Από τον Μέμο Φιλιππίδη

Είναι αρκετά διαδεδομένο το σενάριο των αντιγράφων στον κινηματογράφο. Χαρακτηριστική η ταινία «Eva» (2011) του Ισπανού Kike Maíllo. Oπου μετά το μέσο της ταινίας ανακαλύπτουμε έκπληκτοι ότι το γεμάτο καπρίτσιο κοριτσάκι, το πρότυπο για τον πρωταγωνιστή, είναι τελικά ένα ρομπότ. Σε μια τέτοια διαδικασία αναμονής μάς υποβάλλουν οι ταινίες σε αυτή τη νέα κατηγορία – να μάθουμε αν οι πρωταγωνιστές είναι αυθεντικοί ή ψεύτικοι, δηλαδή τεχνητοί. Αυτή η δύσκολη διάκριση του αληθινού από το αντίγραφο έχει γενικευθεί: απαντάται στη μόδα, στην αρχιτεκτονική, στο design, στην τέχνη. Σε ένα μάλιστα από τα πιο πρόσφατα κρούσματα κοντοστάθηκα, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται συνέβη κάτι σχετικά σπάνιο: μια ελληνική πρόταση του 2005 για ένα κτίριο που δεν υλοποιήθηκε ποτέ παρουσίαζε μεγάλες ομοιότητες με μια εφετινή πρόταση κορυφαίου γραφείου στη Δανία. Αναφέρομαι στην παλαιότερη πρόταση των BLP (Λουκοπούλου / Μπερτάκη / Πανηγύρης) και στο πρόσφατο συγκρότημα κατοικιών Honeycomb στις Μπαχάμες, σχεδιασμένο από το διάσημο γραφείο Big με έδρα την Κοπεγχάγη. Το πρώτο είχε σχεδιαστεί για την έκθεση «Invisible Hotel», αλλά το δεύτερο μόλις ανακοινώθηκε από τους Δανούς «διακτινίστηκε» σε χρόνο dt στα μεγαλύτερα διεθνή έντυπα. Και στις δύο προτάσεις τα μπαλκόνια της όψης διαθέτουν πισίνες των οποίων οι κεκλιμένοι πάτοι δημιουργούν ένα μοτίβο διαγωνίων γραμμών. Κανείς δεν θα τολμήσει να ισχυριστεί ότι οι μεν έχουν αντιγράψει τους δε, αλλά η ομοιότητα είναι κραυγαλέα.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Ο Ρεμ Κούλχαας, αντιλαμβανόμενος το πόσο έτοιμοι ήταν οι ταλαντούχοι πρώην υπάλληλοί του στο να κοπιάρουν έργα του, είχε επινοήσει τα δικά του «αντίμετρα»: στην έκδοση του «Content» άρχισε να παραθέτει τα σχέδια ορισμένων κτιρίων του, ισχυριζόμενος ότι τα κατέθετε ως πατέντες, «ξορκίζοντας» έτσι τους επίδοξους αντιγραφείς. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα – οι σελίδες αυτές ποτέ δεν υποβλήθηκαν επίσημα για αποκλειστικότητα. Ο ίδιος αρχιτέκτονας φέτος, έχοντας χριστεί γενικός διευθυντής της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, επέλεξε ως κεντρικό θέμα για τα εθνικά περίπτερα το «1914-2014: Absorbing Modernity», ερευνώντας το πώς το τοπικό στοιχείο απορροφήθηκε σε μια παγκοσμιοποιημένη, ενιαία μοντέρνα γλώσσα. Πάλι λοιπόν η εξάλειψη του διαφορετικού, η επανάληψη του μοντέρνου, η ανάδειξη και η παντοδυναμία ορισμένων προτύπων.

Βιομηχανία αντιγράφων

Το πόσο επικίνδυνα κοντά θα ερχόμασταν σε αυτά τα «αγαθά πρότυπα» κάθε εποχή το έβλεπε διαφορετικά. Δεν ήταν δηλαδή αφορμή σκανδαλισμού η κατά γράμμα επανάληψη ιστορικών προτύπων και μνημείων πολλά χρόνια πριν, στην εποχή της Beaux Arts. Ισα-ίσα, ήταν τότε αναπόσπαστο τμήμα της εκπαίδευσης των αρχιτεκτόνων. Υπήρξε μια περίπτωση όμως που έκανε τον πεπειραμένο Κούλχαας να τα πει έξω από τα δόντια, να κατονομάσει «δημιουργούς του Photoshop». Αναφερόταν στην Κίνα, μια απέραντη αγορά, έτοιμη να αναπαραγάγει το οποιοδήποτε έργο. Μπορεί η δική του εμβληματική έδρα της Δημόσιας Τηλεόρασης στο Πεκίνο να γλίτωσε (προς το παρόν), αλλά η μαθήτριά του Ζάχα Χαντίντ δεν είχε την ίδια τύχη. Το Soho, το εμπορικό κέντρο που κτίζει στο Ουανγκτζίνγκ, έχει αντιγραφεί και ο κλώνος του βρίσκεται 1.500 χιλιόμετρα βορειότερα του Τσονγκίνγκ, στο νεοανεγειρόμενο Meiquan 22nd Century. Και το χειρότερο είναι ότι το δεύτερο δείχνει πως θα ολοκληρωθεί πριν από το «αυθεντικό» (ακούστηκε ότι η συνέχεια θα δοθεί στα δικαστήρια). Αν τόσο καιρό ως πρότυπο οριζόταν εκείνο που κτιζόταν πρώτο, οι Κινέζοι κατάφεραν να ανατρέψουν το κριτήριο αυτό: το αυθεντικό θα έπρεπε πια να ορίζεται με βάση τις «περγαμηνές» του δημιουργού, όχι με βάση τις χρονολογίες.

Μπορεί η περίπτωση της Ζάχα να αναστάτωσε το όλο star system που είχε στηριχθεί πάνω στην αυθεντικότητα και στη μοναδικότητα των σχεδίων. Αλλά στην Κίνα ολόκληρα αυστριακά χωριά και γαλλικές πόλεις (με τον πύργο του Αϊφελ σε ελαφρώς μικρότερη κλίμακα) είχαν ήδη αναπαραχθεί. Αυτή η μεταφορά του παρελθόντος έμοιαζε ανώδυνη – όσο και η ανακατασκευή των τοποσήμων της Ευρώπης στο Λας Βέγκας του θεάματος. Οταν πάντως η εμμονή της Κίνας με την Ευρώπη άγγιξε το μοντέρνο, τα αντανακλαστικά ήταν άμεσα. Οταν δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υλοποιήθηκε στο Zενγκζού ένα αντίγραφο της εκκλησίας στη Ρονσάν του Λε Κορμπιζιέ, η αντίδραση του Ιδρύματος Λε Κορμπιζιέ ήταν άμεση και το κτίριο γκρεμίστηκε. Το Ιδρυμα κατάφερε να επιβάλει την άποψή του και να πείσει ότι το έργο είναι μοναδικό, ότι αντιγραφή και μόδα δεν μπορούν να επιτραπούν.

Αυτό στην περίπτωση του Λε Κορμπιζιέ, διότι γιατί κατά τα άλλα πολλά βήματα έχουν πραγματοποιηθεί προκειμένου να γίνει συνειδητή η σχέση της αρχιτεκτονικής με τη μόδα. Οχι μόνο οι αρχιτέκτονες άρχισαν να σχεδιάζουν σημαντικά καταστήματα μεγάλων οίκων ραπτικής (βλέπε Koolhas – Prada), αλλά πλέον οι «επιδερμίδες» των κτιρίων άρχισαν να μοιάζουν με υφάσματα – όπου ακόμη και η διακόσμηση αυτών των νέων «υφασμάτων» θα ανανεωνόταν σύντομα. Ισως να είχαμε φτάσει απροσδόκητα κοντά στη γρήγορη μόδα των Zara ή των H&M, τη μόδα που επιτυγχάνει να έχει στα ράφια των καταστημάτων κάθε νέο μοντέλο σε 14 ημέρες αντί για τους έξι μήνες που απαιτούν το pret-a-porter και η υψηλή ραπτική. Αλλά ποιος είπε ότι η μόδα δεν ανακυκλώνει πειστικά όσα είχαν σχεδιαστεί πριν από 20-30 χρόνια; Η Νταϊάνα Μάριαν Μιούρεκ στην ιστοσελίδα της https://www.intothefashion.com/την δείχνει την αδιάκοπη αντιγραφή, όχι μόνο από τη Zara, αλλά και από μεγάλους οίκους – το πώς αυτοί αλληλοεπηρεάζονται με διαφορά λίγων μηνών ή πολλών ετών.

Ρεπλίκα και αξιολόγηση

Στα έπιπλα εδώ και χρόνια κατασκευάζονται αντίγραφα ονομαστών επίπλων που σχεδίασαν οι μέντορες του μοντέρνου Μις βαν ντερ Ρόε και Τσαρλς και Ρέι Ιμς. Τα αντίγραφά τους είναι διαθέσιμα στην αγορά σε ένα κλάσμα της τιμής του αυθεντικού. Οι ίδιοι οι προμηθευτές ισχυρίζονται ότι έτσι δεν υποστηρίζεται η έρευνα για νέα μοντέλα και δεν πληρώνονται δικαιώματα στους αυθεντικούς σχεδιαστές των επίπλων. Από τη μεριά τους οι καταναλωτές, όπως επισημαίνει ο Ντιμίτριος Ιμς, παρασύρονται καθώς βλέπουν τις τιμές στις ηλεκτρονικές συσκευές να πέφτουν συνεχώς, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε ένα κλασικό έπιπλο, αφού η τεχνογνωσία και τα εργατικά κατασκευής δεν έχουν αλλάξει. Οι πολέμιοι της αντιγραφής πράγματι σε καθοδηγούν να προσέξεις τις μικρές λεπτομέρειες και τις υπογραφές των αυθεντικών σχεδιαστών ως τεκμήρια γνησιότητας, αλλά πόσοι είναι εκείνοι που όταν βάλουν μια καρέκλα στην τραπεζαρία τους διακρίνουν τέτοιες λεπτομέρειες;

Τα καινούργια αυτοκίνητα καλύπτουν όλες τις κρίσιμες λεπτομέρειες κάτω από μαύρα πλαστικά – σε αυτά άλλωστε τα σημεία, στις μικρές παραλλαγές σχήματος ενός φωτιστικού ή της νέας διάταξης των led, έγκειται η ειδοποιός διαφορά από το προηγούμενο μοντέλο, που κατά τα άλλα, στο γενικό δηλαδή σχήμα του αμαξώματος, δύσκολα διαφοροποιείται από το νέο. Οι μικρές αυτές διαφοροποιήσεις των μοντέλων σε αυτοκίνητα ή κινητά που έχουν ένα γράμμα και έναν αριθμό (σαν να υπόκεινται σε συνεχή αναβάθμιση) είναι την ίδια ώρα απαραίτητες για να δημιουργούν στον πελάτη ένα αίσθημα συνέπειας, ένα τεχνολογικό πρότυπο που μόνο ελάχιστα θα μπορούσε να βελτιωθεί.

Τουλάχιστον οι αρχιτέκτονες οργανώνονται: το blog «Someone Has Built it Before» ενημερώνει πια για τις μεταλλάξεις των προτύπων στα κτίρια. Αντίστοιχα, στη Γερμανία υπάρχει το Museum Plagiarius στο Ζόλινγκεν, έξω από την Κολονία, το οποίο απονέμει κάθε χρονιά και βραβείο για την καλύτερη απομίμηση. H προσπάθεια για την αποφυγή της αντιγραφής συνεχίζεται αμείωτη. H αρχιτέκτων Ελίζαμπεθ Ντίλερ των Diller Scofidio έλεγε ότι «η μόνη λύση είναι το να είσαι κινούμενος στόχος. Αν σε αντέγραψαν, σημαίνει ότι ήσουν για πολύ καιρό στάσιμος»…

Θα έλεγα ότι δεν υπάρχει κάτι κακό σε όλα αυτά, ότι με την αδιάκοπη διάχυση των μοντέλων της αρχιτεκτονικής και της επίπλωσης φτάνουμε σε αυτό που διατύπωσε ο Μαρκ Οζέ για τους «μη τόπους» όπου όλα μοιάζουν οικεία. Και ποιος μπορεί να αρνηθεί τη γοητεία αυτών των χώρων χωρίς ταυτότητα; Πόση άλλωστε σχέση με τον τόπο μπορούν να έχουν αυτά τα σχέδια που αναπαράγονται αυτούσια σε κάθε γωνιά του πλανήτη; Ποιος δηλαδή μπορεί να αρνηθεί την αλλόκοτη γοητεία του να ξαναβλέπεις χώρους και τοπία που έχεις ξαναδεί; Σαν ένα όνειρο που επανέρχεται, όπου τα πέριξ φαίνονται γνώριμα χωρίς πια να θυμάσαι από πού. Και την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι: Μήπως σε μια εποχή απουσίας αρχιτεκτονικής κριτικής, η μόνη ιεράρχηση τελικά γίνεται με αυτές τις χειρονομίες αντιγραφής; Αντί δηλαδή για λόγια, αντί για τις αξίες μιας πραγματικής επικοινωνίας με επιχειρήματα, στην εποχή της διαμεσολαβημένης πληροφορίας και της επικοινωνίας εξ αποστάσεως, μήπως η μόνη κριτική, η μόνη στέρεη αξιολόγηση που αποκτά μονιμότητα γίνεται με αυτήν την αντιγραφή, ένα προς ένα; Αντί για λόγια, πράξεις…

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2014