και θα τον μαζέψει το κάρο του δήμου.
Κανείς δεν είπε ποτέ ότι το πειραιώτικο ρεμπέτικο και η ζωή του ρεμπέτη είχαν χαρές. Θλίψη και μαυρίλα. Η ανάταση έρχεται με τον μπαγλαμά και το μπουζούκι. Με τους ήχους που σε κάνουν να ξεχάσεις και όχι να δράσεις.
Η ταυτότητα της παράστασης
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και το Ελληνικό Φεστιβάλ παρουσιάζουν τη μουσική παράσταση «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», σε ιδέα και καλλιτεχνική διεύθυνση της Λίνας Νικολακοπούλου, στην Πέτρινη Αποθήκη, στην προβλήτα του ΟΛΠ (Πύλη Ε2), την Παρασκευή 6, το Σάββατο 7 και την Κυριακή 8 Ιουνίου. Ωρα έναρξης 21.00.
Τραγουδούν: Στέλιος Βαμβακάρης, Γιάννης Κούτρας, Απόστολος Ρίζος, Ζαχαρίας Καρούνης. Μαζί τους η Εβελίνα Αγγέλου και ο Πέτρος Μάλαμας. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Νένα Μεντή, Σταύρος Μερμήγκης, Αλέξανδρος Τσώτσης και εξαμελής Λαϊκή Ορχήστρα.
Ενορχηστρώσεις: Κώστας Νικολόπουλος. Παίζουν οι: Μανώλης Πάππος – μπουζούκι, Παναγιώτης Τσεβάς – πιάνο, ακορντεόν, Κώστας Μερετάκης – κρουστά, Παναγιώτης Μανουηλίδης – κοντραμπάσο, Μάνος Σαβιολάκης – κιθάρα, μπαγλαμά, μπουζούκι, πολίτικη λύρα, Κώστας Νικολόπουλος – ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, κιθαρόνι, μπάντζο.
Τιμές εισιτηρίων: 15 γενική είσοδος – 10 ευρώ φοιτητικό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ