Paul Auster
Η τριλογία της Νέας Υόρκης:
Γυάλινη πόλη, Φαντάσματα,
Το κλειδωμένο δωμάτιο
Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,
σελ. 432, τιμή 16,60 ευρώ

Το 1982 ο εκδοτικός οίκος Random House στις ΗΠΑ εξέδωσε μια δίγλωσση (αγγλικά και γαλλικά) ανθολογία γαλλικής ποίησης του 20ού αιώνα. Είναι η καλύτερη που κυκλοφορεί στον αγγλόφωνο κόσμο. Ο επιμελητής –και μεταφραστής αρκετών ποιημάτων –στην εξαίρετη εισαγωγή του προτάσσει μια φράση του Γουάλας Στίβενς: «Τα αγγλικά και τα γαλλικά συνιστούν μία γλώσσα».

Το μότο έχει ιδαίτερη σημασία, όχι μόνο διότι ο επιμελητής εξηγεί τη βαθιά επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην αγγλική (και βεβαίως στη λογοτεχνία της) από τoν 14ο ακόμη αιώνα, αλλά και γιατί ο ίδιος έζησε τη δεκαετία του 1970 στη Γαλλία μεταφράζοντας στα αγγλικά γάλλους ποιητές και πεζογράφους. Κι ακόμη περισσότερο: επειδή τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία της ανθολογίας θα εξέδιδε μια νουβέλα, τη Γυάλινη πόλη, που θα την υποδεχόταν με ύμνους η κριτική και θα σάρωνε σε πωλήσεις. Ονομα του συγγραφέα: Πολ Οστερ.

Ο αμερικανός συγγραφέας Πολ Οστερ

Ακολούθησαν άλλες δύο νουβέλες: τα Φαντάσματα και Το κλειδωμένο δωμάτιο που απαρτίζουν την Τριλογία της Νέας Υόρκης, το διασημότερο –αν όχι και το σημαντικότερο –έργο του.

Η Γυάλινη πόλη απορρίφθηκε από 17 εκδότες και τελικά την εξέδωσε ο μικρός εκδοτικός οίκος Sun and Moon Press της Καλιφόρνιας. Ο Οστερ, ποιητής ως τότε, διαπίστωνε ότι παρά τα πέντε ποιητικά βιβλία που είχε εκδώσει, προορισμός του ήταν η πεζογραφία. Το τελευταίο του ποίημα, όπως λέει ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε αρκετά χρόνια αργότερα στο περιοδικό Paris Review, το είχε γράψει το 1979. Ωστόσο η θητεία του στην ποίηση και γενικότερα στη γαλλική κι ευρωπαϊκή λογοτεχνία θα επιδρούσε αποφασιστικά στο πεζογραφικό του έργο: στο ύφος, στην τεχνική, την πλάγια γλώσσα, τη μοντέρνα ανάπτυξη των χαρακτήρων, την ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει μια ποιητική της πρόζας, σύμφωνα με τον τίτλο ενός βιβλίου του Τοντορόφ, η πεζογραφία του Οστερ ανήκει στα καλύτερα παραδείγματα αυτής της «ποιητικής».
Και οι τρεις νουβέλες είναι αστυνομικές ιστορίες. Φαινομενικά βέβαια. Στην πρώτη ο Ντάνιελ Κουίν, συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, κεντρικός ήρωας των οποίων είναι ο ντετέκτιβ Μαξ Γουόρκ που έχει το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον, λαμβάνει «μέσα στην άγρια νύχτα» ένα τηλεφώνημα. Ενας άγνωστος θέλει να μιλήσει στον ντετέκτιβ Πολ Οστερ. Ο Κουίν απαντά πως πήραν λάθος αριθμό. Το τηλεφώνημα επαναλαμβάνεται την επόμενη βραδιά και τότε ο Κουίν απαντά: «Εδώ Οστερ. Σας μιλά ο Οστερ». Ο άγνωστος του ζητεί ραντεβού, όπου ο Κουίν αναλαμβάνει την παρακολούθηση ενός τύπου ονόματι Στίλμαν, για τον οποίο υπήρχαν υποψίες ότι ήθελε να σκοτώσει τον γιο του που τον είχε κλεισμένο σε ένα δωμάτιο επί εννέα χρόνια.
Ετσι ο Κουίν μεταβάλλεται σε ντετέκτιβ, δηλαδή σε μυθιστορηματικό πρόσωπο –και άρα χάρτινο ήρωα του εαυτού του. Από εδώ και στο εξής τα ερωτήματα σχετικά με το τι είναι πραγματικό και τι επινοημένο διαδέχονται απανωτά το ένα το άλλο. Αυτό που επινοείται υπάρχει κι εκείνο που υπάρχει μοιάζει επινοημένο. Το υπαρξιακό βάθος αυτής της αμφισημίας είναι εμφανέστατο. Για να επιβεβαιωθεί μάλιστα, εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο ίδιος ο Πολ Οστερ. Το ποιος είναι ποιος επομένως συνιστά ζήτημα φωτισμού, θέμα της ίδιας της ύπαρξης που ορίζει και την ουσία.
Η νουβέλα επιδέχεται πολλές αναγνώσεις, όσες και οι ομοιότητες που μπορεί να βρει κανείς σε συγγραφείς σαν τον Χόθορν, τον Μπόρχες και τον Ε.Α. Πόου. (Δεν είναι συμπτωματικό το ότι ο ντετέκτιβ-ήρωας των μυθιστορημάτων του Κουίν έχει το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον, που παραπέμπει βεβαίως στο ομώνυμο διήγημα του Ε.Α. Πόου.)
Ο Μπλακ, ο Μπλου και ο Γουάιτ


Στα Φαντάσματα, τη δεύτερη νουβέλα, κάποιος Γουάιτ προσλαμβάνει τον ντετέκτιβ Μπλου για να παρακολουθεί κάποιον Μπλακ. Τα ονόματα εδώ, όπως και σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Οστερ, έχουν ειδική σημασία. Γουάιτ (White) σημαίνει λευκός, Μπλου (Blue) γαλάζιος και Μπλακ (Black) μαύρος. Η σημασία δεν είναι συμβολική αλλά μεταφυσική σχεδόν, αφού στο τέλος τα χρώματα μοιάζουν να ανακατεύονται, δηλαδή καθένας από τους ήρωες μέσα στο τριαδικό σχήμα του Οστερ αλλάζει ανακαλύπτοντας στοιχεία του εαυτού του στους άλλους δύο.
Ο Μπλακ μένει στο Μπρούκλιν Χάιτς της Νέας Υόρκης σε ένα τετραώροφο τούβλινο οίκημα. Εκεί νοικιάζει ένα διαμέρισμα και ο Μπλου που το μόνο του καθήκον είναι να τον παρακολουθεί και να στέλνει καθημερινά στον Γουάιτ τη γραπτή αναφορά του. Το μόνο που κάνει ο Μπλακ είναι να γράφει συνεχώς. Αλλά ο Μπλου θέλει να μάθει τι ακριβώς γράφει. Ετσι μπαίνει στο διαμέρισμα του Μπλακ, βρίσκει τα χειρόγραφά του, τα διαβάζει και διαπιστώνει ότι αυτά που έγραφε ο Μπλακ ήταν τα κείμενα των δικών του αναφορών.
Οι παραπάνω δύο νουβέλες είναι γραμμένες σε τρίτο πρόσωπο –με μία διαφορά. Η πρώτη σε χρόνο αόριστο και η δεύτερη σε ενεστώτα –με τρόπο ιδιοφυή, προνόμιο μόνο των συγγραφέων πρώτης γραμμής, ώστε να ενοποιούνται το παρελθόν και το παρόν στον μυθιστορηματικό χρόνο, όπου μέσω των συμβάντων εκτυλίσσεται η αφήγηση αλλά ως τελικό αποτέλεσμα τα ξεπερνά.
Η τρίτη νουβέλα έχει γραφτεί σε πρώτο πρόσωπο. Είναι σαν να αφαιρεί ο συγγραφέας τις περσόνες που χρησιμοποίησε στις δύο προηγούμενες ή σαν να φτάνει στην τελευταία κούκλα (όπως συμβαίνει με τις ρωσικές κούκλες, τις λεγόμενες μπάμπουσκες) και να θέλει να μιλήσει ευθέως και ο ίδιος. Αλλά κι αυτό είναι ένα τέχνασμα, όπως το μπορχεσιανό «Ο Μπόρχες κι εγώ».
Ο αφηγητής εδώ λέγεται Οστερ, που κάποια μέρα παίρνει μια επιστολή από κάποια Σόφη Φάνσοου που τον πληροφορεί ότι είναι η σύζυγος ενός παιδικού του φίλου και ότι ο τελευταίος έχει εξαφανιστεί. Ο Φάνσοου είναι συγγραφέας. Προτού εξαφανιστεί, άφησε παραγγελία ο παλαιός του φίλος Οστερ να αναλάβει τη φροντίδα της έκδοσης των βιβλίων που είχε γράψει. Η επιθυμία του εκτελείται και τα βιβλία εκδίδονται. Στο μεταξύ ο Οστερ ερωτεύεται τη Σόφη που έχει ένα παιδί με τον Φάνσοου, και πολύ σύντομα ζουν μαζί, και αποκτούν μάλιστα κι ένα παιδί. Ο Φάνσοου προφανώς έχει πεθάνει, τα βιβλία του όμως γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και αυτό που θα υπέθετε κανείς είναι πως εφεξής η Σόφη Φάνσοου και ο Οστερ θα ζούσαν μια ήρεμη, άνετη κι ευτυχισμένη ζωή. Ομως όλα ανατρέπονται τη μέρα που «εμφανίζεται» ο Φάνσοου, που ζητεί να συναντηθεί με τον Οστερ. Δεν πρέπει να αποκαλύψω τι ειπώθηκε στη συνάντησή τους στη Βοστώνη, αλλά η περιγραφή της θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του αναγνώστη.
Νέα Υόρκη: μια πόλη γεμάτη καθρέφτες


Η Τριλογία είναι από τα βιβλία που τα διαβάζεις απνευστί –όπως τα καλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Οχι μόνο –ή όχι τόσο –για να δεις τι θα συμβεί παρακάτω αλλά για να βρεις την απάντηση στο ερώτημα γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν. Το ερώτημα μένει αναπάντητο ως το τέλος, επειδή η ύπαρξη δεν εξηγείται, επειδή υπάρχουμε γιατί κι εκείνη υπάρχει, επειδή η σημασία και το βίωμα είναι ένα και το αυτό. Οι ιστορίες του Πολ Οστερ λαμβάνουν χώρα στη Νέα Υόρκη, μια πόλη τόσο πραγματική όσο και φανταστική, γεμάτη καθρέφτες, όπου το είδωλο δίνει τη θέση του στο πράγμα και αντιστρόφως, μια πόλη γυάλινη, σύμφωνα με τον τίτλο της πρώτης νουβέλας. Στις ΗΠΑ, λόγω των διακειμενικών συγκρίσεων, πολλοί τη χαρακτήρισαν «μεταμοντέρνα» –σύμφωνα με την τάση να χαρακτηρίζεται μεταμοντέρνα κάθε αντισυμβατική αφήγηση. Αλλά η αφήγηση του Οστερ είναι ρεαλιστική, μόνο που ανατρέπεται εκ των έσω, γι’ αυτό και προτιμώ αυτό που είπε ο Ντον Ντελίλο, ένας άλλος σημαντικός σύγχρονος αμερικανός πεζογράφος: ότι το επίτευγμα του Οστερ συνίσταται στο ότι «χτίζει ένα παραδοσιακό οικοδόμημα αφήγησης με μοντέρνο εσωτερικό». Ο Πόου εμπνέει τον Οστερ όπως και ο Χόθορν του Αλικου γράμματος (αλλά ο Χόθορν ανήκει στους κλασικούς που δεν πολυδιαβάζονται στη χώρα μας). Τον εμπνέει όμως και ο γαλλικός υπαρξισμός, τον εμπνέει κι ο Μπέκετ και γενικότερα η παράδοση της λεγόμενης υψηλής κουλτούρας, όπως την όρισε ο Αντόρνο. Η ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση τουτέστιν περνάει μέσα στις αφηγήσεις του και η λαϊκή κουλτούρα του Νέου Κόσμου μεταμορφώνεται σε λογοτεχνία πρώτης γραμμής.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη χώρα μας πριν από χρόνια από άλλον εκδότη. Αυτή είναι η νέα, η «μόνη νόμιμη» –όπως αναγράφεται στην πίσω πλευρά του εξωφύλλου –έκδοση. Και η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου, που φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο με τις απαραίτητες σημειώσεις στο τέλος, είναι σαφώς καλύτερη της παλαιάς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ