Τέσσερις Αμερικανοί, παράλυτοι από τη μέση και κάτω, κατάφεραν να κινήσουν με ελεγχόμενο τρόπο ξανά τα πόδια τους για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον δύο χρόνια, χάρη σε μια συσκευή ηλεκτρικής διέγερσης που εμφυτεύθηκε στον νωτιαίο μυελό της σπονδυλικής στήλης τους.
Στάθηκαν ακόμη και όρθιοι
Οι ασθενείς μπόρεσαν να κουνήσουν τα δάχτυλα των ποδιών, τους αστραγάλους και τα γόνατά τους, ενώ κάποιοι κατόρθωσαν να σταθούν όρθιοι και να σηκώσουν βάρη με τα πόδια τους, αλλά -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν είναι ακόμη ικανοί να περπατήσουν μόνοι τους. Στο μέλλον όμως η νέα τεχνική (λεγόμενη και «επισκληρίδια διέγερση»), σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να αξιοποιηθεί στην περίπτωση των παραπληγικών για τους οποίους μέχρι σήμερα τα παραπάνω επιτεύγματα ήταν αδιανόητα, καθώς θεωρείτο ότι δεν υπήρχε ελπίδα να κινήσουν ξανά τα άκρα τους.
Οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Λούισβιλ και της Καλιφόρνιας, με επικεφαλής τη νευρολόγο Σούζαν Χαρκέμα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Brain», σύμφωνα με το BBC, το πρακτορείο Reuters και το «New Scientist», ανακοίνωσαν πως το ηλεκτρικό ρεύμα κάνει τον νωτιαίο μυελό πιο δεκτικό στα νέα μηνύματα που φθάνουν ακόμη από τον εγκέφαλο των ασθενών στα άκρα τους.
Ο νωτιαίος μυελός, που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη, είναι ο «μεταφορέας» των ηλεκτρικών ερεθισμάτων – μηνυμάτων από και προς τον εγκέφαλο προς και από το υπόλοιπο σώμα. Οποιαδήποτε βλάβη σε αυτή την «ηλεκτρική γραμμή μεταφοράς» (π.χ. λόγω τραυματισμού) έχει ως συνέπεια την απώλεια των αισθήσεων και την αδυναμία κινήσεων από το σημείο της βλάβης και κάτω.
Περισσότεροι ασθενείς, επιβεβαίωση της επιτυχίας της ηλεκτρικής διέγερσης
Η πρώτη περίπτωση επιτυχούς εφαρμογής της τεχνικής της ηλεκτρικής διέγερσης είχε υπάρξει από την ίδια ερευνητική ομάδα το 2011 με έναν παίκτη του μπέιζμπολ, που είχε παραλύσει από το στήθος και κάτω μετά από ένα σοβαρό τροχαίο το 2006 και ο οποίος μπόρεσε να κινήσει πάλι τα πόδια του. Αυτή τη φορά, κάτι ανάλογο συνέβη με περισσότερους παράλυτους ασθενείς, επιβεβαιώνοντας έτσι τις δυνατότητες της πρωτοποριακής τεχνικής όχι για θεραπεία, αλλά για μερική αποκατάσταση της κινητικότητας.
Δεν είναι ακόμη σαφές με ποιόν ακριβώς βιολογικό μηχανισμό η υπό δοκιμή μέθοδος «δουλεύει». Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι πιθανότατα αυτό που πετυχαίνει το ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο διοχετεύεται στο νωτιαίο μυελό, είναι να ενισχύει τα πολύ ασθενή ηλεκτρικά σήματα – εντολές που συνεχίζουν σε έναν βαθμό να έρχονται ακόμη από τον εγκέφαλο διαπερνώντας το σημείο του τραυματισμού στη σπονδυλική στήλη, αλλά τα οποία -χωρίς τεχνητή ενίσχυση- δεν είναι ικανά να «πυροδοτήσουν» καμία κίνηση.
Βελτίωση της ποιότητας ζωής
Αντίθετα με άλλες πειραματικές θεραπείες, η συγκεκριμένη δεν προσπαθεί να αποκαταστήσει τη νευρολογική βλάβη (π.χ. με τη βοήθεια βλαστικών κυττάρων), αλλά να βοηθήσει τον εγκέφαλο να «περάσει» τα μηνύματά του στα κάτω άκρα. Αν και κανένας ασθενής δεν έχει καταφέρει να περπατήσει μόνος του, η ποιότητα ζωής όλων βελτιώθηκε αισθητά, τόσο σωματικά (αύξηση μυϊκής μάζας στα κάτω άκρα, μερική αποκατάσταση ελέγχου ούρησης και σεξουαλικής λειτουργίας κ.α.), όσο και ψυχολογικά.
Οι αμερικανοί ερευνητές ελπίζουν ότι, με την περαιτέρω βελτίωση της τεχνικής, ορισμένοι ασθενείς θα μπορούν να κάνουν στο μέλλον κάποια βήματα, αν και ακόμη αποφεύγουν τον όρο «να περπατήσουν ξανά». Μεταξύ άλλων, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν μη επεμβατικές συσκευές, που δεν θα χρειάζεται να εμφυτευθούν με εγχείριση στη σπονδυλική στήλη, αλλά θα μπορούν να διεγείρουν ηλεκτρικά τον νωτιαίο μυελό μέσω του δέρματος. Επίσης, θα επιδιωχθεί η βελτίωση του λογισμικού (των αλγόριθμων) της συσκευής, έτσι ώστε η ηλεκτρική διέγερση να γίνεται με τέτοιο τρόπο, που να επιτρέπει τον συντονισμό στην κίνηση και των δύο ποδιών (κάτι ανέφικτο προς το παρόν).
Δοκιμή και σε άλλους ασθενείς με εξελιγμένες συσκευές
Το βασικό πάντως μήνυμα, όπως είπε η Σούζαν Χαρκέμα, είναι ότι ακόμα και για ασθενείς με σοβαρά τραύματα στη σπονδυλική στήλη, «υπάρχει ακόμη περιθώριο αποκατάστασης. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν θα κινηθούν ποτέ πια ξανά». Ήδη προγραμματίζεται η δοκιμή της νέας τεχνικής σε άλλους οκτώ ασθενείς, καθώς και σε ζώα, με συσκευές που θα διαθέτουν περισσότερα ηλεκτρόδια (27 αντί 16).