Χρησιμοποιώ κατ’ απομίμησιν έναν καβαφικό τίτλο, για να αποχαιρετήσω έναν πολύτιμο φίλο και εξαίρετο γαστρογράφο, ο οποίος – για να μείνω στα χωράφια του Αλεξανδρινού – «ήταν από τους αληθινά εκλεκτούς», «είχε την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή» κι ήταν «κάτοχος τελείως της ηδονής» της γεύσης και της λέξης. Το έργο του έχει επιμελώς «μαγειρευτεί» σε έξι βιβλία – το τελευταίο, το οποίο κυκλοφορεί σε λίγο μεταθανατίως, έχει τον εύγλωττο τίτλο «Η γεύση της μνήμης» (εκδ. Ικαρος). Εργο ευφυές, επινοητικό, ιδιαίτερο, που αντανακλά την ευρυμάθεια, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, τη μεθοδικότητα και την έρευνα, τη στυλιστική γραφή του συγγραφέα. «Αυτό τουλάχιστον θα μείνει» θα έλεγε ο Καβάφης, με την πικρότατη υπενθύμιση: «Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο – τη μορφή του».

Ο Αλβέρτος Αρούχ (1950-2014) υπήρξε ένας αυτοδίδακτος της αισθαντικότητας και της ευζωίας – και μόνο η επιλογή του ονόματος Επίκουρος πολλά δηλοί. Δεν έτρωγε για να ζει, αλλά ζούσε για να τρώει και να καταθέτει γραπτώς τις εντυπώσεις του από το φαγητό, να μελετά την εφήμερη ηδονή του και να κάνει κάθε επίγευση κείμενο. Ηταν άνθρωπος με ξεχωριστή ποιότητα, ευθύτητα χαρακτήρος, εντιμότητα (προς φίλους και, έτι σπανιότερον, προς εχθρούς).

Τον θυμάμαι πάντα, στις αμέτρητες φορές που δειπνήσαμε μαζί, να σημειώνει στο μπλοκάκι του – απαραίτητο για αυτόν όσο και τα μαχαιροπίρουνα – όχι μόνο έπειτα από κάθε πιάτο, αλλά και ενδιαμέσως, γιατί βεβαίως η πρώτη εντύπωση μιας γεύσης δεν είναι ίδια με την τελευταία. Στην κριτική του – μιλώ για τις δημοσιογραφικές γαστρονομικές κριτικές του – υπήρξε ακριβοδίκαιος, σύμφωνα πάντα με τις δικές του αρχές, και είχε την τόλμη να κατακεραυνώνει όσα δεν συμφωνούσαν με το κριτήριά του, αλλά και τα γευστικά του στάνταρντ.

Ηταν από τους ελάχιστους – σε μια εποχή που οι περισσότερες κριτικές εστιατορίων μοιάζουν συχνά με δελτία Τύπου – που τολμούσε να γίνει επικριτικός, κάποτε ευθέως απορριπτικός, αμείλικτος. Το κείμενό του είχε την αμεσότητα της επιτόπιας δοκιμής. Τον θυμάμαι, όταν μια μπουκιά τον ξετρέλαινε, ν’ αφήνει ένα τεράστιο «Μμμ…» σαν μικρό παιδί, ενώ, αντιθέτως, σε κάτι που απέρριπτε, να παίρνει την έκφραση ξινισμένου και παράξενου υπερήλικου.
Ομως ο Αλβέρτος δεν ήταν δημοσιογράφος, κι ας έγραφε συστηματικά σε περιοδικά και εφημερίδες· ήταν ένας φιλόσοφος της γεύσης, ένας στοχαστής που εξερευνούσε την πνευματική της διάσταση και με απίστευτη φιλοκαλία προσέγγιζε την πνευματικότητά της (θυμάμαι τις ατελείωτες συζητήσεις μας και διαφωνίες για το αν η γαστρονομία είναι τέχνη, κι εγώ, που με συνέπεια έχω υποστηρίξει το αντίθετο, γοητεύομαι ακόμη από τον πλούτο των επιχειρημάτων του).

Σκέφτομαι πως, αν κάποτε η γαστρονομία αποκτούσε πανεπιστημιακή έδρα (και γιατί όχι; – μόνο η Ιστορία της τροφής, οι διατροφικές συνήθειες και ενίοτε δοξασίες των λαών, αποτελούν ικανό υλικό), τότε ο κύριος Αλβέρτος Αρούχ θα έπρεπε να εκλεγεί ως πρώτος καθηγητής της και, βεβαίως, όχι επίκουρος!
Είπα «κύριος» και αισθάνομαι πως κάποιοι θα με διορθώσουν, γιατί αυτός ο προσδιορισμός δεν ταιριάζει στους απόντες.

Ομως, τον Αλβέρτο έχω την τάση και μετά θάνατον να τον αποκαλώ «κύριο», όπως υπήρξε και εν ζωή: ένας κύριος, ένας ευπατρίδης, ένα πραγματικός τζέντ-λεμαν – αν θυμηθώ και τη βρετανική παιδεία του – ή, μάλλον, όπως θα έλεγε ο Ντέιβιντ Ογκιλβι, «a gentleman with brains».

Εχω τη βεβαιότητα πως ο Επίκουρός μας βρίσκεται τώρα εν Παραδείσω. Αλλά μια και η δική του θρησκεία δεν κάνει – απ’ όσο γνωρίζω – αναφορά σε μεταθανάτιο Παράδεισο και Κόλαση, ο Αλβέρτος άνετα μπορεί να ψάξει και να επιλέξει από την Κόλαση έναν καλό ψήστη, ώστε ο Παράδεισος να προσφέρει στο μέλλον ένα καλύτερο επικούρειο μενού και όχι μόνο μαλλιά αγγέλου…

* Ο Απίκιος υπήρξε για περίπου 20 χρόνια το γαστρονομικό προσωπείο του συγγραφέα Γιάννη Ευσταθιάδη. Το σύνολο των σχετικών κειμένων του περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Απίκιος: Απαντα» (2007), εκδ. Μελάνι.