Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκή Ένωσης ακυρώνει την οδηγία για τη διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών για τροχαίες παραβάσεις που έχουν σχέση με την οδική ασφάλεια.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης στις 19 Μαρτίου 2008, η Επιτροπή υπέβαλε στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας που αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με ορισμένες τροχαίες παραβάσεις, καθώς και τη διευκόλυνση της διασυνοριακής εκτελέσεως των συνδεόμενων με αυτές κυρώσεων. Η πρόταση αυτή βασιζόταν στην αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας των μεταφορών.
Στις 25 Οκτωβρίου 2011, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 2011/82, χρησιμοποιώντας, εντούτοις, ως νομική βάση την αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας. Εκτιμώντας ότι η οδηγία είχε εκδοθεί με εσφαλμένη νομική βάση, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι η οδηγία καθιερώνει μια διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών ως προς οκτώ συγκεκριμένες παραβάσεις σε σχέση με την οδική ασφάλεια (υπέρβαση ταχύτητας, μη χρήση της ζώνης ασφαλείας, παραβίαση φωτεινού κόκκινου σηματοδότη, οδήγηση σε κατάσταση μέθης, οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, μη χρήση προστατευτικού κράνους, χρήση απαγορευμένης λωρίδας και παράνομη χρήση κινητού τηλεφώνου ή άλλης συσκευής επικοινωνίας κατά την οδήγηση). Και επισημαίνεται ότι «τα κράτη μέλη μπορούν, επομένως, να έχουν πρόσβαση, στα εθνικά σημεία επαφής άλλων κρατών μελών, στα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων εθνικά τους δεδομένα προκειμένου να εντοπίζεται το άτομο που ευθύνεται για την παράβαση».
Στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι πρέπει να εξετασθεί ο σκοπός καθώς και το περιεχόμενο της οδηγίας, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον αυτή εκδόθηκε εγκύρως βάσει της αστυνομικής συνεργασίας.
Όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο κύριος ή προεξάρχων σκοπός της οδηγίας είναι η βελτίωση της οδικής ασφάλειας: πράγματι, καίτοι είναι αληθές ότι η οδηγία καθιερώνει ένα σύστημα διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με παραβάσεις που έχουν σχέση με την οδική ασφάλεια, εντούτοις, το σύστημα αυτό δημιουργείται ακριβώς προκειμένου να μπορέσει η Ένωση να επιδιώξει τον σκοπό που συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας».
Όσον αφορά το περιεχόμενο της οδηγίας, το Δικαστήριο αναφέρει ότι «το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών συνιστά ένα εργαλείο μέσω του οποίου η τελευταία αποσκοπεί στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας. Πράγματι, τα μέτρα που αφορούν στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας εμπίπτουν στην πολιτική στον τομέα των μεταφορών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συνάγει ότι, τόσο εκ του σκοπού της όσο και εκ του περιεχομένου της, η οδηγία συνιστά μέτρο που επιτρέπει τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών και έπρεπε, επομένως, να έχει εκδοθεί με αυτή τη βάση».
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, επίσης, ότι η οδηγία «δεν συνδέεται άμεσα με τους στόχους της αστυνομικής συνεργασίας, στο μέτρο που αυτοί αφορούν, αφενός, στην ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων και, αφετέρου, στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας».
Έτσι το Δικαστήριο οδηγείται στην απόφαση ότι η οδηγία πρέπει να ακυρωθεί και εξετάζει τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως αυτής, όπως ζήτησε η Επιτροπή. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, «δεδομένης της σημασίας που έχει η επιδίωξη των σκοπών της οδηγίας όσον αφορά τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, η ακύρωσή της χωρίς διατήρηση των αποτελεσμάτων της ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υλοποίηση της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα των μεταφορών».
Επιπλέον, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 7 Νοεμβρίου 2013. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεωρεί ότι «σημαντικοί λόγοι νομικής ασφάλειας δικαιολογούν την εκ μέρους του Δικαστηρίου διατήρηση των αποτελεσμάτων της οδηγίας έως τη θέση σε ισχύ, εντός ευλόγου προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, νέας οδηγίας στηριζόμενης στην προσήκουσα νομική βάση (ήτοι στην ασφάλεια των μεταφορών)».