Ποιος είναι, επιτέλους, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου; Ο ανήσυχος καλλιτέχνης με τα πολλά πρόσωπα ή ένας επιφανής εκπρόσωπος του εγχώριου σταρ σύστεμ με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Ο δημιουργός που άλλαξε το τοπίο του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα ή ένα υπερτιμημένο, ίσως, πρόσωπο, το αγαπημένο παιδί των media και του εν γένει περιβόητου «κατεστημένου»; Ο άνθρωπος που υπερασπίστηκε με τόλμη τις επιλογές του –έχει δηλώσει απερίφραστα την ομοφυλοφιλία του –ή κάποιος ο οποίος έχτισε πολύ προσεκτικά τον προσωπικό του «μύθο» κατορθώνοντας να παραμένει παρών και αυτές ακόμη τις περιόδους της απουσίας του; Ορισμένοι έχουν καταλήξει, για κάποιους άλλους όμως η συζήτηση καλά κρατεί. Και αναμφίβολα συμβάλλει στον πολυαναμενόμενο χαρακτήρα κάθε καινούργιας του δουλειάς. Οπως και να το κάνουμε, ο Παπαϊωάννου είναι μια περίπτωση που δεν μπορεί κανείς εύκολα να προσπεράσει ή να αγνοήσει…

Η νέα παράσταση

Το «Still Life» –η νέα παράσταση που ανεβάζει σε λίγες ημέρες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών –έρχεται σε μια χρονική στιγμή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή και μάλιστα διπλά. Οχι μόνο γιατί εφέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας όπου ο ίδιος συνέλαβε και σκηνοθέτησε τις τελετές έναρξης και λήξης κερδίζοντας ευρύτερη αναγνώριση και κάνοντας ουκ ολίγους να πιστέψουν τότε ότι πλέον του ανοιγόταν πεδίο δόξης λαμπρό στο διεθνές στερέωμα, αλλά και γιατί εντός του 2014 ο Δημήτρης Παπαϊωάννου γίνεται 50 ετών. Θα μπορούσε άραγε το ορόσημο αυτό να αποτελέσει αφορμή για κάποιας μορφής απολογισμό; Μόνο ο ίδιος θα ήταν σε θέση να απαντήσει…
Μια σύντομη ματιά πάντως στη μέχρι σήμερα διαδρομή του υποχρεώνει όποιον την επιχειρήσει σε ουκ ολίγες στάσεις… Η μαθητεία στη ζωγραφική δίπλα στον Τσαρούχη, οι σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, η ενασχόληση από τα 19 του χρόνια με τα κόμικς και με τον σύγχρονο χορό στην ολότητά του (ερμηνευτής, σκηνοθέτης, σχεδιαστής κοστουμιών, σκηνικών και φωτισμών), η «αναμέτρηση» με την όπερα αλλά και το ανέβασμα μουσικών παραστάσεων και φυσικά η ίδρυση –από κοινού με την Αγγελική Στελλάτου – της ανατρεπτικής Ομάδας Εδάφους (1986-2002) όπου ο ίδιος συνέλαβε, σκηνοθέτησε και χορογράφησε όλες τις παραγωγές της… Το άλμα από τα πρώτα underground χρόνια του σε εναλλακτικούς χώρους όπου διεκδίκησε και πέτυχε το ενδιαφέρον του «ψαγμένου» κοινού ως το κερδισμένο στοίχημα των Ολυμπιακών Αγώνων με τις γοητευτικές εικόνες του να ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο προκαλώντας γενικό ενθουσιασμό ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακό. Η επάνοδος στα καθ’ ημάς, με ένα άλλο πρόσωπο, εν τούτοις, αυτό των μεγάλων σκηνών του κέντρου της –προ κρίσης –Αθήνας και από εκεί η εμφάνισή του στην Αποθήκη του Φεστιβάλ Αθηνών στην οδό Πειραιώς ήρθε να αποδείξει, ει μη τι άλλο, την προσαρμοστικότητά του… Επιστροφή ή άφιξη σε ένα νέο σημείο; Ο ίδιος έχει δώσει την απάντηση…
Η μεταολυμπιακή πορεία

Μιλώντας στο «Βήμα» έναν περίπου χρόνο πριν, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σκιαγραφούσε τη μεταολυμπιακή πορεία του. Μετά το πολυσυζητημένο «2» του 2006 και την αναβίωση της δημοφιλούς «Μήδειας» το 2008, συνειδητοποίησε ότι οι παραστάσεις αυτές είχαν να κάνουν με έναν εαυτό περασμένο, όχι με τον μελλοντικό. «Οταν λοιπόν ο Γιάννης Χουβαρδάς μου ζήτησε να δημιουργήσω ένα έργο για τα εγκαίνια της ιστορικής σκηνής του Τσίλλερ έφτιαξα το «Πουθενά», το οποίο θεωρώ το πρώτο έργο της τωρινής μου ύπαρξης» έλεγε χαρακτηριστικά. Η εν λόγω παραγωγή ανέβηκε το 2009, χρονιά κατά την οποία ο Παπαϊωάννου επιμελήθηκε επίσης την έκθεση «Heaven Live» της 2ης Μπιενάλε της Αθήνας, από κοινού με τον εικαστικό Ζάφο Ξαγοράρη. Το 2010 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με υποτροφία του Ιδρύματος Fulbright και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δημιούργησε το «Κ.Κ.» παρουσιάζοντας τη μουσική της Λένας Πλάτωνος επάνω σε 13 ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Τόσο στο «Πουθενά» όσο και στο «Μέσα» που ακολούθησε το 2011 δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές, το σύνολο ήταν αυτό που είχε τον κύριο ρόλο. Η εισπρακτική αποτυχία του δεύτερου ήταν, πάντως, κατά δήλωσή του ένα μήνυμα «δυσκολοχώνευτο και σαφές». Τον πείραξε, άραγε; «Με αυτό το έργο επιχείρησα να χρησιμοποιήσω τη μεγάλη πλατφόρμα η οποία μου είχε δοθεί για να κάνω ένα τεράστιο πείραμα, καθαρά καλλιτεχνικής φύσεως» έλεγε στην ίδια συνέντευξη στο «Βήμα». «Θέλησα να εκμεταλλευτώ τη φόρα που μου είχε δώσει η προηγούμενη εισπρακτική επιτυχία για κάτι, κατά τη γνώμη μου, ανατρεπτικό και ενεργοφόρο. Το αποτέλεσμα δεν επικοινώνησε στην κλίμακα που θα επέτρεπε στους παραγωγούς που με εμπιστεύθηκαν να το επιχειρήσουν ξανά. Με αυτή την έννοια, ναι, με πείραξε. Οτι δηλαδή σε μερικά χρόνια που ενδεχομένως θα το συζητάμε, θα βρεθούν να το έχουν ζήσει μόνο 11.000 άνθρωποι. Και ξέρετε, το «Μέσα» ήταν κάτι που δεν στήνεται ξανά καθόλου εύκολα…» . Ωστόσο, ο ίδιος παραδεχόταν πως είναι καλομαθημένος σε ό,τι αφορά την απήχηση στο κοινό. Από τα πρώτα χρόνια της διαδρομής του, έλεγε, είχε συνηθίσει στη μεγάλη ανταπόκριση. «Τώρα που τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, η απήχηση εξακολουθεί να είναι μεγάλη, αλλά φάνηκε πια πως οι πραγματικοί ενδιαφερόμενοι για την καλλιτεχνική μου δουλειά είναι λιγότεροι από αυτούς που εμφανίστηκαν με τη φόρα των Ολυμπιακών. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Οσο μεγαλώνεις, προτιμάς να σε αγαπούν γι’ αυτό που είσαι. Εχεις ανάγκη να λες τη γνώμη σου» δήλωνε συγκεκριμένα.
Η επιστροφή στη σκηνή

Η «Πρώτη Υλη» (2012) παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και σηματοδότησε την επιστροφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου στη σκηνή, στον ρόλο του ερμηνευτή, ύστερα από μια δεκαετία. Οταν άρχισε να τη δουλεύει, έχει πει, η κρίση είχε ήδη ενσκήψει και ο ίδιος είχε αναγκαστεί να ξενοικιάσει το ακριβό του στούντιο και να συγκεντρώσει τα πράγματά του σε έναν ημι-υπόγειο χώρο. Εβαλε, λοιπόν, ένα στοίχημα με τον εαυτό του… «Θέλησα να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται τώρα: με ποιον τρόπο μπορεί να δημιουργήσει κανείς χωρίς κανένα μέσο» έλεγε συγκεκριμένα. «Αυτή είναι μια κατάσταση, άλλωστε, στην οποία γνώριζα να λειτουργώ καλά για χρόνια, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα. Σκέφτηκα ότι αν πράγματι κατάφερνα να φτιάξω κάτι ενδιαφέρον, θα ήταν μια κίνηση η οποία θα δήλωνε στο περιβάλλον κάτι θετικό: ότι τελικά δεν έχει τόση σημασία το να μη διαθέτεις μέσα. Στην περίπτωσή μου, μάλιστα, ακριβώς επειδή είχα την τύχη να μου προσφερθούν πολλά μέσα, θεώρησα ότι αυτό θα είχε ίσως μια επιπλέον σημασία. Ετσι προέκυψε η «Πρώτη Υλη»» συνέχιζε καταλήγοντας ότι, τελικά, δεν πρόκειται για επιστροφή αλλά για άφιξη σε ένα νέο σημείο «το οποίο, όμως, επειδή οι δρόμοι δεν είναι ευθύγραμμοι ποτέ, συναντάται με κάτι αρχικό…».
Η «Πρώτη Υλη» παρουσιάστηκε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στη Νέα Υόρκη, στο Εδιμβούργο και στη Μόσχα ενώ το 2013 επέστρεψε ανανεωμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών. Από αυτό το εργαστήρι προκύπτει και το «Still Life», ένα έργο που απογυμνώνει τα συνθετικά του υλικά. Επτά ερμηνευτές, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, πραγματώνουν το σκηνικό σύμπαν της νέας παράστασης.

Διεθνής καριέρα
Πολύς λόγος έχει κατά καιρούς γίνει για το αν και κατά πόσο ο Παπαϊωάννου κατάφερε τελικά να αξιοποιήσει τον διεθνή ενθουσιασμό που προκάλεσαν οι ολυμπιακές τελετές του 2004 για μια εξίσου διεθνή προσωπική σταδιοδρομία. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι απέτυχε σε αυτόν τον τομέα ενώ θα έπρεπε να έχει πετύχει. «Ανήκω σε μια γενιά που είχαμε ταμπού να κοιτάξουμε την καριέρα μας» δήλωνε πέρυσι. «Η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι είτε είσαι άχρηστος και έδινες μεγάλη σημασία στο θέμα της καριέρας, μέσω δημοσίων σχέσεων κ.λπ., είτε είσαι πραγματικός καλλιτέχνης και τα πράγματα γίνονταν από μόνα τους. Ανόητο ταμπού!». Συνέχιζε λέγοντας πως, παρ’ όλο που πολλοί άνθρωποι πιστεύουν το αντίθετο, ο ίδιος έμεινε εντελώς ανεκπαίδευτος στο να οργανώνει τις κινήσεις του στρατηγικά σε σχέση με την καριέρα του. «Εφθασα σε ένα σημείο να είμαι αρκετά καλομαθημένος» παραδεχόταν. «Χρειάζομαι καλές συνθήκες, κυρίως άνεση χρόνου, και φυσικά έτσι δεν είμαι ανταγωνιστικός σε μια άλλη χώρα όπου αντικειμενικά δεν έχουν κανέναν λόγο να εμπιστευθούν έναν μεσήλικο ξένο καλλιτέχνη και να του δώσουν τέσσερις μήνες για να φτιάξει ένα έργο. Γι’ αυτό λέω ότι απέτυχα σε αυτό. Η «Πρώτη Υλη» βέβαια έχει αρχίσει να γίνεται περιζήτητη στο εξωτερικό οπότε, ποιος ξέρει; Στην τελευταία στροφή, λίγο προτού τα φτύσω εντελώς, ίσως να γίνει και αυτό…».

πότε & πού:
Το «Still Life» παρουσιάζεται μεταξύ 23 Μαΐου και 8 Ιουνίου (εκτός Δευτέρας και Τρίτης) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Με τους: Α. Σερβετάλη, Δ. Σκώτη, Μ. Θεοφάνους, Α. Πανταζάρα, Καλλιόπη Σίμου, Παυλίνα Ανδριοπούλου και τον Δ. Παπαϊωάννου. Εικαστική σύλληψη – σκηνοθεσία -κοστούμια – φωτισμοί: Δ. Παπαϊωάννου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ