Δεν διακρίνεται από τώρα προς τα πού θα στραφούν οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανού προέδρου. Υπάρχουν φυσικά πλήθος θέματα τα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απασχόλησαν και απασχολούν την Ουάσιγκτον και στα οποία αναμένεται να δώσει κάποια απάντηση. Η Ουκρανία σε συνδυασμό με το «τι θα κάνουμε με τον Πούτιν» είναι τα πιο πρόσφατα, αλλά και η Συρία σε συνάρτηση με την αποτυχία των συνομιλιών Ισραήλ – Παλαιστινίων, οι συνομιλίες για τα πυρηνικά του Ιράν, η αδυναμία της Αμερικής να κλείσει εμπορική συμφωνία με την Ιαπωνία, παρότι ο Ομπάμα της προσέφερε πλήρη συμπαράσταση στην εδαφική διένεξή της με την Κίνα. Και το αιματηρό χάος που κυριαρχεί στο Ιράκ, από όπου ο Ομπάμα απέσυρε τις αμερικανικές δυνάμεις, ενώ κάτι χειρότερο αναμένεται ως το τέλος του χρόνου, όταν οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν και από το Αφγανιστάν.
Οι επικριτές του Μπαράκ Ομπάμα –το Κογκρέσο είναι πρωτοπόρος σε κορόνες επιθετικότητας –έχουν κάποια βάση. Πραγματικά ο Ομπάμα εγκατέλειψε την «κόκκινη γραμμή» για τη Συρία και τον Ασαντ, οι κυρώσεις στη Ρωσία είναι μάλλον επιδερμικής βαρύτητας και η αμερικανική αξιοπιστία κάνει νερά διεθνώς, όπως του έδειξε η καγκελάριος Μέρκελ την περασμένη εβδομάδα. Αλλά οι επικριτές του δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα, δηλαδή ότι η μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική κατέρρευσε. Δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ότι ο κόσμος, ο συσχετισμός των δυνάμεων, η ίδια η Αμερική δεν είναι αυτά που ήταν πριν από δέκα ή και λιγότερα χρόνια.
Ο Ομπάμα δεν είναι ασφαλώς θεαματικός στις εξωτερικές σχέσεις, δεν είναι Νίξον, ούτε καν Κλίντον.
Είναι ρεαλιστής, δίνει προτεραιότητα στη διπλωματία και δεν δυσκολεύεται να κάνει και κάποιες υποχωρήσεις, όπως στις συνομιλίες με το Ιράν. Ακόμη πιο σημαντικό, αισθάνεται και ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθημα. Μόνο το 14% των Αμερικανών νομίζει ότι οι ΗΠΑ «οφείλουν κάτι» στην Ουκρανία (δημοσκόπηση του YouGov). Μάλιστα ο ένας στους δύο Αμερικανούς πιστεύει ότι οι ΗΠΑ «δεν πρέπει να έχουν τόσο ενεργό ρόλο στα διεθνή», κατά δημοσκόπηση του NBCTV, και ένα 47% είναι σαφέστατα εναντίον κάθε στρατιωτικής εμπλοκής. Οι Αμερικανοί μένουν ήσυχοι, αρκούνται στο «σκληρές δηλώσεις αλλά όχι πολεμική επέμβαση». Το Βιετνάμ και οι εκστρατείες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν με τις δεκάδες χιλιάδες αμερικανούς νεκρούς και το απύθμενο δημόσιο χρέος τούς δίδαξαν.
Οπως είναι επόμενο, αυτή η αδράνεια (;) της Αμερικής ενοχλεί εκείνους που στηρίζουν τη στρατηγική τους στις λεγόμενες αμερικανικές εγγυήσεις –έστω φραστικές μόνο. Το Ισραήλ, η Ιαπωνία, τα Εμιράτα και τα βασίλεια της Αραβικής χερσονήσου ανησυχούν, η Βρετανία του Κάμερον «απογοητεύεται» καθώς στην Ουάσιγκτον ακούγονται και προτάσεις για επιστροφή στον απομονωτισμό. Αλλοι επιχειρούν να επωφεληθούν από αυτό το «αμερικανικό κενό» και να αναδειχθούν προστάτες στην περιοχή τους. Το επιχείρησε πρώτη η Τουρκία του Ερντογάν –για να της γίνουν ευγενείς «συστάσεις» να μην προχωρήσει από τους υπουργούς Εξωτερικών και Αμυνας Τζον Κέρι και Τσακ Χέιγκελ. Η Νότια Κορέα έκανε κάποιες βολιδοσκοπήσεις προς Βιετνάμ και Ταϊβάν αλλά «δεν βρήκε ανταπόκριση». Η Κίνα δεν θα δεχθεί υποκατάστατο της Αμερικής στην περιοχή της. Αλλες χώρες σε άλλες περιοχές; Το μέλλον θα δείξει.
Αλλαγές
Πριν από επτά χρόνια
Οταν ο Μπαράκ Ομπάμα έγραφε στο «Foreign Affairs» ότι «θα χρησιμοποιήσουμε στρατιωτική δύναμη και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν την αυτοάμυνά μας (…), θα υποστηρίξουμε φίλους και θα (τους) παράσχουμε ασφάλεια» ήταν αρχές του 2007. Πριν από μόλις επτά χρόνια, ούτε ιδέα ανατροπής υπήρχε στη Βόρεια Αφρική, η οικονομία της Κίνας εξακολουθούσε να βρίσκεται πολύ πίσω από αυτήν της Αμερικής και η Ρωσία δεν έδινε στην Ευρώπη το ένα τρίτο της ενέργειας που θέλει η οικονομία της. Και βέβαια το δημόσιο χρέος της Αμερικής ήταν κατά 41% μικρότερο του σημερινού.
Αλλαγές
Πριν από επτά χρόνια
Οταν ο Μπαράκ Ομπάμα έγραφε στο «Foreign Affairs» ότι «θα χρησιμοποιήσουμε στρατιωτική δύναμη και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν την αυτοάμυνά μας (…), θα υποστηρίξουμε φίλους και θα (τους) παράσχουμε ασφάλεια» ήταν αρχές του 2007. Πριν από μόλις επτά χρόνια, ούτε ιδέα ανατροπής υπήρχε στη Βόρεια Αφρική, η οικονομία της Κίνας εξακολουθούσε να βρίσκεται πολύ πίσω από αυτήν της Αμερικής και η Ρωσία δεν έδινε στην Ευρώπη το ένα τρίτο της ενέργειας που θέλει η οικονομία της. Και βέβαια το δημόσιο χρέος της Αμερικής ήταν κατά 41% μικρότερο του σημερινού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ