Από την κρίση των πυραύλων στην ουκρανική κρίση

Η τωρινή διαμάχη Ρωσίας - Δύσης στο θέμα της Ουκρανίας θυμίζει πολύ τη διαμάχη ΗΠΑ - Σοβιετικής Ενωσης την εποχή της εγκατάστασης ρωσικών πυραύλων στην Κούβα.

Η τωρινή διαμάχη Ρωσίας – Δύσης στο θέμα της Ουκρανίας θυμίζει πολύ τη διαμάχη ΗΠΑ – Σοβιετικής Ενωσης την εποχή της εγκατάστασης ρωσικών πυραύλων στην Κούβα. Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς τις δύο καταστάσεις κρίσης στη βάση μιας σημαντικής διάκρισης που διατύπωσε ο Μαξ Βέμπερ, ένας από τους πατέρες της κλασικής κοινωνιολογίας. Ο Βέμπερ, αναλύοντας διάφορους τύπους κυριαρχίας, διακρίνει μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής ορθολογικότητας (formal and substantive rationality). Στην πρώτη περίπτωση, στο πλαίσιο μιας διαμάχης, η επιχειρηματολογία της μιας πλευράς στηρίζεται σε κανόνες δικαιικούς που νομιμοποιούν/δικαιολογούν μια συγκεκριμένη στρατηγική. Στη δεύτερη περίπτωση, η τυπική ορθολογικότητα δίνει τη θέση της στην ουσιαστική. Στο επιχείρημα πως σοβαροί λόγοι αυτοσυντήρησης ή αυτοάμυνας οδηγούν στην επιλογή όχι του τυπικού, αλλά του ουσιαστικού.
Η κουβανική κρίση


Στην Κούβα οι ΗΠΑ, όπως η Ρωσία σήμερα, ακολούθησαν την ουσιαστική ορθολογικότητα, ενώ η Σοβιετική Ενωση την τυπική. Η τελευταία νομιμοποίησε τη στρατηγική της εγκατάστασης των πυραύλων σε κουβανικό έδαφος στη βάση του διεθνούς δικαίου: η Κούβα σαν ανεξάρτητη χώρα είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει από τη σύμμαχό της στρατιωτική βοήθεια υπό τη μορφή πυραύλων. Από την άλλη μεριά, η αμερικανική κυβέρνηση θεώρησε πως η ρωσική κίνηση έβαζε σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Επειδή η Κούβα βρίσκεται στο «κατώφλι» της αμερικανικής υπερδύναμης, ανεξαρτήτως του διεθνούς δικαίου, οι ρωσικές εγκαταστάσεις δεν ήταν με κανέναν τρόπο ανεκτές. Από την αμερικανική σκοπιά, αν η Σοβιετική Ενωση δεν έκανε πίσω, η στρατηγική της θα θεωρούνταν casus belli. Ευτυχώς ο Χρουστσόφ, ως πραγματιστής, λογικός άνθρωπος, έκανε πίσω –και αυτό ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα που οδήγησε σταδιακά στην άμβλυνση του ψυχροπολεμικού κλίματος.
Η ουκρανική κρίση


Σε αυτή την περίπτωση η διαμάχη Δύσης (ΕΕ συν ΗΠΑ) – Ρωσίας έχει παρόμοια δομή με την προηγούμενη κρίση –με τη διαφορά πως εδώ οι ρόλοι αντιστρέφονται: η Ρωσία ακολουθεί επιχειρήματα ουσιαστικής ορθολογικότητας, ενώ η δυτική συμμαχία τυπικής. Κατά τους Δυτικούς, οι πρώην σοβιετικοί δορυφόροι, από τη στιγμή που κέρδισαν την εθνική ανεξαρτησία τους, με βάση το διεθνές δίκαιο, έχουν κάθε δικαίωμα να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ (έναν οργανισμό που οι μεν Δυτικοί θεωρούν ότι έχει καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, ενώ οι Ρώσοι τον βλέπουν ως επιθετικό/επεκτατικό –αν όχι «ιμπεριαλιστικό»). Για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους το γεγονός ότι στην Κριμαία η πλειονότητα του πληθυσμού είναι ρωσική δεν σημαίνει πως κάθε περιοχή μιας χώρας έχει το δικαίωμα (λόγω μιας «τοπικής» πλειονότητας) να αποσπασθεί από την ουκρανική επικράτεια και να ενταχθεί στη ρωσική.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία ακολουθεί την ουσιαστική ορθολογικότητα. Βλέπει την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ως συνέχεια της ένταξης της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια, βλέπει κατά τον ίδιο τρόπο την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων σε πολωνικό έδαφος. Κατά τους Ρώσους η πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ αποτελεί ένα ακόμα επεκτατικό βήμα, αυτή τη φορά σε μια χώρα που βρίσκεται στο «κατώφλι» της ρωσικής υπερδύναμης. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που ο Πούτιν αποφάσισε να τραβήξει κόκκινη γραμμή στην περίπτωση της Ουκρανίας. Αψηφώντας το διεθνές δίκαιο και ακολουθώντας τη βεμπεριανή έννοια της ουσιαστικής ορθολογικότητας, αποφάσισε να βάλει ένα τέρμα στη σταδιακή συρρίκνωση της ρωσικής «σφαίρας επιρροής». Η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη «μητέρα πατρίδα» είναι μια πρώτη αντίδραση στην υποτιθέμενη νατοϊκή περικύκλωση της ρωσικής επικράτειας.
Πίσω στον Ψυχρό Πόλεμο;


Πέρα από τις δυο ορθολογικότητες υπάρχει και η κοινή λογική. Είναι προφανές πως ένας δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος δεν βλάπτει μόνο τα δυτικά και ρωσικά συμφέροντα. Δημιουργεί επίσης, παρ’όλο που είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνος από τον πρώτο, προβλήματα που θα εμποδίσουν την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και τη σταδιακή επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης. Είναι γνωστό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται τη συνεργασία της Ρωσίας, αν όχι για να λύσουν, τουλάχιστον για να αμβλύνουν τα δραματικά αποτελέσματα του συριακού εμφυλίου πολέμου. Χρειάζονται επίσης τη συνεργασία σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό, το Ιρανικό και την παγκόσμια άνοδο, κυρίως, αλλά όχι μόνο, του αραβικού φονταμενταλισμού. Από αυτή τη σκοπιά, και ο νατοϊκός μυωπικός επεκτατισμός και ο ρωσικός αντιδραστικός εθνικισμός μάς πάνε πίσω. Δημιουργούν μια νέα ψυχροπολεμική κατάσταση που κάνει τις δυο πλευρές να κοιτάνε προς τα πίσω, να ακολουθούν μια γεωπολιτική λογική του παρελθόντος. Πρέπει επιτέλους και οι δυο πλευρές να απαλλαγούν από τις εθνικιστικές, ψυχροπολεμικές παρωπίδες –για το καλό των ιδίων αλλά και της ανθρωπότητας.
Βέβαια, δεδομένου πως ούτε η Δύση ούτε η Ρωσία θέλουν να προχωρήσουν σε έναν ρωσοδυτικό πόλεμο, η ουκρανική κρίση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο αυτή της Κούβας. Η τωρινή ψυχροπολεμική κατάσταση, σε σύγκριση με την προηγούμενη, είναι λιγότερο επικίνδυνη. Πρόκειται δηλαδή για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο «light». Οι κυρώσεις δεν πρόκειται να είναι αποτελεσματικές. Ηδη η Γερμανία είναι εξαιρετικά διστακτική σε αυτό το θέμα. Οσο για τις ΗΠΑ, παρ’ όλες τις πολεμικές κραυγές μιας μερίδας των Ρεπουμπλικανών, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν θέλει η χώρα να εμπλακεί, μετά το φιάσκο στο Ιράν και στο Αφγανιστάν, σε νέες πολεμικές περιπέτειες.
Συμπέρασμα


Hταν δυνατόν να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση της ουκρανικής κρίσης; Σαφώς ναι. Η μεν Ρωσία θα έπρεπε να σεβαστεί την ακεραιότητα της ουκρανικής επικράτειας, απαιτώντας μόνο μια μεγαλύτερη πολιτιστική και διοικητική αυτονομία της Κριμαίας, αυτονομία εντός των ουκρανικών συνόρων. Οσο για τους Δυτικούς, θα έπρεπε να αντιληφθούν πως χώρες όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, που βρίσκονται στο «κατώφλι» της Ρωσίας, δεν πρέπει να γίνουν μέλη της νατοϊκής «οικογένειας». Μπορεί η ρωσική απαίτηση περί ουκρανικής ουδετερότητας να μη συνάδει με το διεθνές δίκαιο. Συνάδει, όμως, με τα ουσιαστικά συμφέροντα όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και με τα μακροχρόνια συμφέροντα της Δύσης. Πρόκειται για μια περίπτωση που η ουσιαστική ορθολογικότητα, όπως και στην περίπτωση της κουβανικής κρίσης, έπρεπε να υπερισχύσει της τυπικής. Στη Δύση τα ΜΜΕ και οι πολιτικές ελίτ μάς βομβαρδίζουν από το πρωί ως το βράδυ ότι ο «τσάρος» Πούτιν, στην περίπτωση της Κριμαίας, αγνόησε το διεθνές δίκαιο. Ξεχνούν, όμως, πως τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον νέο Ψυχρό Πόλεμο την έχουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Την έχει η κοντόφθαλμη νατοϊκή στρατηγική που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Η παραπάνω θέση δεν βασίζεται στον δογματικό ελληνικό αντιαμερικανισμό, βασίζεται στην πρόβλεψη πως από τη στιγμή που η αμερικανική κυβέρνηση εγκατέστησε πυραύλους στην Πολωνία, η Ρωσία θα αντιδρούσε επιθετικά όταν θα στεκόταν στα πόδια της.
ΥΓ.: Το κείμενο γράφτηκε πριν από τις πρόσφατες εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία. Οι τελευταίες όμως δεν αλλάζουν τη βασική επιχειρηματολογία του.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι oμότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE. Το άρθρο έχει γραφτεί πριν από την κλιμάκωση των συγκρούσεων στην Ανατολική Ουκρανία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.