Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μπορεί να μην προκαλεί μείζονα πολιτική κρίση, αλλά κατά πάσα βεβαιότητα αλλάζει τις πολιτικές συνθήκες στη χώρα.
Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρή και μη αμφισβητήσιμη. Όπως και η φθορά της Νέας Δημοκρατίας είναι εμφανής και αδιαμφισβήτητη.
Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι από εδώ και πέρα η διεκδίκηση του κ.Τσίπρα θα γίνεται εντονότερη και η προσπάθεια του κ. Σαμαρά δυσκολότερη.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα θελήσει στο εξής να μετατρέψει την εκλογική νίκη σε πολιτική ηγεμονία. Γι’ αυτό και έσπευσε την επομένη των ευρωεκλογών να επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Από εδώ και πέρα ο κ.Τσίπρας θα παρεμβαίνει πιο δυναμικά στις δημόσιες υποθέσεις και μαζί θα χτίζει συμμαχίες καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο καιρός των αυτοδυναμιών έχει παρέλθει και αισθάνεται το κόμμα του, μετά την εμπειρία της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, ως ανάδελφο. Και είναι αλήθεια ότι δέχονταν πυρά πανταχόθεν από δεξιά και αριστερά.
Υπολογίζει ωστόσο στις κοινωνικές συμμαχίες που πέτυχε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, στη διείσδυση που εξασφάλισε σε μεγάλους Δήμους της χώρας και βεβαίως στην κατάκτηση της Περιφέρειας Αττικής.
Ακόμη προσβλέπει σε ένα κύκλο στελεχών του ΠαΣοΚ που αλληθωρίζουν προς τα αριστερά, ήθελε τη ΔΗΜΑΡ πιο ισχυρή αλλά δεν μπορούσε να εκτιμήσει τη ζημιά που θα προκαλούσε στο κόμμα του κ.Κουβέλη το αγκάλιασμα με τον κ. Παπανδρέου και την κυρία Κοππά.
Επίσης δεν παύει να πιστεύει ότι οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ παρακολουθούν με ενδιαφέρον την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ ότι η ηγεσία του Περισσού είναι τόσο επιθετική μαζί του.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο κ.Τσίπρας με τη νίκη του στις ευρωεκλογές χάραξε πορεία προς την κατάκτηση της εξουσίας.
Η ανάσχεση αυτής της πορείας θα απαιτήσει γρήγορες και εμπνευσμένες κινήσεις από τις ηγεσίες της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Το ζήτημα που τίθεται λοιπόν είναι αν οι δύο άλλοτε κραταιές παρατάξεις δύνανται να αναταχθούν.
Ο Πρωθυπουργός εκ των πραγμάτων έχει πλέον διπλό ανοιχτό μέτωπο. Αυτό της διακυβέρνησης και εκείνο του κόμματος. Οφείλει να αντιμετωπίζει συνδυασμένα τις πολλές κυβερνητικές και κομματικές προκλήσεις.
Ταυτόχρονα με την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είναι υποχρεωμένος να ανατάξει το κόμμα του, να επιχειρήσει την εδώ και καιρό θρυλούμενη διεύρυνση, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες εκλογικής ανάκαμψης.
Δεν θα είναι εύκολο για τον κ.Σαμαρά να επιτύχει τώρα την αμφίπλευρη διεύρυνση ή την επανίδρυση της παράταξης όπως επεδίωκε.
Στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι να συμφιλιωθούν με την ιδέα επανόδου, αλλά και άλλοι τόσοι ορκισμένοι εχθροί του κ. Σαμαρά. Στο κέντρο επίσης η προοπτική ανασύνταξης της κεντροαριστεράς περιορίζει τις δυνατότητές του.
Ο κ. Βενιζέλος, από την πλευρά του, παρ’ ότι διασώθηκε και αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερο σεβασμό από φίλους και εχθρούς, γνωρίζει ότι έχει απέναντί του μια μερίδα του κόμματός του που κινείται, όπως και σημαντική μερίδα των παλαιών ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ, προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ίδιος θα πρέπει να δράσει γρήγορα, με πρωτοτυπία και έμπνευση αν θέλει να ανασυγκροτήσει και να κερδίσει τον ενδιάμεσο χώρο. Η αλήθεια είναι ότι απέκτησε ένα πλεονέκτημα απέναντι στην κατεστραμμένη ΔΗΜΑΡ και στο νεοεμφανισθέν Ποτάμι.
Ο κ.Θεοδωράκης δεν πέτυχε τους φιλόδοξους σκοπούς του, είναι σχετικά απογοητευμένος και βρίσκεται σε δίλημμα αν θα υπερασπισθεί τα χαρακτηριστικά της κίνησής του ή θα αλλάξει. Όσοι παρακολουθούν το χώρο γνωρίζουν πως αν δεν πολιτικοποιήσει εγκαίρως το κόμμα του, αυτό θα κινδυνεύσει να χαθεί, να σκορπίσει στην κυριολεξία.
Κάπως έτσι διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό μετά τις ευρωεκλογές. Η κινητικότητα λογικά πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όπως και οι μεταγραφές και συγχωνεύσεις. Όπως έχουμε γράψει η πολιτική θα αναδιαρθρωθεί όπως και η Οικονομία. Μέχρι την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας πολλά θα δουν τα μάτια μας.