«Την πήγα για δείπνο επειδή έμοιαζε με ένα συγκινητικά αξιολύπητο άστεγο παιδί. Ξεσπούσε σε λυγμούς σε όλο το δείπνο. Δεν ενδιαφερόμουν ερωτικά για εκείνη –αυτό ήρθε αργότερα. Αρχισα να τη γνωρίζω και τη σύστησα στον Αρθουρ Μίλερ, ο οποίος επίσης γοητεύτηκε πολύ. Δεν μπορούσες να μη συγκινηθείς. Ηταν ταλαντούχα, αστεία, ευάλωτη, αβοήθητη στον φοβερό πόνο, χωρίς ελπίδα, δεν ήταν ψεύτρα, δεν ήταν διεφθαρμένη, δεν ήταν ύπουλη και κουβαλούσε εκείνη την ιστορία ορφάνιας που σου μάτωνε την καρδιά να την ακούς. Εμοιαζε με όλες τις ηρωίδες του Τσάρλι Τσάπλιν σε μία. Δεν ντρέπομαι καθόλου, ούτε ελάχιστα, που με τράβηξε. Δεν έμοιαζε με αυτό που είναι σήμερα ή σε αυτό που μοιάζει να έχει μετατραπεί. Ηταν σαν μια μικρή αδέσποτη γάτα όταν τη γνώρισα. (…) Δεν είναι η μεγάλη σεξοβόμβα, όπως διαφημίζεται. Τουλάχιστον δεν μπορώ να το πω μέσα από τη δική μου εμπειρία».
Πρόκειται για ένα γράμμα, μια ίσως κυνική επιστολή ομολογίας μιας διάσημης πλέον μοιχείας, με ημερομηνία αποστολής την 29η Νοεμβρίου του 1955. Αποστολέας και άπιστος σύζυγος, ο σκηνοθέτης Ελία Καζάν. Ερωμένη και πέτρα του σκανδάλου, η Μέριλιν Μονρόε. Παραλήπτρια, η πρώτη (και επί τριακονταετία) σύζυγος του σκηνοθέτη, Μόλι Ντέι Θάτσερ, η οποία μαθαίνει για μια απιστία που ο άνδρας της είχε διαπράξει μερικά χρόνια νωρίτερα. Η συγκεκριμένη επιστολή περιλαμβάνεται στο 649 σελίδων βιβλίο «The Selected Letters of Elia Kazan» (εκδ. Alfred A. Knopf) το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στις ΗΠΑ. Περίπου 300 γράμματα από την προσωπική αλληλογραφία του σκηνοθέτη ρίχνουν φως στην πολύπλευρη και τόσο αντιφατική προσωπικότητά του.
Σκληρός; Ομολογουμένως ναι. Ο Ελία Καζάν δεν ήταν ο άνθρωπος που θα ζητούσε εύκολα τη συγχώρεση. «Αν με εγκαταλείψεις, θα ξαναπαντρευτώ εν καιρώ και θα κάνω κι άλλα παιδιά. Είμαι οικογενειάρχης, και μάλιστα από τους καλύτερους, και θέλω μια οικογένεια. (…) Αποψή μου είναι ότι βλέπω τον κόσμο γύρω μας πολύ καλύτερα από εσένα ή οποιονδήποτε άλλον» γράφει στην τότε σύζυγό του.
Ετσι, λοιπόν, εκείνο το ξεροκέφαλο παιδί που γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1909 ως Ηλίας Καζαντζόγλου, σε έναν μαχαλά της Κωνσταντινούπολης, από έλληνες γονείς, και κατέκτησε τη Μέκκα του σινεμά, το Χόλιγουντ, δεν ζήτησε ποτέ συγχώρεση, ούτε καν για την πράξη που αμαύρωσε για πάντα το όνομά του: τον Απρίλιο του 1952 κατέδωσε στη μακαρθική Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών οκτώ ονόματα συναδέλφων του που κάποτε υπήρξαν, όπως και ο ίδιος, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος.
«Οταν ο Μπράντο στο φινάλε (σ.σ.: του «Λιμανιού της αγωνίας») φώναζε (…) «χαίρομαι για ό,τι έκανα, μ’ ακούτε; Χαίρομαι για ό,τι έκανα!», στην πραγματικότητα εγώ, με την ίδια ένταση, έλεγα πως ήμουν ευτυχής που είχα καταθέσει» θα γράψει αργότερα υπερασπιζόμενος με πείσμα τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος που άλλαξε τους όρους της υποκριτικής στις ΗΠΑ με την ίδρυση του Actors Studio, ο σκηνοθέτης που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και οικοδόμησε τον μύθο του Τζέιμς Ντιν, ήξερε να διχάζει όσο κανείς άλλος. Μεγάλος δημιουργός για τους φίλους, κυνικός προδότης για κάποιους παλιούς συντρόφους. Ο Αρθουρ Μίλερ δεν του μίλησε ξανά για δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την προδοσία του. Ο Ζυλ Ντασσέν δεν τον συγχώρεσε ποτέ, και δεν ήταν ο μόνος.
Ο Ανατολίτης

«Είχα ζήσει τα περισσότερα χρόνια της νεανικής μου ζωής μέσα σε ένα νέφος απορρίψεων» θα γράψει στην αυτοβιογραφία του «Μια ζωή», η οποία κυκλοφόρησε το 1989 στην Ελλάδα. Ο Ελία Καζάν, ο γιος του σκληρού εμπόρου χαλιών και της ευαίσθητης μητέρας που τον έστρεψε στο διάβασμα, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία τεσσάρων ετών μαζί με τους γονείς του. «Είχε οικειοποιηθεί τα χαρακτηριστικά του Ελληνα Ανατολίτη μαζί με μιαν έκφραση δυνάμεως και υπεροχής που του παρείχε η δεύτερη πατρίδα του, η Αμερική» έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις, συνθέτης της μουσικής του φιλμ «Aμέρικα, Αμέρικα» (1963), της πιο προσωπικής ίσως ταινίας του Καζάν, αφιερωμένης σε εκείνον τον θείο του ο οποίος ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία της καταπίεσης και των διωγμών των Τούρκων για να οδηγηθεί στις ΗΠΑ με το αμερικανικό όνειρο στις αποσκευές του και να καταλήξει στη θέση ενός λουστράκου στην αχανή Νέα Υόρκη.
Η συλλογή των αποκαλυπτικών επιστολών του πρόσφατου βιβλίου «The Selected Letters of Elia Kazan» φωτίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα του σκηνοθέτη. Ενώ ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας του πιεζόταν να είναι καλός για να είναι αρεστός στους ανθρώπους, και έτσι δεν ήταν ειλικρινής με τους συνεργάτες του, η ανάγνωση των επιστολών του παρουσιάζει μια διαφορετική όψη του. Για παράδειγμα, στα λεπτομερή γράμματά του προς τον Τενεσί Ουίλιαμς δεν διστάζει να του πει ότι διαβλέπει δομικά προβλήματα στο έργο του «Καμίνο ρεάλ», αλλά και στη «Λυσσασμένη γάτα».
Σε αυτόν τον τόνο, οι περισσότερες επιστολές αποπνέουν έναν δυνατό αέρα αυτοπεποίθησης από έναν καλλιτέχνη που θεωρεί ότι έχει σχεδόν πάντα δίκιο. «Ναι», έχει ομολογήσει, «υπήρξα αλαζών, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να επιζήσω ανάμεσα στα θηρία του Χόλιγουντ».
Ο σκηνοθέτης των ηθοποιών

«Λεωφορείον ο πόθος» (1951), «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), «Viva Zapata!» (1952), «Ανατολικά της Εδέμ» (1955), «Πυρετός στο αίμα» (1961) είναι μερικές μόνο από τις εμβληματικές ταινίες του Ελία Καζάν, του «Γκατζ», όπως τον φώναζαν οι φίλοι, ο οποίος ξεκίνησε ως ηθοποιός, με τις κομμώτριες μάταια να πασχίζουν να τιθασεύσουν τα μαλλιά του, ώστε να μη φαίνεται τόσο «Ανατολίτης». Πήρε, όμως, την απόφαση να εγκαταλείψει την υποκριτική και να στραφεί στη σκηνοθεσία. «Γιατί να έμενα ηθοποιός και να συνέχιζα να παίζω τα ενδιαφέροντα άλλων ανθρώπων αφού ήθελα να ασχοληθώ με τα δικά μου ενδιαφέροντα;» έχει δηλώσει.
Στο θέατρο εντρύφησε στα έργα των Τενεσί Ουίλιαμς και Αρθουρ Μίλερ. Στον κινηματογράφο ο Ντάριλ Ζάνουκ της 20th Century Fox τού εμπιστεύθηκε την πρώτη του

σκηνοθεσία με την ταινία «Χαμένα νιάτα» του 1945. Δύο χρόνια αργότερα, το 1947, μαζί με τον Λι Στράσμπεργκ και τη Στέλα Αντλερ, ίδρυσε το Αctors Studio του οποίου η περίφημη «Μέθοδος» αποτελεί ακόμη σημείο αναφοράς. Ετσι κι αλλιώς, ο Καζάν θα χαρακτηριστεί ο σκηνοθέτης των ηθοποιών, καθώς κατάφερνε να αποσπά τις πιο δυνατές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι σχέσεις του με αυτούς ήταν πάντα αρμονικές. Οι συγκρούσεις πολλές φορές ήταν απλώς αναπόφευκτες.

Ελία και Μάρλον

«Δεν θέλω σαν τρελός τον Μπράντο για αυτόν τον ρόλο. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, ίσως να είναι και λάθος. Αλλά είναι καλός ηθοποιός και αν ενθουσιαστεί με το έργο, θα δουλέψει με τη χαρά του πρωτάρη να πιάσει το νόημα και θα είναι καλός. (…) Αν δεν πάρουμε τον Μπράντο, ψηφίζω Πολ Νιούμαν. Αυτό το αγόρι σίγουρα θα γίνει αστέρας του σινεμά. Δεν έχω καμία αμφιβολία. Είναι όσο εμφανίσιμος είναι και ο Μπράντο και η αρρενωπότητά του –η οποία είναι δυνατή –είναι πιο πραγματική. Δεν είναι, βέβαια, τόσο καλός ηθοποιός όσο ο Μπράντο ακόμη, αλλά πιθανώς να μη γίνει και ποτέ».
Πρόκειται για απόσπασμα επιστολής που απέστειλε το 1953 στον Μπαντ Σούλμπεργκ, σεναριογράφο της βραβευμένης με 8 Οσκαρ ταινίας «Το λιμάνι της αγωνίας». Τελικά, ο Μπράντο επελέγη για τον ρόλο.
Οι σχέσεις του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Ο Μπράντο, μετά την κατάθεση του Καζάν στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, λέγεται ότι είχε δηλώσει πως δεν επιθυμούσε να συνεργαστούν ξανά. Φυσικά συνεργάστηκαν. Για πολλούς ο Μπράντο τού χρωστούσε πολλά. Ο Καζάν τού είχε εμπιστευτεί τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στην πρώτη θεατρική παράσταση του έργου «Λεωφορείον ο πόθος» το 1947.
«Με άλλους ηθοποιούς, έλεγα πάντα εκείνο που ήθελα: «Κάνε αυτό. Οχι, δεν μου αρέσει, θέλω να το κάνεις έτσι». Με τον Μάρλον, τα πράγματα γίνονταν κάπως έτσι: «Ακουσε αυτό και να δούμε τι θα το κάνεις»» είχε δηλώσει ο Καζάν για τη συνεργασία τους. Μάλιστα, όταν ο 23χρονος τότε Μπράντο, μπερδεμένος ανάμεσα στα νοήματα του δύσκολου ρόλου του Κοβάλσκι, έφτασε μια μέρα στις πρόβες με μεγάλη καθυστέρηση και ενώ όλος ο θίασος περίμενε να δημιουργηθεί επεισόδιο, ο Καζάν τον αγκάλιασε, του έδωσε χρήματα και τον έστειλε να φάει κάτι. «Ηταν πολύ παράξενο να βλέπεις έναν τόσο σκληρό άνθρωπο όπως ο Γκατζ να γίνεται τρυφερός» δήλωσε η παραγωγός του έργου, Αϊρίν Σέλζνικ.
Ο Καζάν, βέβαια, μπορούσε να γίνει σκληρός. Μέσα από τις επιστολές του, ενώ διαφαίνεται ότι περιφρονούσε το Χόλιγουντ, την ίδια στιγμή ήξερε να το εκμεταλλεύεται για να προωθεί τις καλύτερες συμφωνίες για τον ίδιο. Σε επιστολή που διαβάζουμε στο πρόσφατο βιβλίο με ημερομηνία την 22α Μαΐου του 1963 και παραλήπτη τον Γουόρεν Μπίτι, δεν διστάζει να γίνει πολύ αυστηρός με τον νεαρό τότε αστέρα, που ο ίδιος μάλιστα ανέδειξε μέσα από την ταινία «Πυρετός στο αίμα».
«Υπάρχει μια αντίφαση στη συμπεριφορά σου. Από τη μία πλευρά λες ότι θέλεις να γίνεις αστέρας του σινεμά. Το έχεις πει ξανά και ξανά όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε πολλούς ανθρώπους. Ομως πρέπει να σου πω ότι το να γίνεις αστέρας πρώτης γραμμής εξαρτάται όπως θα ξέρεις από τις συνεργασίες με τους σκηνοθέτες της ελίτ, πάνω σε καλά σενάρια. Και όταν αυτοί οι καλοί σκηνοθέτες ακούν ότι γίνεσαι «δύσκολος», η αντίδρασή τους είναι «ποιος το χρειάζεται»;».
Ισως ο Καζάν δεν ξέχασε ποτέ ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Πυρετός στο αίμα» ο 24χρονος τότε Μπίτι, θυμωμένος με κάτι που του είπε και ορμώμενος μάλλον από την αυθάδεια της νιότης του, τον ρώτησε γιατί έδωσε εκείνα τα ονόματα στην επιτροπή. Ο διάσημος σκηνοθέτης δεν δίστασε να τον αρπάξει από το μπράτσο και να τον πάει σε ένα μικρό δωμάτιο όπου μιλούσαν για δύο ολόκληρες ώρες. «Ο Καζάν τότε μου έδωσε την πιο σημαντική ευκαιρία στην καριέρα μου» θα πει χρόνια αργότερα ο Γουόρεν Μπίτι.
Πράγματι, ο Καζάν ήξερε να βγάζει τα καλά στοιχεία των ηθοποιών του. Αυτός εμπιστεύθηκε τον Τζέιμς Ντιν στην ταινία «Ανατολικά της Εδέμ». «Εχει τα guts» γράφει σε μια επιστολή του 1954 για τον ιδιόρρυθμο ηθοποιό. Δεν είχε σημασία αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έπρεπε να του κάνει κυριολεκτικά μπέιμπι-σίτινγκ, ώστε να μην το βάλει στα πόδια και αφήσει ξεκρέμαστη την παραγωγή.
«Η σκόνη μου δεν χρειάζεται κολακείες»

Το 1999, στην τελετή των Οσκαρ, αποφασίστηκε να του απονεμηθεί ειδικό βραβείο για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο. Ο Καζάν ίσως δεν το είχε ανάγκη. Είχε κερδίσει πολλές διακρίσεις στην καριέρα του, ανάμεσά τους και δύο Οσκαρ σκηνοθεσίας, για τη «Συμφωνία κυρίων» το 1948 και για το «Λιμάνι της αγωνίας» το 1955. Εκείνο, όμως, το ειδικό Οσκαρ του 1999 είχε μια άλλη σημασία. Εμοιαζε περισσότερο με ένα «συγχωροχάρτι» του Χόλιγουντ στην «προδοσία» του. Με μια εξιλέωση.
Οταν ο 89χρονος τότε Καζάν ανέβηκε στη σκηνή φανερά καταβεβλημένος για να παραλάβει το αγαλματίδιο από τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, κάποιοι καλλιτέχνες όπως ο Γουόρεν Μπίτι και η Μέριλ Στριπ σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και τον χειροκρότησαν θερμά. Κάποιοι άλλοι παρέμειναν, όμως, σκυθρωποί και ακίνητοι. Για παράδειγμα, ο Νικ Νόλτε και ο Εντ Χάρις δεν σάλεψαν, ενώ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ χειροκρότησε καθιστός.

Ο γερασμένος Καζάν ευχαρίστησε την Ακαδημία για το κουράγιο και τη γενναιοδωρία της. «Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Νομίζω ότι μπορώ να φύγω διακριτικά» ήταν τα τελευταία λόγια του προτού κατεβεί από τη σκηνή.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2003, «έφυγε διακριτικά» από τη ζωή, από φυσικά αίτια. «Πολλές φορές γνώρισα στη ζωή μου τους επαίνους. Αλλους τους άξιζα και άλλους όχι. Το λείψανό μου δεν θα αναπαύεται καλύτερα επειδή κάποιος φιλαράκος θα πει κάτι καλό για εμένα. Η σκόνη μου δεν χρειάζεται κολακείες» είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ