«Νιώθω ότι κατοικώ κάπου»

Η πόλη μας διαφεύγει και γίνεται όλο και περισσότερο δυσανάγνωστη με τις συνεχείς μεταλλαγές: δημογραφικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές.

Η πόλη μας διαφεύγει και γίνεται όλο και περισσότερο δυσανάγνωστη με τις συνεχείς μεταλλαγές: δημογραφικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές. Xωρίς ψευδαίσθηση για απόλυτη γνώση, η πόλη ως γνωστικό αντικείμενο επιβάλλει νέους τρόπους ανάλυσης που να επιτρέπουν μια «σύνθεση» των υλικών όσο και των «άυλων» μορφών της. Κανένα σχέδιο ή φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει το άυλο. Είναι η κίνηση, οι ανταλλαγές, οι συγκρούσεις και οι συναλλαγές των κατοίκων που τη ζουν μέσα στον χρόνο. Η πόλη είναι χρόνος. Aκόμα και όταν φαινομενικά οι αστικές μορφές δεν μεταβάλλονται (ίδια κτίρια, ίδιοι δρόμοι κ.λπ.), ο τρόπος που τη ζούμε κάνει ώστε σε κάθε ιστορική περίοδο να πρόκειται για μια άλλη πόλη: μετακινήσεις κοινωνικών ομάδων, μετατόπιση οικονομικών κέντρων, αλλαγές τρόπων ζωής προδιαγράφουν νέες ταυτότητες και επιβάλλουν νέες τεχνικές λύσεις, νέες μορφές.
Το κύριο χαρακτηριστικό της πόλης είναι λοιπόν η φαινομενική αδράνεια από τη μια, η μεταλλαγή από την άλλη. Αν πάρουμε το Παρίσι ως παράδειγμα θα δούμε ότι συνεχώς αλλάζει και συνεχώς μένει το ίδιο. Από τον νομάρχη Haussman που, παρά τις διαμαρτυρίες του Victor Hugo, κατεδάφισε τη μεσαιωνική πόλη, μέχρι σήμερα, το Παρίσι το «εντός των τειχών», δηλαδή του περιφερειακού αυτοκινητόδρομου, δεν είναι το ίδιο όχι τόσο διότι οι όψεις αλλάξανε αλλά διότι η μορφή του «κενού», του δημόσιου χώρου υποδέχθηκε άλλους τρόπους μεταφοράς, άλλες οικονομικές χρήσεις, διαφορετικές πολιτικές κινητοποιήσεις. Το καπιταλιστικό και βιομηχανικό Παρίσι επιβλήθηκε, η συλλογική συνείδηση άλλαξε και μαζί της τα βιώματα και οι νοοτροπίες. Είναι φυσικά προφανές ότι η ιστορικότητα της πόλης διαβάζεται μέσα από τη σταθερότητα, αν όχι την αδράνεια, των μορφών –και η Βενετία είναι ένα άλλο πειστικό παράδειγμα. Αλλά η αισθητική απόλαυση που μας προκαλεί μας κάνει να ξεχνάμε ότι οι κάτοικοί της δεν τη ζουν όπως τα εκατομμύρια των επισκεπτών της.
Με αυτά ως δεδομένα μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε τι είναι η πολυσυζητημένη «ταυτότητα» των πόλεων; «Να χτίζουμε έτσι ώστε να νιώθει κανείς ότι κατοικεί κάπου» έλεγαν αρχιτέκτονες της δεκαετίας του 1950 επηρεασμένοι από την ανθρωπολογία. Αυτό σημαίνει όμως μονιμότητα στον τόπο, κοινωνική συνοχή, γειτνίαση. Τι είναι όμως σήμερα «ταυτότητα» στις μητροπόλεις των εκατομμυρίων κατοίκων; Πώς κάποιος μπορεί να νιώθει «κάτοικος» μέσα σε έναν ωκεανό διάσπαρτων ενοτήτων χωρίς συνοχή όπως η Αθήνα των 4 εκατομμυρίων; Πώς συμβιβάζεται η «ταυτότητα» με την τεράστια κινητικότητα σε εποχή γενικής κρίσης, αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων και ατομικισμού; Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι τα ερωτήματα αυτά είναι πριν απ’ όλα πολιτικά και πολιτισμικά και δεν μπορούν να απαντηθούν μονοσήμαντα και ακόμα λιγότερο από αρχιτέκτονες ή πολεοδόμους.
Αλλά παρ’ όλα αυτά μια απαρχή απάντησης θα μπορούσε να δοθεί αν οι διοικούντες τόσο το τοπικό επίπεδο όσο και τη μεγάλη κλίμακα συνειδητοποιήσουν ορισμένα πράγματα. Στο τοπικό επίπεδο των δήμων μια πρώτη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου, έστω και με μικροεπεμβάσεις, ώστε να γίνει βιώσιμη η καθημερινή ζωή των κατοίκων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ένας δήμος μπορεί να μεταβληθεί σε απομονωμένο παράδεισο. Η μικρή κλίμακα είναι άρρηκτα δεμένη με τη μητροπολιτική. Αυτό διδάσκει η τελευταία πολεοδομική περιπέτεια σχεδιασμού του «Μεγάλου Παρισιού» με τις γνωστές δυσκολίες λόγω πολιτικών ανταγωνισμών σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο. Είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι πολιτικοί που οραματίζονται τη μητρόπολη μέσα στη μακρά διάρκεια προσπαθούν να πετύχουν έναν συμβιβασμό για μια νέα σχέση μεταξύ δήμων και κράτους, αφενός για τη διαμόρφωση και διαχείριση του χώρου στη μητροπολιτική κλίμακα και αφετέρου για μια νέα ταυτότητα στην τοπική κλίμακα.
Το στοίχημα σήμερα είναι ο υλικός χώρος της πόλης να υποδεχθεί την άυλη υπόσταση των ανθρώπινων σχέσεων. Ισως τότε να γίνει δυνατό να επαναπροσδιοριστεί η «ταυτότητα», δηλαδή το «να νιώθει κάποιος ότι κατοικεί κάπου». Αλλά για αυτό χρειάζεται στρατηγική που ξεπερνά τα χρονικά όρια των εκλογών. Δηλαδή χρειάζεται σπάνιους πολιτικούς σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Ο κ. Γιάννης Τσιώμης είναι αρχιτέκτων – πολεοδόμος, καθηγητής ENSA και EHESS, Παρίσι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.