Με τη βοήθεια ενός καινοτόμου κοχλιακού εμφυτεύματος, αυστραλοί επιστήμονες κατάφεραν για πρώτη φορά να μεταφέρουν νέα γονίδια στο αφτί πειραματόζωων που έπασχαν από κώφωση και πέτυχαν έτσι την αναγέννηση των κατεστραμμένων ακουστικών νεύρων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ακοής τους.
Προς αντιμετώπιση και άλλων νευρολογικών και ψυχικών παθήσεων
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο της επιθεώρησης Science Translational Medicine, το επιστημονικό αυτό επίτευγμα ανοίγει τον δρόμο και για την αντιμετώπιση άλλων νευρολογικών και ψυχικών παθήσεων όπως η νόσος του Πάρκινσον και η κατάθλιψη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γκάρι Χούσλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ, πιστεύουν ότι, σε πρώτη φάση, η νέα μελέτη τους θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας γενιάς πιο αποτελεσματικών κοχλιακών εμφυτευμάτων, τα οποία ήδη χρησιμοποιούνται συχνά από τα άτομα με προβλήματα ακοής.
«Ελπίζουμε ότι, μετά από περαιτέρω έρευνες, οι άνθρωποι που είναι εξαρτημένοι από τα κοχλιακά εμφυτεύματα, θα μπορούν να απολαμβάνουν μια ευρύτερη γκάμα ήχων, γεγονός που θα τους επιτρέψει να ακούνε κανονικά την μουσική (αυτό συνήθως δεν συμβαίνει με τα υπάρχοντα εμφυτεύματα)», εξηγεί ο δρ Χούσλι.
Το «κλειδί» για την αίσθηση της ακοής είναι ο κοχλίας, όπου οι ακουστικές δονήσεις από το περιβάλλον μετατρέπονται σε νευρικά σήματα, τα οποία μετά ο εγκέφαλος μπορεί να ερμηνεύσει ως ήχους. Κοχλιακά εμφυτεύματα χρησιμοποιούνται από τη δεκαετία του 1970 για να ενισχύσουν την προβληματική λειτουργία των ακουστικών νεύρων (εκτιμάται ότι πάνω 320.000 παιδιά και ενήλικοι «φορούν» τέτοια εμφυτεύματα παγκοσμίως). Όμως συχνά οι εν λόγω συσκευές δεν κατορθώνουν να αποκαταστήσουν τη φυσιολογική ακοή, ιδίως όταν το περιβάλλον είναι θορυβώδες.
Αναγέννηση με νευροτροφίνες
Εδώ και καιρό, οι επιστήμονες γνώριζαν ότι οι απολήξεις των εν μέρει κατεστραμμένων ακουστικών νεύρων αναγεννώνται, αν χορηγηθούν στον κοχλία του έσω ωτός νευροτροφίνες (BDNF), πρωτεΐνες που είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, λειτουργία και επιβίωση των νευρώνων. Όμως μέχρι σήμερα είχε αποδειχθεί πολύ δύσκολη η ασφαλής τοπική χορήγηση νευροτροφινών, είτε μέσω φαρμάκων, είτε μέσω γονιδιακής θεραπείας με «όχημα» μεταφοράς κάποιον ιό.
Οι αυστραλοί ερευνητές για πρώτη φορά ανέπτυξαν μια τεχνική που ξεπερνάει αυτές τις δυσκολίες. Ένα διάλυμα DNA εγχέεται μέσα στον κοχλία, ενώ οι ηλεκτρικοί παλμοί 20 Volt που δημιουργεί το κοχλιακό εμφύτευμα (το οποίο εισάγεται χειρουργικά), «πυροδοτούν» τις επιθυμητές γενετικές αλλαγές στα κύτταρα του αφτιού, έτσι ώστε αυτά στη συνέχεια να παράγουν τις αναγκαίες νευροτροφίνες, πράγμα που οδηγεί σε αναγέννηση των ακουστικών νεύρων. Τα νέα νεύρα αναπτύσσονται πιο κοντά στα ηλεκτρόδια του κοχλιακού εμφυτεύματος και έτσι το τελευταίο είναι πιο αποτελεσματικό στη μεταφορά των ακουστικών – νευρικών σημάτων προς τον εγκέφαλο.
Αν και η παραγωγή νευροτροφινών στο αφτί εμφάνισε μείωση μετά από μερικούς μήνες και τα νέα νεύρα άρχισαν να πεθαίνουν, ο δρ Χούσλι είναι αισιόδοξος ότι η μέθοδος θα βελτιωθεί περαιτέρω και τελικά η αναγέννηση των ακουστικών νεύρων θα είναι διατηρήσιμη.
Το επόμενο βήμα θα είναι η πραγματοποίηση κλινικών δοκιμών της νέας μεθόδου σε ανθρώπους μέσα στην επόμενη διετία. Οι έρευνες χρηματοδοτούνται εν μέρει από την αυστραλιανή εταιρεία κοχλιακών εμφυτευμάτων Cochlear Ltd, ενώ οι κλινικές εφαρμογές σε ανθρώπους θα χρειαστούν αρκετά χρόνια.
Πολύ κοντά στην πρώτη γονιδιακή θεραπεία για την κώφωση
Σε δύο μήνες από σήμερα, σύμφωνα με το New Scientist, μια ομάδα ανθρώπων με κώφωση θα μπορεί να ακούει ξανά χάρη στην πρώτη παγκοσμίως γονιδιακή θεραπεία για την κώφωση.
Οι 45 εθελοντές έχουν δεχθεί να εισαχθεί στα αφτιά τους -με τη βοήθεια ενός αβλαβούς ιού – το γονίδιο Atoh1, με στόχο να «πυροδοτήσει» την αναγέννηση των τριχοειδών κυττάρων που είναι οι υποδοχείς των ήχων και τα οποία μπορεί να καταστραφούν από δυνατούς θορύβους, φάρμακα ή ασθένειες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Χίνριχ Στέκερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάνσας, ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα επαναφέρουν σε σημαντικό βαθμό τη φυσική ακοή (σε αντίθεση με την ακοή που επιτυγχάνουν τα βοηθήματα, όπως τα κοχλιακά εμφυτεύματα).
«Στην ουσία θέλουμε να ‘επισκευάσουμε’ το αφτί και όχι να μιμηθούμε τεχνητά αυτό που κάνει», εξηγεί ο δρ Στέκερ.
Η μέθοδος έχει ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία σε ποντίκια, η ακοή των οποίων βελτιώθηκε κατά 20 ντεσιμπέλ περίπου (ισοδυναμεί με τη διαφορά του να ακούει κάποιος κανονικά ή να ακούει έχοντας καλύψει με τα χέρια τα αφτιά του).