Άργησε, αλλά ήρθε. Ύστερα από καθυστέρηση 11 μηνών, η ΝΕΡΙΤ έκανε τα εγκαίνια της την περασμένη Κυριακή. Όμως και καθόλου να μην ερχόταν, η απουσία της δεν θα γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτή – έτσι όπως δεν έγινε αισθητή και η παρουσία της την Κυριακή.
Στα μέσα ενημέρωσης, όπως και παντού αλλού, ισχύει η τέχνη των «μικρών διαφορών». Αυτή μεταδόθηκε προφανώς εύκολα από την παλιά ΕΡΤ στη ΝΕΡΙΤ: Μικρές και πολλές ειδήσεις, όχι κραυγαλέα πάνελ. Όμως αυτό δεν φτάνει για να κάνει τη μεγάλη διαφορά. Στις 48 ώρες που εξέπεμψε ο νέος σταθμός έδειξε ότι είναι εξίσου άνευρος, άχρωμος και φιλοκυβερνητικός με τον παλιό. Το ενδιαφέρον που διεγείρει στο κοινό είναι έτσι εκ των προτέρων περιορισμένο. Εξαίρεση αποτελεί το «μπάχαλο» στο εσωτερικό του που οδήγησε και στην πρόσφατη παραίτηση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του Γιώργου Προκοπάκη.
Έχει ο καιρός γυρίσματα: Ο Μάιος του 2014 δεν είναι ο Ιούνιος του 2013, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά έκλεισε πραξικοπηματικά την EΡΤ. Η πεντάμηνη λειτουργία μιας αυτοδιοικούμενης και ανεξάρτητης ΕΡΤ έδειξε ότι μπορεί σήμερα να υπάρξει μια εναλλακτική ραδιοτηλεόραση, που αναδεικνύει προβλήματα, προβληματίζει και αρέσει πραγματικά στο κοινό. Με αυτό το κριτήριο, η ΝΕΡΙΤ (παρά την εγνωσμένη ικανότητα μεγάλου μέρους του προσωπικού της) είναι μια «ψόφια γέννα», που εξοντώνει (βλέπε Γ. Προκοπάκη) και τους γεννήτορές της.
Πέρα ωστόσο από το κυβερνητικό αλαλούμ, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί επίσης πρόβλημα – αν και εντελώς διαφορετικής τάξης. Οι ηγέτες του αδυνατούν προφανώς να καταλάβουν τι συνέβη πραγματικά τον Ιούνιο του 2013. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί η δήλωσή τους, ότι αν αναλάβουν την κυβέρνηση θα επαναφέρουν την ΕΡΤ στο παλιό καθεστώς της. Όχι βέβαια με την μορφή του κυβερνητικού παραμάγαζου, όπως ήταν τότε, αλλά ενός ανεξάρτητου σταθμού, η διοίκηση του οποίου «θα πρέπει να τυγχάνει αυξημένης πλειοψηφίας του ελληνικού κοινοβουλίου» (Πηγή: Τυπολογίες).
Έτσι πετούν στον κάδο ότι τους σερβίρουν στο πιάτο: Ένα μοναδικό στον κόσμο μοντέλο αυτοδιαχείρισης, το οποίο, ύστερα από πολύμηνη επιτυχή εφαρμογή, θα έπρεπε κανονικά να το έχουν πάνω-πάνω στο μενού τους.
Μια αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ δεν είναι φυσικά εύκολη υπόθεση. Για να γίνει πράξη πρέπει να γίνουν πολλά – με αποκορύφωμα μια νέα πλειοψηφία στη Βουλή, που θα προωθήσει τέτοια «μεταρρύθμιση του αιώνα».
Μέχρι τότε όμως πρέπει να ξεριζωθεί ένας φαινομενικά αξερίζωτος μύθος: Ότι η παλιά ΕΡΤ ζει και να βασιλεύει. Οι μυθοπλάστες, που προέρχονται από τις τάξεις εκείνων που κράτησαν ζωντανή την ΕΡΤ στο μεσοδιάστημα Ιούνιος-Νοέμβριος του 13, θυμίζουν κάπως τους στρατιώτες του ιαπωνικού στρατού που κρύβονταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε δάση νομίζοντας ότι ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Ψυχολογικά, ο μύθος αυτός σίγουρα τους βοηθάει – πολιτικά όχι. Κι αυτό για δυο λόγους:
Πρώτον, επειδή, ανεξάρτητα από τη νομική εγκυρότητά του, το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι δεδομένο, όχι μόνο ντε φάκτο, αλλά (ύστερα από την έγκριση του από το Συμβούλιο Επικρατείας) και νομότυπα – παρά τις ενστάσεις περί της αντισυνταγματικότητάς του.
Και, δεύτερον, επειδή δημόσια ραδιοτηλεόραση χωρίς δημόσιο εντολέα δεν γίνεται. Υπό κανονικές συνθήκες, ο εντολέας αυτός είναι το κράτος. Υπό μη κανονικές, σε περίπτωση δηλαδή «ανώμαλων» ιστορικών καταστάσεων, ο εντολοδόχος μπορεί να γίνει η λεγόμενη «αντί-δημοσιότητα» (Γιούργκεν Χάμπερμας), ήτοι μια σημαντική ομάδα πολιτών, η οποία έχει χειραφετηθεί από τον κρατικό έλεγχο. Μια τέτοια ομάδα, για παράδειγμα, ήταν ο εντολοδόχος του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου το 1973, και κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με την «ελεύθερη» ΕΡΤ τον Ιούνιο-Νοέμβριο του 2013.
Η ΕΡΤ έχει χάσει και τους δύο εντολείς: Πρώτα την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά (Ιούνιος του 13), και ύστερα εκείνο το «εξεγερμένο» κοινό, που έπαψε μετά την κατάληψη του Ραδιομεγάρου να ενδιαφέρεται γι αυτήν (Νοέμβριος του 13).
Έφυγε η αντι-δημοσιότητα, έφυγε και η ΕΡΤ. Ούτε η καταγγελία του κλεισίματός της, ούτε η ηρωική συνέχιση των προσπαθειών των τελευταίων Μοϊκανών της μπορούν να τη διατηρήσουν στη ζωή. Το ότι η ΕΤ3 στη Θεσσαλονίκη, καθώς και πολλοί περιφερειακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί κατορθώνουν να επιζούν ως δημόσιοι φορείς, οφείλεται ακριβώς στην υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών. Στην Αθήνα πάντως ΕΡΤ δεν υπάρχει. Το υποκατάστατό της, που εγκαταστάθηκε απέναντι από το Ραδιομέγαρο σε γραφεία της ΠΟΣΠΕΡΤ, θυμίζει ζόμπι. Χωρίς δημόσιο εντολέα δεν έχει δημόσια υπόσταση – όσο πλούσιο και ελκυστικό κι αν είναι το πρόγραμμα που παράγει.
Το λιγότερο που θα περίμενε λοιπόν κανείς από ένα αριστερό κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ είναι, πρώτον, ότι θα αντιτασσόταν σε αυτόν το μύθο, και δεύτερον ότι θα υποσχόταν την ανασύσταση της ΕΡΤ με τη μορφή που είχε στο πεντάμηνο της ελευθερίας της.
Αντί γι αυτό αντιπαρέρχεται και τα δυο. Ο μοναδικός στόχος του είναι η (βελτιωμένη) αναβίωση της παλιάς καλής ΕΡΤ.
Η βελτίωση αυτή έχει ωστόσο αντιφατικές όψεις. Ορισμένες ακούγονται όμορφα: Παράδειγμα, το στήσιμο μιας ραδιοτηλεόρασης που θα είναι «πραγματικά δημόσια, έγκυρη, πλουραλιστική, αντικειμενική και όχι μνημονιακό φερέφωνο».
Άλλες πάλι προξενούν ανησυχία. Μια από αυτές σχετίζεται με την υπόσχεση για την επαναπρόσληψη των 2300 απολυθέντων υπαλλήλων και συμβασιούχων της εταιρίας. Από αυτούς, αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ, «εξαιρούνται εκείνοι που κατάλαβαν διευθυντικές θέσεις, ή συνέβαλαν στο λουκέτο της ΕΡΤ».
Με τι δικαίωμα θα κάνει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ τέτοιες εξαιρέσεις; Με το εθιμικό του τσαμπουκά, που εφάρμοζαν για μισό και πλέον αιώνα η Νέα Δημοκρατία και το ΠαΣοΚ; Ή με κάποιο ιδιώνυμο, που θα του επιτρέπει παρεμβάσεις στη διοίκηση της εταιρίας;
Είναι φανερό, ότι τέτοια «νεκρανάσταση» της ΕΡΤ θα μετατραπεί σε φιάσκο, αν εφαρμοστούν τέτοιες ρεβανσιστικές λογικές. Ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει για προσλήψεις σε δημόσιο φορέα είναι το διοικητικό του συμβούλιο, ή άλλα αρμόδια όργανα. Κι σε αυτές πρέπει να ισχύει η αρχή της ισονομίας – για όλες και όλους, δικαίους και αδίκους.
Εξίσου φανερό είναι επίσης, ότι η επαγγελλόμενη επιλογή της διοίκησης της ΕΡΤ από μια «αυξημένη πλειοψηφία του ελληνικού κοινοβουλίου» δεν λύνει το θέμα της δημοκρατικής λειτουργίας της, αν δεν συνοδεύεται από την εφαρμογή αρχών, που είναι απαραίτητες για μια δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Σε αυτές συγκαταλέγονται, μ.α.:
– Η ελευθερία έκφρασης και ο πλουραλισμός. Πουθενά αλλού δεν είναι αυτό τόσο απαραίτητο, όσο σε ένα μέσο που ζει από την ελευθερία της κίνησης ειδήσεων και ιδεών. Αν η δημοσιότητα γενικά είναι «η πολιτική μορφή της συλλογικής συνείδησης» (Φόλκερ Γκέρχαρτ), τότε το καθήκον ενός δημόσιου φορέα είναι να την αποτυπώνει σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της – δεξιές, κεντρώες και αριστερές.
– Οι δημόσιες αξίες (Public Values). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κατάκτηση του κλάδου τα τελευταία 15 χρόνια, με πρώτο διδάξαντα το βρετανικό BBC. Σημαίνει, ότι οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να έχουν ως βασικό γνώμονα της λειτουργίας τους την υπεράσπιση των δημόσιων αξιών (δημοκρατία, ισονομία, πολιτικό προβληματισμό, άρτια ενημέρωση, πρόγραμμα υψηλής αισθητικής, κλπ.) – σε αντίθεση με τους ιδιωτικούς σταθμούς, οι οποίοι (χωρίς να παραβλέπουν πάντα τις δημόσιες αξίες) έχουν ως βασικό γνώμονα το κέρδος. Η αξιολόγηση τέτοιων φορέων κυρίως στη Δυτική Ευρώπη γίνεται κυρίως στη βάση αυτού του κριτηρίου. Άλλα κριτήρια, όπως η θεαματικότητα, η ακροαματικότητα και η κερδοφορία έπονται από μακριά.
– Η απεξάρτηση από την κυβέρνηση και τα κόμματα. Ένα αντιθετικό μοντέλο δηλαδή, από εκείνο που ίσχυε ανέκαθεν στην Ελλάδα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠαΣοΚ, και συνεχίζεται και σήμερα με τη ΝΕΡΙΤ (παρά την προσπάθεια πολλών δημοσιογράφων της να διατηρήσουν στοιχειώδη ανεξαρτησία). Σε ορισμένα κράτη, όπως στη Γερμανία και την Αυστρία, η ανεξαρτησία κατοχυρώνεται από το σύνταγμα και καλό θα ήταν να γίνει το ίδιο και στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι όμως τι θα γίνει μέχρι τότε, ιδίως αν αναλάβει την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ: Θα αναθέσει σε δικά του στελέχη να διευθύνουν την ΕΡΤ, έτσι όπως το έκαναν με κάθε αλλαγή κυβέρνησης το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία, ή θα εφαρμόσει αμέσως ένα μεταβατικό σχέδιο, που θα αποκλείει κάθε εξωγενή ανάμιξη στα εσωτερικά της; Αλλά ούτε και η αναγγελθείσα επιλογή της διοίκησης της ΕΡΤ από αυξημένη πλειοψηφία του ελληνικού κοινοβουλίου λύνει το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της. Με αυτό μπορεί το πολύ να επιτύχει μια μεγαλύτερη ισορρόπηση στην επιρροή των κοινοβουλευτικών κομμάτων στην ΕΡΤ – την ώρα που το ζητούμενο είναι ο αποκλεισμός τους από τη σύνθεση των οργάνων και τη λειτουργία της.
Κατά παράδοξο τρόπο, όλο αυτό το ευρωπαϊκό κεκτημένο βρίσκεται πίσω από το ελληνικό: Το κεφάλαιο, που δημιούργησαν οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ στο πεντάμηνο Ιούνιος-Νοέμβριος του 2013, ενσωματώνει το ευρωπαϊκό και πηγαίνει πολύ μακρύτερα από αυτό. Γι αυτό και δεν επιτρέπεται να πάει χαμένο. Η αυτοδιαχείριση στην οργάνωση, υψηλά ενημερωτικά και αισθητικά στάνταρτ και το άνοιγμα στην κοινωνία θα πρέπει να είναι το μίνιμουμ των προϋποθέσεων μιας νέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Ουτοπικός στόχος; Κάθε άλλο. Τέτοια παραδείγματα αυτοδιαχείρισης λειτουργούν από δεκαετίες άψογα στην Ελβετία και την Ολλανδία. Η πρώτη ιδιαιτερότητα τους συνίσταται, στο ότι έχουν συγχρόνως δυο εντολείς: Από τη μια το κράτος, που εκχωρεί στους αυτοδιαχειριζόμενους σταθμούς το δικαίωμα να λειτουργούν ως δημόσιοι φορείς. Και από την άλλη τα οργανωμένα μέλη των συνδέσμων, που αναλαμβάνουν αυτό το έργο, καθώς και το κοινό που τους περιβάλλει. Και η δεύτερη ιδιαιτερότητα, ότι η «αντιδημοσιότητα» με το νόημα που της δίνει ο Χάμπερμας (ήτοι οι σύνδεσμοι και το κοινό, που λειτουργούν αυτόνομα) είναι σπάνια ριζοσπαστικοποιημένη. Έτσι το κράτος μπορεί να παραιτείται εύκολα από τον άμεσο έλεγχο στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.
Στην Ελλάδα ωστόσο, το εγχείρημα της αυτοδιαχείρισης έγινε με εντελώς διαφορετικούς όρους. Τόσο οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, όσο και το κοινό που τους υποστήριζε, ριζοσπαστικοποιήθηκαν γρήγορα πολιτικά. Κι αυτό έκανε αδύνατη μια συμφωνία με την κυβέρνηση, ή τουλάχιστον τη διαρκή ειρηνική συνύπαρξη μαζί της.
Το πιθανότερο είναι λοιπόν, ότι το ριζοσπαστικό πνεύμα θα αναβιώσει σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την κυβέρνηση και προχωρήσει στην ανασύσταση της ΕΡΤ. Οι πρώην εργαζόμενοι της ΕΡΤ δεν θα περιοριστούν τότε μάλλον στο αίτημα για την άμεση λύση των επειγόντων προβλημάτων τους, όπως η ανεργία, ή η μη πληρωμή των αποζημιώσεων από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ταυτόχρονα θα ζητήσουν και το αυτονόητο: αυτοδιαχείριση. Αυτό πάλι θα αναζωπυρώσει το αίσθημα αλληλεγγύης του κοινού. Με αποτέλεσμα, την εμφάνιση μιας νέας αντιδημοσιότητας, η οποία δύσκολα θα τα «βρίσκει» με τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ.
Ίσως αυτό είναι και η λύση του αινίγματος, γιατί οι ηγέτες του κόμματος αυτού εμφανίζονται σήμερα απρόθυμοι να πάρουν από εκείνο που τους προσφέρεται στο πιάτο. Το έδεσμα θα τους έβγαινε ξινό, αφού θα συνοδευόταν από τη μερική, πιθανόν και την πλήρη απώλεια του ελέγχου στη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Και μάλλον γι αυτό δεν το θέλουν ούτε ως gourmet, ούτε ως πολιτικοί – αφού έτσι δεν θα μπορούν να γευθούν στο ακέραιο τη γλύκα της εξουσίας.