Η γραμμωτή νεροχελώνα, είδος του γλυκού νερού που απαντάται και στην Ελλάδα, φαίνεται ότι επιζεί στη θάλασσα και περιστασιακά διασχίζει το Αιγαίο, δείχνει ελληνογερμανική μελέτη που βασίστηκε σε γενετικές αναλύσεις.
Γενετική ομοιομορφία
Η νεροχελώνα Mauremys rivulata έχει μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, από την Κασπία μέχρι τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμα και σε νησιά όπως η Κρήτη και η Κύπρος.
«Λόγω των πολλών γεωγραφικών εμποδίων, κυρίως του Αιγαίου, υποθέταμε ότι θα υπήρχαν επιμέρους πληθυσμοί με γενετικές διαφοροποιήσεις» λέει ο Ούβε Φριτς του Μουσείου Ζωολογίας της Δρέσδης, επικεφαλής της μελέτης.
Για να επιβεβαιώσει αυτή την υπόθεση, η ομάδα του Φριτς εξέτασε 13 σημεία του γονιδιώματος σε 340 δείγματα χελωνών από 63 περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, από την Ελλάδα και την Τουρκία μέχρι το Λίβανο και το Ισραήλ.
Τα αποτελέσματα όμως ήταν μη αναμενόμενα, καθώς όλα τα δείγματα παρουσίαζαν σχεδόν πανομοιότυπο γενετικό προφίλ.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει συνεχής ροή γονιδίων μεταξύ των επιμέρους πληθυσμών της χελώνας, η οποία «ομογενοποιεί» τη γονιδιακή δεξαμενή του είδους σε όλο το γεωγραφικό εύρος του.
Δεινές κολυμβήτριες ή «αποσκευές» του ανθρώπου;
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι χελώνες μεταφέρθηκαν μαζικά από τον άνθρωπο. Οι ερευνητές, όμως, θεωρούν ότι αυτό είναι απίθανο: «Σε αντίθεση με άλλες χελώνες, η Mauremys rivulata δεν ήταν ποτέ δημοφιλής ως τροφή καθώς το κρέας της βρομάει. Δεν υπάρχει επομένως προφανής λόγος να μεταφέρθηκαν αυτές οι χελώνες σε τόσο μεγάλους αριθμούς» εξηγεί η Μελίτα Βάμπεργκερ, πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι χελώνες επιβιώνουν όταν τύχει να παρασυρθούν στη θάλασσα και διανύουν μεγάλες αποστάσεις κολυμπώντας.
Εκτός βέβαια αν η γραμμωτή νεροχελώνα μεταφέρθηκε από ανθρώπους όχι για το κρέας της αλλά για το διακοσμητικό της ρόλο σε λιμνούλες και ποτάμια.
Σήμερα, εξάλλου, η Mauremys rivulata εκτρέφεται ως κατοικίδιο.
Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Zoologica Scripta.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε στη μελέτη ο Πέτρος Λυμπεράκης του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης.