Τζ. Ντ. Σάλιντζερ: Ο φύλακας έγινε πιάστης

Καλοκαίρι του 1968, στο πατάρι του διεθνούς βιβλιοπωλείου «Ελευθερουδάκης» εν Αθήναις. Ενας φίλος την πλησιάζει ενθουσιασμένος, κρατώντας ένα χαρτόδετο βιβλιαράκι.


Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης
Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη.
Εκδόσεις Γράμματα, 2014,
σελ. 271, τιμή 14,40 ευρώ

Καλοκαίρι του 1968, στο πατάρι του διεθνούς βιβλιοπωλείου «Ελευθερουδάκης» εν Αθήναις. Ενας φίλος την πλησιάζει ενθουσιασμένος, κρατώντας ένα χαρτόδετο βιβλιαράκι. Το ασημί εξώφυλλο των εκδόσεων Penguin τής κάνει εντύπωση, γυαλίζει και της εξάπτει την περιέργεια. Το περιεργάζεται και διαβάζει τις υπάρχουσες πληροφορίες, δηλαδή τον τίτλο μονάχα και το όνομα του συγγραφέα: «The Catcher in the Rye» (1951) του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.

Η 19χρονη φοιτήτρια δεν μπορεί να φανταστεί ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα άρχιζε μια μακροχρόνια σχέση αγάπης και αφοσίωσης, μια συναισθηματική εξ αποστάσεως «συγγένεια» με έναν λογοτεχνικό «θείο» από την Αμερική. Η πρώτη έκδοση αυτού του έργου στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1977 από τον Επίκουρο του Γιώργου Βαμβαλή υπό τον παράξενο τίτλο «Ο φύλακας στη σίκαλη» –μεταφράστριά του η 28χρονη τότε Τζένη Μαστοράκη.
Πριν από λίγες ημέρες, τριάντα επτά χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γράμματα μια «νέα δουλειά» της, μία ακόμη μετάφραση του έργου «δουλεμένη εκ του μηδενός» αλλά με το ίδιο εκείνο αντίτυπο και πάλι. Το εγχείρημα το είχε προαναγγείλει η ποιήτρια μέσω του «Βήματος» τον Μάιο του 2011. Τι άλλαξε; Εκ πρώτης όψεως τον τίτλο: ο «φύλακας» αποσύρθηκε –η «σίκαλη» έμεινε να τον θυμίζει δίπλα «στα στάχια» που προστέθηκαν –και τον αντικατέστησε ο «πιάστης»!
Δυο φίλοι της αντέδρασαν έντονα όταν το έμαθαν, «εμείς τώρα χωρίς «φύλακα» τι θα κάνουμε;» τη ρώτησαν, εκφράζοντας σίγουρα και την αμηχανία αρκετών αναγνωστών για αυτή την επιλογή. «Μα και εκείνος ο τίτλος ξένισε πολύ στην εποχή του» μας απάντησε η Τζένη Μαστοράκη καθώς περπατούσε μαζί μας στην Κυψέλη. «Δεν τον υπερασπίζομαι αλλά αυτόν είχα τόσα χρόνια μέσα στο κεφάλι μου. Μπορείτε να πείτε ίσως ότι αυτοκαταργήθηκα. Για μένα ήταν κάπως αναγκαστικό. Τότε ήμουνα μικρή και άπειρη για να το τολμήσω. Αποφάσισα λοιπόν να βάλω στον τίτλο ολόκληρο τον επίμαχο στίχο του σκωτσέζου ποιητή, κάνοντάς τον και λίγο δεκαπεντασύλλαβο, «στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης». Ο Χόλντεν Κώλφηλντ θέλει να γίνει παιδοπιάστης, αυτό είναι το επάγγελμα που ονειρεύεται», πράγμα που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη προς το τέλος της αφήγησης.
Κάπως έτσι πέρασε στην ιστορία ο κατά τ’ άλλα ανθεκτικός «φύλακας», ένας επί της ουσίας λειψός «τερματοφύλακας» στα καθ’ ημάς –«οι Αμερικανοί έχουν τουλάχιστον κάτι να τους θυμίζει το baseball, τον τύπο (catcher) που πιάνει την μπάλα με το γάντι, δεν υπήρχε όμως αντίστοιχος όρος στην ομιλουμένη ελληνική, ακόμη και οι αθλητικογράφοι χρησιμοποιούσαν το γαλλικό «κατσέρ» εκείνη την εποχή» εξήγησε η Τζένη Μαστοράκη.
Επιπλέον «αν έλεγες σ’ ένα παιδί της πόλης τη λέξη «σίκαλη», διότι περί αυτού επρόκειτο, άντε να πήγαινε ο νους του ως τις φρυγανιές, σε εικόνες χωραφιών, όπου σαλεύουν τα στάχια, δύσκολα θα έφθανε».
Επομένως όλο αυτό ήταν μια «λύση μεταφραστικής ανάγκης», δεδομένου ότι ο υπερπροστατευτικός Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έθεσε απαράβατο όρο, μέσω του ατζέντη του, να μεταφράζεται κυριολεκτικά ο τίτλος του βιβλίου, ύστερα από ορισμένες «ερμηνευτικές αποδόσεις» που τον εξόργισαν σε άλλες χώρες του εξωτερικού.

«Τον θείο, ξέρετε, δεν τον πειράζουμε»
προσέθεσε η Τζένη Μαστοράκη, η οποία δεν άνοιγε να δει την παλιά της μετάφραση ως και τον περασμένο Αύγουστο. Κάθησε πολλά μερόνυχτα με το τσιγάρο στο χέρι, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της, να σκέφτεται τις γλωσσικές αποχρώσεις, άλλοτε διασκεδάζοντας και άλλοτε μελαγχολώντας.

«Η μετάφραση είναι ένα τριπάκι, την πήγα πάλι βήμα το βήμα, άρχιζα και σταματούσα, απογοητευόμουν και αναθάρρευα, έκανα άπειρες αντιβολές με το πρωτότυπο, ώσπου, κατά τους τελευταίους πια μήνες της δουλειάς, το άφησα κατά μέρος»
τόνισε η ίδια. Το ερώτημα αναδύεται, σε κάθε περίπτωση, επιτακτικό. Γιατί ξανά; «Επειδή είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με τον πρωταγωνιστή, επειδή οι μεταφράσεις παλιώνουν πάρα πολύ γρήγορα και επειδή ο Χόλντεν, αντιθέτως, δεν έχει παλιώσει καθόλου» σημείωσε η Τζένη Μαστοράκη.
Ο ήρωας του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο πρώτος «επαναστάτης χωρίς αιτία», βλέπει τον κόσμο «σαν αμείλικτος τριαντάρης, εκφράζεται όμως με το λεξιλόγιο και το συντακτικό ενός πιτσιρικά». Ο Χόλντεν Κώλφηλντ πατώνει, ως γνωστόν, σε όλα τα μαθήματά του πλην της έκθεσης, εκεί είναι αστέρι.
Νεόκοπες φράσεις


Στην φωτογραφία η θρυλική έκδοση της σειράς των Penguin

«Στο βιβλίο ωστόσο δεν γράφει, μιλάει. Κι όταν μιλάει, πετάει κάτι αγγλικούρες σαν το «like as if», συντάσσει λάθος καμιά φορά ή κολλάει σε ομόηχες λέξεις. Η μεγαλύτερη μεταφραστική μου δυσκολία ήταν τα τρία γλωσσικά του τικ: το «and all», το «or something» και το «or anything». Δευτερευόντως τα αδιάκοπα «Ι mean» του, που δίνουν στον Σάλιντζερ αφορμή για παιχνιδάκι: «ξέρω πως είναι σαν να τους τη λέω μ’ αυτό που λέω, αλλά εγώ δεν το ‘πα για να τους την πω. Το μόνο που ήθελα να πω (I know that sounds mean to say, but I don’t mean it mean. I just mean)… Τις τελικές λύσεις πάντως τις αποφάσισα σιγά-σιγά –με το μισό αφτί στον έξω κόσμο και στο πώς μιλάει, και το άλλο μισό στον Χόλντεν και στο πώς (θα) μιλάει εκείνος»

είπε η Τζένη Μαστοράκη, το πόνημα της οποίας χαρακτηρίζεται από τέτοια γλωσσική οξυδέρκεια και τέτοια συνθετική ευρύτητα που μπορεί να ικανοποιήσει τους πάντες: και τον μεγαλύτερο αναγνώστη που είχε διαβάσει τον «φύλακα» και τον μικρότερο αναγνώστη που για πρώτη φορά θα διαβάσει τον «πιάστη».
Η ζουμερή παλιά αργκό –το «μπλαζεδιλίκι», η «σνομπαρία» –συνδυάζεται λειτουργικά με τα «ξερωγώ» και νεόκοπες φράσεις του τύπου «δεν υπάρχει». «Σε αυτά τ’ ατέλειωτα χρόνια που έχουν περάσει οι νεότερες γενιές μάς έκαναν ένα μεγάλο δώρο: απενοχοποίησαν το συντακτικό μας, απενοχοποίησαν τις ξενικές λέξεις, σήμερα λες ότι είναι «νορμάλ» o τύπος και αυτό είναι πάρα πολύ κανονικό. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο στην Αθήνα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, σε μια εποχή άλλης γλωσσομάθειας, όπου επιπλέον επικρατούσε ο εξελληνισμός των πάντων, μια μαχόμενη γλώσσα είχαμε ακόμη τότε» υπογράμμισε η ίδια.

Σημερινή γλώσσα

Το πικάντικο ρήμα «φασώνω» για παράδειγμα, «που το ακούω τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον να το λένε τα πιτσιρίκια», ήλθε να αποδώσει, έτσι όπως εξελίσσεται και αλλάζει η γλώσσα στην πορεία του χρόνου, το περίφημο necking για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχος όρος στην ελληνική. Της επισημάναμε ότι η καινούργια μετάφραση είναι μάλλον πιο ρέουσα από την προηγούμενη. «Είναι σίγουρα πιο μιλητή. Ο λόγος του Χόλντεν στην αγγλική, έτσι όπως καρφώνει ο ίδιος τις προτάσεις, έτσι όπως σκοντάφτει πάνω στις λέξεις και προσπαθεί να τις συμμαζέψει, θα έβγαινε πάρα πολύ αγκυλωμένος στην ελληνική –αποφάσισα λοιπόν αυτή τη φορά μια απόδοση για το κείμενο ακόμη πιο συμβατή με την προφορικότητα, την ελληνική προφορικότητα βέβαια. Εχω κάνει κάποια μικρά σπρωξίματα, δοσολογημένα με κάτι παραπάνω από φειδώ, βασισμένη στη δική μας ομιλούμενη σημερινή γλώσσα» ανέφερε η Τζένη Μαστοράκη.
Γιατί όμως μεταφράζει το crap ως «μαβλακεία» και τον jerk ως «μουρόχαβλο»; «Επειδή ο Χόλντεν είναι ένα παιδί που δεν θα μπορούσε να βρίσει, να πει «μαλάκας» ας πούμε –ούτε καν ένα «ρε γαμώτο» δεν θα έλεγε που ήθελα πολύ να το χρησιμοποιήσω ώρες-ώρες. Οταν ο αναγνώστης φθάσει να δει, μαζί με τον ήρωα, το «ά’ γαμήσου» που εμφανίζεται στους τοίχους, καταλαβαίνει γιατί. Ολο το υβρεολόγιο του Χόλντεν περιορίζεται στο δοκιμασμένο τρίπτυχο: σκατά, διαόλους, κώλους. Οι καιροί βέβαια αλλάζουν, όπως επίσης οι λέξεις και οι σημασίες τους. Το πρωτότυπο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «έβριζε» τρελά για την εποχή του. Στην παλιά έκδοση που έχω υπάρχει παντού «F… you» ενώ στις καινούργιες βλέπεις ολόκληρο το «Fuck you»».

«Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει»


Μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ το 2008

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ όπου δικαιολογείται ο τίτλος που διάλεξε η Τζένη Μαστοράκη για τη νέα μετάφραση.

Η Φοίβη, η μικρή τετραπέρατη αδελφή του Χόλντεν Κώλφηλντ, συνομιλεί με τον μεγαλύτερο αδελφό της που έχει τρυπώσει κρυφά μια νύχτα στο πατρικό τους. Η ίδια έχει αντιληφθεί ότι τον έδιωξαν και πάλι από το σχολείο και αγανακτισμένη ζητάει να μάθει αν υπάρχει κάτι που να του αρέσει στον κόσμο.

«Θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς» μου λέει. «Θα σε σκοτώσει». Εγώ ούτε που την πρόσεχα όμως. Αλλο σκεφτόμουνα εγώ –μια τρέλα. «Ξέρεις τι θα ‘θελα;» της λέω. «Ξέρεις τι διάολο θα ‘θελα να γίνω; Λέω, ας πούμε, άμα ήτανε στο χέρι μου;».
«Τι; Μη λες παλιόλογα».
«Ξέρεις ένα τραγούδι που λέει όταν κορμί πιάνει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια; Ε, θα ‘θελα -».
«Οταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια» μου λέει η δικιά μου. Ποίημα είναι. Του Ρόμπερτ Μπερνς» […]
«Εγώ νόμιζα πως λέει όταν κορμί πιάνει κορμί» της λέω. Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο παιδάκια, που θα ‘ναι σ’ ένα μεγάλο χωράφι με σίκαλη και που θα παίζουνε ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε, χιλιάδες παιδάκια, κι εκεί γύρω να μην είναι κανείς –κανένας μεγάλος, λέω δηλαδή –μονάχα εγώ. Κι εγώ θα στέκομαι άκρη άκρη σ’ ένα ξεκούδουνο γκρεμό. Και η δουλειά μου εμένα θα ‘ναι να τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον γκρεμό –λέω, ας πούμε, εκεί που τρέχουνε και που δεν βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα πρέπει να πετιέμαι από κάπου και να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα ‘κανα όλη μέρα. Θα ‘μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα ‘θελα εγώ στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια».
Η δικιά μου έκανε ώρα να μιλήσει. Κι ύστερα, όταν μίλησε, είπε μόνο «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει».
«Σκασίλα μου κι αν με σκοτώσει» της λέω […]

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.