Η βραβευμένη αφροαμερικανή πεζογράφος, ποιήτρια και πολιτική ακτιβίστρια Μάγια Αγγέλου βρέθηκε νεκρή, το πρωί της Τετάρτης 28 Μαΐου, στο σπίτι της στο Γουίνστον-Σάλεμ της Βόρειας Καρολίνας από την οικονόμο της. Η Αγγέλου, που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας τον τελευταίο καιρό, είχε ακυρώσει την εμφάνισή της σε προγραμματισμένη εκδήλωση προς τιμήν της στα τέλη του μηνός. Ήταν 86 ετών.
Μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές του καιρού μας, η πολυσχιδής Μάγια Αγγέλου ήταν γνωστή ποιήτρια, πεζογράφος, εκπαιδευτικός, παραγωγός, ηθοποιός, τραγουδίστρια, κινηματογραφίστρια ενώ πήρε ενεργό μέρος στους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του 20ού αιώνα για τα δικαιώματα των μαύρων και των γυναικών.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1928 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Το αρχικό της όνομα ήταν Μάργκεριτ Άννι Τζόνσον. Οφείλει το «Αγγέλου» στον έλληνα ναυτικό Αναστάσιο Αγγελόπουλο τον οποίο παντρεύτηκε το 1952, του οποίου το όνομα, σε μια συντετμημένη εκδοχή, υιοθέτησε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο στις εμφανίσεις της ως τραγουδίστρια. Το «Μάγια» είναι το χαϊδευτικό με το οποίο την αποκαλούσε ο αδελφός της.
Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν τριών ετών και εκείνη μαζί με τον αδελφό της μεγάλωσαν με τη γιαγιά της στη μικρή πόλη Σταμπς του Άρκανσο. Εκεί πρωτοβίωσε τις φυλετικές διακρίσεις ενάντια στις οποίες αγωνίστηκε στη συνέχεια της ζωής της και εκεί μυήθηκε στη θρησκευτική πίστη και στις παραδόσεις της αφροαμερικανικής κουλτούρας.
Σε μια επίσκεψη στη μητέρα της στο Σικάγο, σε ηλικία επτά ετών, έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον τότε σύντροφο της μητέρας της. Το επεισόδιο αποκάλυψε μόνο στον αδελφό της. Όταν αργότερα έμαθε ότι κάποιος θείος της σκότωσε τον άνδρα που είχε ασελγήσει επάνω της θεώρησε ότι κακώς είχε μιλήσει και για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν έβγαλε μιλιά.
Στα δεκατρία της εκείνη και ο αδελφός της πήγαν να ζήσουν με τη μητέρα τους στο Σαν Φρανσίσκο. Η Μάγια άρχισε να σπουδάζει με υποτροφία θέατρο και χορό στο προοδευτικό San Francisco Labor School όπου μπολιάστηκε με τις ριζοσπαστικές ιδέες που θα πυροδοτούσαν αργότερα τον πολιτικό ακτιβισμό της. Στα δεκατέσσερά της παράτησε το σχολείο και έγινε η πρώτη αφροαμερικανή οδηγός τραμ. Επέστρεψε στο σχολείο αργότερα και για να πάρει το απολυτήριό της και λίγο μετά την αποφοίτησή της γέννησε τον γιο της. Από τα δεκαεπτά της ανέθρεψε μόνη της τον γιο της εργαζόμενη ως σερβιτόρα, χωρίς να πάψει να καλλιεργεί το ενδιαφέρον της για τη μουσική, το χορό και το θέατρο.
Παρότι δεν φοίτησε ποτέ στο πανεπιστήμιο, τιμήθηκε από δεκάδες πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ και δίδασκε στο Τμήμα Αμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Wake Forest από το 1982, το οποίο, σε ψήφισμά του με αφορμή τον θάνατό της, την αποκαλεί «εθνικό θησαυρό, της οποίας η ζωή και τα διδάγματα ενέπνευσαν εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο».
Το 1952 παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Αγγελόπουλο και άρχισε καριέρα τραγουδίστριας σε νυχτερινά κέντρα. Τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του 1950 περιόδευσε στην Ευρώπη με την όπερα Πόργκι και Μπες του Τζορτζ Γκέρσουιν, σπούδασε μοντέρνο χορό κοντά στη Μάρθα Γκράχαμ, χόρεψε σε τηλεοπτικά σόου και ηχογράφησε το άλμπουμ Calypso Lady (1957). Tην ίδια δεκαετία μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνδέθηκε με τους αφροαμερικανούς συγγραφείς και καλλιτέχνες του Χάρλεμ και πήρε μέρος στο κίνημα για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. Εκείνη την εποχή πήρε μέρος ως ηθοποιός σε μια παράσταση των Νέγρων του Ζαν Ζενέ και ερωτεύτηκε τον ακριβιστή Βουζούμζι Μέικ.
Με τον Μέικ ταξίδεψαν και έζησαν στην Αίγυπτο ενώ αργότερα εκείνη με τον γιο της μετακινήθηκαν στην Γκάνα. Στα χρόνια αυτά εργαζόταν ως συντάκτρια αγγλόφωνων εντύπων ή ως δασκάλα μουσικής και χορού ενώ παράλληλα μάθαινε ξένες γλώσσες και άρχισε αλληλογραφία με τον εμβληματικό για τους αγώνες του για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών Μάλκομ Χ.
Η Αγγέλου επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1964 με σκοπό να συνεισφέρει ενεργά στον αγώνα του Μάλκομ Χ, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε λίγο μετά την άφιξή της στην Αμερική, όπως και ο Μάρτιν Λούθερ, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά. Απογοητευμένη από τις εξελίξεις αυτές, έστρεψε τις δυνάμεις της στη συγγραφή, την οποία χρησιμοποίησε ως μέσο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των Αμερικανών για τις φυλετικές διακρίσεις.
Έγραψε επτά αυτοβιογραφικά βιβλία. Το πρώτο και πολύ γνωστό Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί (Πατάκης, 1993) κυκλοφόρησε το 1970 και είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Σε αυτό αφηγείται τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια ως τη γέννηση του γιου της. Ακολούθησε το 1974 το Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας (Πατάκης, 1995), που αφηγείται τη ζωή της ως τα δεκαεννιά της χρόνια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εξέδωσε περισσότερα από 30 βιβλία: ποίηση, αυτοβιογραφικές μαρτυρίες, διηγήματα, δοκίμια, σενάρια. Το σενάριό της για την κινηματογραφική ταινία Τζόρτζια, Τζόρτζια (1972) του Στιβ Μπιόρκμαν ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πούλιτζερ. Σκηνοθέτησε πολλά τηλεοπτικά προγράμματα και ντοκιμαντέρ και το 1996 γύρισε την πρώτη της ταινία με τίτλο Down in the Delta.
Χάρη στην προσωπική της ιστορία, την αγωνιστική δράση και το έργο της, έγινε πραγματικά «εθνικός θησαυρός» για τις ΗΠΑ, στης οποίας το πρόσωπο ενσαρκώνεται η νεότερη Ιστορία και οι κοινωνικοί αγώνες της χώρας. Το 1993 επιλέχθηκε από τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον για να συνθέσει το ποίημα («Οn the Pulse of the Morning») της τελετής της ορκωμοσίας του. Το 2000 τιμήθηκε με το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών του αμερικανικού National Endowment for the Arts και τo 2011 με το Presidential Medal of Freedom από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.
Έντονη ήταν η δημόσια παρουσία της με ομιλίες, συνεντεύξεις, άρθρα, τοποθετήσεις και σχόλια για την επικαιρότητα αλλά και αναρτήσεις στα social media. «Σταθείτε να ακούσετε τον εαυτό σας και σ’ αυτή την ησυχία μπορεί να ακούσετε τη φωνή του Θεού», έγραφε στο τελευταίο της tweet στις 23 Μαΐου. Λίγο νωρίτερα, στις 8 Μαΐου, ανήρτησε σχετικά με την απαγωγή των νιγηριανών μαθητριών από την Μπόκο Χαράμ: «Το μέλλον μας απειλείται όσο αυτές οι νέες γυναίκες δεν έχουν μέλλον. Πρέπει να πάρουμε πίσω τις αγαπημένες μας για να μπορέσουμε να τις βοηθήσουμε να γιατρέψουν τα τραύματά τους».
Μιλούσε άπταιστα έξι γλώσσες και είναι διάσημη για τη φράση: «Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν αυτά που είπες, θα ξεχάσουν τι έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να αισθάνονται».
Υποστήριζε ότι «Σκοπός μας στη ζωή δεν είναι απλώς να επιβιώσουμε αλλά να ευημερήσουμε, και να το καταφέρουμε με πάθος, συμπόνια, χιούμορ και στυλ». Μαχητική και πραγματίστρια, πρέσβευε: «Αν δεν σου αρέσει κάτι, άλλαξέ το. Αν δεν μπορείς να το αλλάξεις, άλλαξε συμπεριφορά. Μην παραπονιέσαι».
Παρά τα ψυχικά τραύματα και τη βία που γνώρισε στην παιδική τη ηλικία, είχε μεγάλη πίστη στον άνθρωπο, στην αγάπη και στην οικογένεια: «Η αγάπη της οικογένειας, η αγάπη ενός ατόμου μπορεί να θεραπεύσει. Θεραπεύει τα τραύματα που αφήνει η ευρύτερη κοινωνία. Η μαζική ισχυρή κοινωνία». Το πρώτο μάθημα στην αγάπη είναι να αγαπούμε τον εαυτό μας έλεγε: «Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που δεν αγαπούν τον εαυτό τους κι όμως μου λένε “Σ’ αγαπώ”. Υπάρχει ένα αφρικανικό γνωμικό που λέει: Πρόσεχε όταν ένας άνθρωπος γυμνός σου προσφέρει ένα πουκάμισο».
«Προσπάθησε να γίνεις το ουράνιο τόξο σε κάποιου άλλου τον συννεφιασμένο ουρανό», συνιστούσε, αλλά: «Μην κάνεις κάποιον προτεραιότητα στη ζωή σου όταν εσύ είσαι απλώς μία από τις επιλογές στη δική τους».
Τη θυμοσοφία του βιώματος συμπλήρωνε με πολύ χιούμορ: «Έμαθα ότι μπορείς να καταλάβεις πολλά από τον τρόπο που ένα άτομο διαχειρίζεται τα εξής τρία: μια βροχερή μέρα, την απώλεια των αποσκευών του και τα μπερδεμένα καλώδια στα χριστουγεννιάτικα φωτάκια».