Μνημεία και τόποι μαρτυρίου

Τα μνημεία είναι τεκμήρια της μνήμης. Με την έννοια αυτή μνημεία της λήθης δεν μπορεί να υπάρχουν.

Αννα Μαρία Δρουμπούκη
Μνημεία της λήθης.
Ιχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
σε Ελλάδα και Ευρώπη
Πρόλογος Χάγκαν Φλάισερ.
Εκδόσεις Πόλις, 2014, σελ. 506

Τα μνημεία είναι τεκμήρια της μνήμης. Με την έννοια αυτή μνημεία της λήθης δεν μπορεί να υπάρχουν. Γιατί λοιπόν η νέα ιστορικός Αννα Μαρία Δρουμπούκη δίνει στο βιβλίο της (που είναι επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής της) τον τίτλο Μνημεία της λήθης; Υποθέτω, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, πως θέλει να υποδηλώσει ότι ένα μνημείο συνιστά και μια εκδοχή του ιστορικού γεγονότος στο οποίο παραπέμπει, είναι δηλαδή και ένα πλαίσιο αναφοράς. Μπορεί για το ίδιο γεγονός να στηθούν δύο μνημεία και να παραπέμπουν σε διαφορετικές εκδοχές. Είναι άλλη λ.χ. η λειτουργία του μνημείου του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο και άλλη του αντίστοιχου της Θεσσαλονίκης –και τις λειτουργίες αυτές η Αννα Μαρία Δρουμπούκη τις περιγράφει πολύ καλά.


Ιχνη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου
είναι ο σεμνός υπότιτλος του βιβλίου της. Αλλά η συγγραφέας φιλοδοξεί και επιτυγχάνει κάτι περισσότερο: ερευνά τη λειτουργία των μνημείων (μουσείων, νεκροταφείων, τόπων μαρτυρίου) σε συνδυασμό με τη συλλογική μνήμη και τη διαχείρισή της. Διότι αυτόκλητοι «εργολάβοι» της μνήμης υπάρχουν πολλοί, σε σημείο που συχνά (στη χειρότερη περίπτωση) να είναι δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος ή (στην καλύτερη) η σημασία τους να υποβαθμίζεται και κάποτε να μετατίθεται στην περιοχή της λήθης.
Εδώ έγκειται ο ρόλος του ιστορικού: στο να φωτίσει τις αθέατες πλευρές, να αποκαλύψει εκείνο που συνειδητά ή μη αποκρύπτεται, να πει απλούστερα την αλήθεια. Και η αλήθεια γίνεται πολύ πειστικότερη όταν, όπως εδώ, ερευνάται σε δύο κυρίως περιοχές: των θυμάτων και των θυτών, δηλαδή στη Γερμανία και στην Ελλάδα.
Μνήμη και λήθη
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο Μνήμη, ανάμνηση, μνημεία: θεωρητικές συμβολές και αναπαραστάσεις του παρελθόντος.
Ο τίτλος του δεύτερου μέρους είναι ακόμη πιο «θεωρητικός»: Η ανεξερεύνητη υλικότητα της Κατοχής στην Ελλάδα. Εστιάζοντας την έρευνά της στους «χώρους εγκλεισμού και μαρτυρίου», δηλαδή στα στρατόπεδα Χαϊδαρίου στην Αθήνα και Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης και ιδίως στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, η Δρουμπούκη όχι απλώς καταγράφει τα γεγονότα και το πώς έχουν προσληφθεί, αλλά και ευθέως ή εμμέσως θέτει κρίσιμα ερωτήματα: πόσοι κάτοικοι της Αθήνας έχουν επισκεφθεί το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου; Πόσοι Θεσσαλονικείς, όπως και άλλοι πολίτες αυτής της χώρας, γνωρίζουν τι συνέβη στην Κατοχή στο στρατόπεδο Παύλου Μελά που προς ντροπή μας ρημάζει; Είναι λοιπόν και εκείνο ένα μνημείο της λήθης, με άλλα λόγια κινδυνεύει να καταστεί μια μνήμη απαλλοτριωμένη.
Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος υπάρχουν ορισμένα εξαιρετικά κεφάλαια όπου συνδυάζεται η ιστορική έρευνα και η προσωπική εμπειρία. Αφορούν τα κυριότερα στρατόπεδα θανάτου της χιτλερικής Γερμανίας που επισκέφθηκε η Δρουμπούκη: το Μπούχενβαλντ, το Ράβενσμπουργκ, το Ζαξενχάουζεν, το Νταχάου, το Μπέργκεν Μπέλσεν, το Μαουτχάουζεν.
Τα μνημεία εγγράφονται στη δημόσια ιστορία αλλά με τρόπο που διαφέρει από χώρα σε χώρα. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης λ.χ. δεν εθεωρείτο ως την έκδοση του βιβλίου του Μαρκ Μαζάουερ Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων σημαντικό στην Ιστορία του Ολοκαυτώματος (Σοά). Το αν κριθεί, εκτιμηθεί ή αναλυθεί ως αυτόνομο γεγονός ή ως ένα από τα αντίστοιχα της Κατοχής ήταν και παραμένει για αρκετούς ζήτημα υπό συζήτηση ακόμη και σήμερα. Θα λέγαμε ωστόσο πως σε μια χώρα που έζησε αμέσως μετά την Κατοχή έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο τέτοια ερωτήματα είναι λίγο-πολύ αναπόφευκτα.
Η δεύτερη καταστροφή (ο Εμφύλιος, αμέσως μετά την Κατοχή) ήταν επόμενο να επισκιάσει την πρώτη. Για την Κατοχή έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια ώστε να πληροφορηθούμε σε βάθος –και με όσα στοιχεία παρείχαν τα αρχεία και οι μαρτυρίες –το τι ακριβώς συνέβη. Και ένας από τους ιστορικούς που στον τομέα αυτόν έκαναν εξαιρετική δουλειά είναι ο Χάγκαν Φλάισερ, δάσκαλος της Δρουμπούκη που επόπτευσε τη διατριβή της και προλογίζει το βιβλίο.
Το συμβολικό πεδίο


Το τρίτο μέρος φέρει τον τίτλο Διαιρεμένες μνήμες και μετασχηματισμοί της μνήμης. Ως κατ’ εξοχήν περιοχή «διαιρεμένης μνήμης» η συγγραφέας θεωρεί τα Καλάβρυτα που η «συμβολική τους σημασία στο συλλογικό φαντασιακό», όπως γράφει, είναι εξαιρετικά σημαντική, δεδομένου ότι εκεί κοντά βρίσκεται η μονή της Αγίας Λαύρας, όπου κατά την παράδοση ξεκίνησε η επανάσταση του 1821. Επόμενο λοιπόν οι ευαισθησίες να είναι αυξημένες. Αλλά η μνήμη ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, η ανάμνηση «διαιρείται» όταν η έρευνα είναι ελλιπής, επειδή τότε ευκολότερα μετακινούνται τα πάντα στο συμβολικό πεδίο.
Επί του προκειμένου εν τούτοις η ελλιπής έρευνα αφήνει ακάλυπτες πολύ ευρύτερες περιοχές. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου μόνο στα Βαλκάνια οι ναζιστές έκαψαν περίπου χίλια χωριά σύμφωνα με τα ντουκουμέντα της Δίκης της Νυρεμβέργης. Και γι’ αυτά τα καμένα χωριά, αν εξαιρέσει κανείς τα όσα βρίσκονταν στον ελλαδικό χώρο, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε.
Η συγγραφέας τονίζει κι ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα: την πολιτική αντιποίνων που εφάρμοσαν οι δυνάμεις Κατοχής, για την οποία πολύ λίγα έχουν ειπωθεί με νηφάλιο πνεύμα και εμπεριστατωμένα. Χρειάζεται «ψύχραιμη» ματιά, καθώς λέμε, όμως αυτό δεν μπορεί να το απαιτεί κανείς από τα θύματα, γιατί τότε εξισώνει, έστω και αν δεν έχει την πρόθεση, τον θύτη και το θύμα. Για τούτο η συγγραφέας δεν θα έπρεπε να απορεί που «τα τελευταία χρόνια επικρατεί ένας έντονος και ιδιότυπος αντιγερμανισμός στα Καλάβρυτα». Δεν ξέρω τι εννοεί με τη λέξη «ιδιότυπος», αλλά αν διατηρείται ακόμη ένας αντιγερμανισμός –αντιγερμανισμός άραγε ή αντιναζισμός; –στα Καλάβρυτα αυτό είναι απολύτως κατανοητό.
Μνημονικές μάχες


Ολες οι χώρες δίνουν τις δικές τους μάχες της μνήμης. Κι όλες εφαρμόζουν ό,τι η Δρουμπούκη αποκαλεί «στρατηγικές της μνήμης» δίνοντας και έναν «ρομαντικό», καθώς λέει, τόνο, ιδιαίτερα όταν οι μνήμες είναι σκληρές. Αλλά και για τούτο δεν πρέπει να απορούμε. Είναι αναπόφευκτο να συμβαίνει όταν οι μνήμες μετατίθενται στο συμβολικό πεδίο, αφού αν αυτό δεν συμβεί, αναπόφευκτα οι μνήμες απαλλοτριώνονται. Η Ιστορία δεν είναι μητέρα κανενός, όμως το να την αγνοεί κανείς ή να στενεύει τα χρονικά της όρια κατά περίπτωση, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου σήμερα, δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Επομένως η ιδέα της συγγραφέως να επεκτείνει την έρευνά της όχι μόνο στους τόπους του μαρτυρίου και στα μουσεία εθνικής αντίστασης αλλά και στα στρατιωτικά νεκροταφεία υπήρξε εξαιρετική και πολύ πρωτότυπη, πράγμα που είναι εμφανές στο τελικό αποτέλεσμα και στον τρόπο με τον οποίο συνέθεσε τα ντοκουμέντα της.
Δεδομένου ότι η Κατοχή επιβλήθηκε από τη χιτλερική Γερμανία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα όσα γράφει η Δρουμπούκη για το πώς η ίδια η Γερμανία αντιμετώπισε το ναζιστικό παρελθόν της από το τέλος του πολέμου ως σήμερα. Είναι ένα παρελθόν βεβαίως που το «επεξεργάστηκε» αναμφίβολα. Πέρα από τις μνήμες του κάθε Γερμανού χωριστά έχουμε κι αυτό που η συγγραφέας ονομάζει «δημόσια μνήμη», τουτέστιν το άθροισμα των παραδοχών και των εκτιμήσεων στις οποίες προέβησαν οι πολιτικές ηγεσίες και η πνευματική ελίτ της χώρας. Οσον αφορά τη στάση ή τις απόψεις της γερμανικής πνευματικής ελίτ είναι ένα ζήτημα που η Δρουμπούκη δεν το αγγίζει –και σωστά.
Αίσθημα ενοχής


Το αίσθημα ενοχής από μόνο του θα απαιτούσε μια ολόκληρη μελέτη, δεδομένου μάλιστα ότι μετά το τέλος του πολέμου και ως το 1989 δεν είχαμε μία αλλά δύο Γερμανίες.
Εχει ασφαλώς εξαιρετική σημασία –και ιδιαίτερα για εμάς στην Ελλάδα –το πώς εισέπραξε την ήττα η Γερμανία, τι επίδραση στον γενικό πληθυσμό είχε το λεγόμενο «αίσθημα ενοχής» (κάτι ας πούμε παρόμοιο με το προπατορικό αμάρτημα), πώς από τις δίκες των εγκληματιών πολέμου και την αποναζιστικοποίηση η χώρα πέρασε στη δεκαετία του 1960, τι διαμάχες, προβλήματα και κρίσεις συνειδήσεως προκάλεσε, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την αυτοβιογραφία του Γκίντερ Γκρας Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι.
Λέμε συχνά πως η ατομική μνήμη είναι επιλεκτική. Αλλά αυτό ισχύει και για τη συλλογική μνήμη όπως τη διαχειρίζονται κατά καιρούς και κατά την περίσταση οι κυβερνήσεις ή όπως την αντιμετωπίζουν παράπλευρα συστήματα εξουσίας (κόμματα και ΜΜΕ λ.χ.). Εδώ παρεμβαίνει ο ιστορικός που θα πρέπει να έχει καθαρό μυαλό, όχι όμως και κρύο αίμα, διότι η Ιστορία δεν αναπτύσσεται in vitro και δεν είναι εργαστηριακό προϊόν. Και όπου χρειάζεται οφείλει να προειδοποιεί, όπως κάνει στον πρόλογό του ο Χάγκαν Φλάισερ, στον οποίο γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Ανησυχητικά αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που αγνοούν τους όρους Ολοκαύτωμα, Holocaust, Shoah ή συγχέουν το περιεχόμενό τους. Παράλληλα πληθαίνουν οι αγέλες όσων κραυγάζουν αμφισβητώντας όχι μόνο τον αριθμό των συνολικών θυμάτων της γενοκτονίας, αλλά και το ίδιο το γεγονός». Βέβαια, έδαφος γι’ αυτό τους έχουν προσφέρει αξιόλογοι και σοβαροί, μια φορά κι έναν καιρό τουλάχιστον, ιστορικοί, όπως ο Ερνστ Νόλτε, μια από τις εξωφρενικότερες απόψεις του οποίου είναι πως ο ταξικός πόλεμος των Μπολσεβίκων ήταν η προϋπόθεση της γενοκτονίας που εφάρμοσε ο εθνικοσοσιαλισμός. Με τις απόψεις του Νόλτε ασχολείται και η Δρουμπούκη στο βιβλίο της –αναπόφευκτα, αφού κινείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο διεθνές πεδίο. Δυστυχώς οι απόψεις αυτές παραμένουν άγνωστες στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της χώρας μας, όπως αντίστοιχα και ενός άλλου συντηρητικού ιστορικού, του Χίλγκρουμπερ, που θυματοποιώντας τον θύτη χαρακτήρισε τη Γερμανία ως έθνος που υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η συγγραφέας γράφει ότι «οι απόψεις του Νόλτε και του Χίλγκρουμπερ δεν θα είχαν γνωρίσει τέτοια ευρεία δημοσιότητα αν δεν είχαν συμπέσει κατά το διάστημα εκείνο με τη διαχείριση της μνήμης του πολέμου και της μουσειοποίησής του στη Δυτική Γερμανία». Νομίζω ότι η άποψή της είναι κάπως ακαδημαϊκή. Η σύγκρουση με τους αναθεωρητικούς ιστορικούς είναι πολύ μεγάλο ζήτημα με τεράστιες πολιτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, με την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Τα Μνημεία της λήθης είναι μια εμπεριστατωμένη και διαφωτιστική μελέτη και συμβάλλει σημαντικά όχι μόνο στη γνώση μας της Κατοχής αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα μνημεία του μεγάλου πολέμου επέδρασαν στη συλλογική μας συνείδηση και στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε μια από τις οδυνηρότερες περιόδους της Ιστορίας μας.
  • Τα «Μνημεία της λήθης. Ιχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε Ελλάδα και Ευρώπη» της Αννας Μαρίας Δρουμπούκη θα κυκλοφορήσουν τη μεθεπόμενη εβδομάδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.