Χριστίνα Καράμπελα
Καιροί τέσσερεις
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 197, τιμή 12 ευρώ

Ενας σχεδόν στοιχειωμένος πύργος με ζωντανές σκιές αλλά και με άυλες, φασματικές παρουσίες, που κυκλοφορούν σ’ έναν κήπο πλημμυρισμένο από χρώματα, μια περιουσία η οποία μέλλει να κληροδοτηθεί υπό τους πλέον αυστηρούς όρους και μια νεαρή γυναίκα φερμένη άρον-άρον από το Παρίσι προκειμένου να παραδοθεί σ’ έναν μεγάλο και ταυτοχρόνως αδιέξοδο έρωτα. Κι από κοντά ένας συμβολαιογράφος που δεν έχει ακόμη συγχωρήσει τον αδελφό του για τον τρόπο με τον οποίο καρπώθηκε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα τους, ένας ντετέκτιβ ανίκανος να διεκπεραιώσει και την πιο απλή υπόθεση, μια οικονόμος (η οικονόμος του παράξενου πύργου) διά βίου ταγμένη στην απελθούσα κυρά της και μια μεσίτρια η οποία επιθυμεί διακαώς να αποκτήσει παιδί. Αυτό είναι το σκηνικό το οποίο στήνει στο πρώτο βιβλίο της η Χριστίνα Καράμπελα, μοιράζοντας τη μυθιστορηματική αφήγηση σε τέσσερις φωνές: τις φωνές της Ρούλας (η ιδιοκτήτρια του πύργου η οποία δεν θα αργήσει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια), του Χαριτόπουλου (ο συμβολαιογράφος που θα αναλάβει τη διευθέτηση των περιουσιακών), της Ευρυδίκης (η αφοσιωμένη οικονόμος) και της Πέρσας (η κόρη εκ Παρισίων).

Ξεκινώντας από τις φωνές, θα έλεγα ότι η Καράμπελα έχει δουλέψει με μεγάλη προσοχή τη διαφορά των αποχρώσεών τους: ελαφρώς ποιητικό ύφος και μια μάλλον απροσδόκητη σύνταξη για τη Ρούλα, που μοιάζει από την αρχή να έχει μπει σ’ ένα κλίμα ενατένισης του επερχόμενου θανάτου, στιλπνότητα και ακρίβεια για τον συμβολαιογράφο, που θέλει να ποδηγετήσει ορθολογικά κάθε πράξη του ενώ στα κρυφά δωμάτια του εαυτού του επικρατεί το χάος, και κάπως λαϊκή και ατημέλητη λαλιά για την οικονόμο, που δεν χάνει ποτέ την εκφραστική της ρώμη. Η τέταρτη φωνή, η φωνή της Πέρσας, δεν θα αποδοθεί σε πρώτο αλλά σε τρίτο πρόσωπο μέσω ενός ουδέτερου, αντικειμενικού αφηγητή, ο οποίος κάνοντας χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου θα σπεύσει να ταυτιστεί υπογείως με τα συναισθήματά της (συναισθήματα μόνιμης απομόνωσης από το περιβάλλον της και έντονης αποστροφής για τους άλλους, ακόμα κι όταν οι τελευταίοι τυχαίνει να είναι εραστές της). Η συγγραφέας θα χαρίσει πρωτοπρόσωπη φωνή και σε έναν άλλον χαρακτήρα: στο φάντασμα της μητέρας της Ρούλας και γιαγιάς της Πέρσας, που θα μιλήσει με μιαν ευτράπελη μιξοκαθαρεύουσα και θα απειλήσει θεούς και δαίμονες φτάνοντας κάποτε μέχρι και σε υπαινιγμούς αιμομιξίας.
Το αεικίνητο αυτό φάντασμα θα ανοίξει στο βιβλίο της Καράμπελα την πόρτα για τον μαγικό ρεαλισμό, οδηγώντας μαζί με τη δική του ρευστή και ομιχλώδη παρουσία και σε άλλες υπερβάσεις: τα έπιπλα του πύργου θα βγάλουν αίφνης νύχια και θα σπείρουν τον πανικό, παίρνοντας κάτι από τις μορφές των ζώων οι οποίες είναι αποτυπωμένες στο σχέδιό τους, την ώρα που οι ήρωες θα βρεθούν αγκαλιασμένοι με τις ενσαρκωμένες ερωτικές τους επιθυμίες. Κι όλα αυτά μέσα σε μιαν αχλή ονείρου, κάτω από μια πάχνη αφαίρεσης η οποία δεν θα μεταμορφωθεί ποτέ σε μεταφυσική: και τα πιο παράξενα πράγματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι πρωταγωνιστές μπορεί να αποτελούν απλώς προϊόν της εξημμένης φαντασίας τους.
Κατά τα άλλα η αφήγηση θα γεμίσει από ονόματα φυτών και γλυκών. Τα φυτά και κυρίως τα γλυκά, φτιαγμένα μ’ ένα μεράκι που αγγίζει τα όρια της ψύχωσης, θα ιδρύσουν ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στη Ρούλα και στην Ευρυδίκη και θα συνοδέψουν με τις μυρωδιές και τις γεύσεις τους τα περισσότερα επεισόδια της δράσης, αφήνοντας παντού μιαν ηδονική νότα: το αντίτιμο ίσως για την αδυναμία των ηρώων (θηλυκών και αρσενικών) να διασώσουν τον σπάταλα ξοδεμένο αισθησιασμό τους. Τι προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να εξασφαλίσουν πολλές γενιές πίσω οι γυναίκες του γενεαλογικού δέντρου της Ρούλας και της Πέρσας; Μα, να στεριώσουν ή έστω μόνο να παρατείνουν το ερωτικό τους θαύμα. Τι θα αποπειραθεί εις μάτην να αποκτήσει ο συμβολαιογράφος; Μα, τι άλλο από το να μη χάσει τον συγκλονιστικά εύθραυστο έρωτα της Πέρσας; Και γιατί η Πέρσα, η Ρούλα και μεσίτρια δεν θα καταφέρουν να απολαύσουν παρά σπανίως τα ερωτικά αγαθά που θα τους δοθούν; Μα, επειδή τα ερωτικά αγαθά δεν είναι σαν τα γλυκά και τα συστατικά τους αποδεικνύονται συχνά (αν όχι και κατά κανόνα) χαλασμένα.
Η Καράμπελα έχει καλές αφηγηματικές ιδέες, διαθέτει μυθιστορηματικό κόσμο και ξέρει να γράφει με υποβλητικό στυλ. Ξέρει επίσης να φτιάχνει χαρακτήρες ικανούς να αποσπάσουν την προσοχή μας όχι τόσο με το ψυχολογικό τους βάθος όσο με τη μουσική του λόγου τους και με τη γλωσσική αρματωσιά τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ