Εδώ και αιώνες πολλοί έχουν αναζητήσει τη συνταγή για την κατάκτηση της κορυφής, όπως όμως φαίνεται κανείς δεν την έχει εντοπίσει ακριβώς. Ισως γιατί δεν «έψαξαν» σωστά. Αρχικά η γενική αντίληψη ήταν ότι η ευφυΐα αποτελεί το μοναδικό διαβατήριο για να ανέβει κάποιος στην κορυφή. Μελέτες που ακολούθησαν έδειξαν όμως ότι το… πολύ μυαλό, αν και οπωσδήποτε βοηθάει, δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση. Ετσι τα βλέμματα στράφηκαν προς την εκπαίδευση. Αυτή φαίνεται να αποτελεί επίσης ένα βασικό «συστατικό», όμως και πάλι από μόνη της δεν αρκεί. Οι τελευταίες επιστημονικές έρευνες έχουν αρχίσει να αναδεικνύουν ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά που όπως φαίνεται παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο. Ορισμένα από αυτά είναι, παραδείγματος χάριν, το να έχει κάποιος ένα όνειρο και να το ακολουθεί, ένα άλλο να έχει αυτό που λέμε «πείσμα» και επιμονή. Το ευχάριστο συμπέρασμα από τα τελευταία ευρήματα είναι πάντως ότι σε μεγάλο βαθμό ο δρόμος προς την επιτυχία μπορεί να κατακτηθεί ακόμη και από τους λιγότερο προικισμένους από τη φύση, με τη σωστή προσπάθεια. Ενα σημαντικό στοιχείο είναι πάντως ότι, αν και ενδεχομένως ποτέ δεν είναι αργά για να βελτιωθεί κάποιος, η σωστή προσπάθεια καρποφορεί ακόμη περισσότερο όταν ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Διαβάστε στις επόμενες σελίδες ποιες πλευρές θα πρέπει να καλλιεργήσετε, όχι μόνο σε εσάς τους ίδιους αλλά και στα παιδιά σας ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. «Αν και δεν υποσχόμαστε ίσες ευκαιρίες, αγωνιστήκαμε για να προσφέρουμε ίσες ευκαιρίες, την ιδέα ότι η επιτυχία… βασίζεται στην προσπάθεια και στην αξία». Αυτά είπε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα σε μια ομιλία του τον περασμένο Δεκέμβριο. Ωστόσο, όπως ο κ. Ομπάμα αναγνώρισε συνεχίζοντας, η επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες βασίζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ στο να έχει γεννηθεί κάποιος με πλούτη και προνόμια.
Στη Βρετανία ο δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο ορισμένοι βλέπουν ως μελλοντικό πρωθυπουργό, ασχολήθηκε επίσης πρόσφατα με το ζήτημα της αυξανόμενης ανισότητας, το δικό του όραμα όμως ήταν κατά τι διαφορετικό. Η επιτυχία έχει να κάνει μόνο με τον δείκτη ευφυΐας, υποστήριξε ο κ. Τζόνσον, επομένως το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να δώσουμε στα εξυπνότερα παιδιά τις καλύτερες ευκαιρίες για να πετύχουν.
Οι ομιλίες αυτές εγείρουν ένα σωρό ζητήματα, κατά βάθος όμως αντανακλούν δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το τι χρειάζεται κάποιος για να πετύχει. Για ορισμένους το ζήτημα εναπόκειται αποκλειστικά στη φύση, η επιτυχία καθορίζεται από τα γονίδια. Για άλλους είναι ζήτημα καλλιέργειας –ο καθένας μπορεί να πετύχει αν του δοθεί η ευκαιρία. Ποια από αυτές τις ιδέες βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα;
Η αλήθεια, περιττό να πούμε, είναι πολύ πιο σύνθετη. Τα γονίδια που κληρονομεί κάποιος παίζουν ρόλο, το ίδιο όμως και το περιβάλλον του. Ακόμη και ο δείκτης ευφυΐας, ο οποίος, όπως υποστηρίζεται, μετρά την έμφυτη ευφυΐα, μπορεί να αλλάξει από την ανατροφή κάποιου. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλά που μπορεί να γίνουν ώστε οι άνθρωποι να είναι πιο επιτυχημένοι. Κάνουν όμως οι κυβερνήσεις, τα σχολεία και οι γονείς τα σωστά πράγματα;
Η συζήτηση σχετικά με την επιτυχία αναζωπυρώθηκε από μια πρόσφατη μελέτη διδύμων, με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Πλόμιν του King’s College του Λονδίνου, η οποία διαπίστωσε ότι οι διαφορές στις σχολικές επιδόσεις των παιδιών στη Βρετανία οφείλουν περισσότερα σε κληρονομικά χαρακτηριστικά παρά στη διδασκαλία ή σε άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, δεδομένου ότι υπάρχει ελάχιστη αμφιβολία σχετικά με το ότι η ευφυΐα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα γονίδιά μας, καθώς και με το ότι τα έξυπνα παιδιά συνήθως τα πάνε καλύτερα στο σχολείο.
Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν σημαίνουν ότι η διδασκαλία δεν παίζει ρόλο. Κάτι τέτοιο είναι σαν να υποστηρίζει κάποιος ότι, επειδή οι διαφορές στο ύψος οφείλονται κατά κύριο λόγο στα γονίδια, η διατροφή δεν επηρεάζει το ύψος στα παιδιά που τρέφονται καλά. Στην πραγματικότητα, λέει ο κ. Πλόμιν, ο σημαντικός ρόλος των γονιδίων θα μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι καλό, επειδή όσο πιο ισότιμο είναι το περιβάλλον τόσο περισσότερο τα γονίδια –σε αντίθεση, π.χ., με τον πλούτο των γονέων –παίζουν ρόλο. Ούτε, προσθέτει, τα ευρήματά του σημαίνουν ότι θα πρέπει να αφιερώσουμε τους πόρους μας σε μια μικρή ελίτ.
Το βέβαιον είναι πάντως ότι τα παιδιά με τον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας δεν είναι απαραίτητα οι πιο επιτυχημένοι ενήλικοι αργότερα στη ζωή τους. Στη δεκαετία του 1920 ο Λιούις Τέρμαν, ψυχολόγος του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, συγκέντρωσε 1.529 παιδιά από την Καλιφόρνια που είχαν επιτύχει πολύ υψηλά σκορ στο τεστ IQ Stanford-Binet. Οπως ο Μπόρις Τζόνσον, ο Τέρμαν ήταν πεπεισμένος ότι το IQ αποτελεί το κλειδί για την επιτυχία αργότερα στη ζωή –μια επιτυχία που ορίζεται με βάση τα κέρδη και τα επιτεύγματα (ναι, η επιτυχία μπορεί επίσης να μετρηθεί με βάση, π.χ., την ευτυχία, το συγκεκριμένο άρθρο όμως θα εστιάσει μόνο στους στενότερους, υλιστικούς ορισμούς της). Ως έναν βαθμό είχε δίκιο: ως τα μέσα της ζωής τους οι «Τερμίτες» του είχαν δημοσιεύσει 2.000 μελέτες, είχαν κατοχυρώσει τουλάχιστον 230 διπλώματα ευρεσιτεχνίας και είχαν γράψει 33 μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το μέσο εισόδημά τους ήταν περίπου τριπλάσιο από αυτό του μέσου αμερικανού.
Αυτό όμως δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο ακούγεται. Παρά το γεγονός ότι το μέσο IQ των ατόμων που εξέταζε ο Τέρμαν ήταν 147, περίπου το ένα τέταρτο εξ αυτών κατέληξαν σε λιγότερο περίοπτα επαγγέλματα, έγιναν υπάλληλοι γραφείου, αστυνομικοί, πωλητές ή τεχνίτες. Κανένας από την ομάδα δεν έφθασε σε ακαδημαϊκή παραγωγικότητα τους βραβευμένους με Νομπέλ επιστήμονες ή άλλους που ανήκαν στην πνευματική ελίτ της πατρίδας τους εκείνη την εποχή. Αντιθέτως, εστιάζοντας στα σκορ του IQ, ο Τέρμαν είχε αποκλείσει παιδιά όπως ο Λουίς Αλβαρες και ο Γουίλιαμ Σόκλεϊ, οι οποίοι αργότερα κατέκτησαν το Νομπέλ Φυσικής.
Επιπλέον κανένας από τους «Τερμίτες» δεν ίδρυσε κάποια σημαντική επιχείρηση, επομένως δεν ήταν σπουδαίοι «δημιουργοί πλούτου» –ένα από τα επιχειρήματα υπέρ του να ευνοηθεί μια ελίτ είναι ότι θα δημιουργήσει πλούτο για τη χώρα. Αντιθέτως, ύστερα από 25 χρόνια, ο Τέρμαν αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι «η διάνοια και τα επιτεύγματα είναι κάθε άλλο παρά απόλυτα συσχετισμένα».
Γονίδια και περιβάλλον
Οσο περισσότερα ερεθίσματα δίνουμε στα παιδιά τόσο ενισχύουμε την ευφυΐα τους, λένε οι ειδήμονες Παρά το γεγονός ότι η ευφυΐα έχει σαφώς σημασία, δεν αποτελεί από μόνη της την εγγύηση για την επιτυχία. Υπάρχουν εξίσου σημαντικές ενδείξεις υπέρ του ρόλου των περιβαλλοντικών παραγόντων, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με την κοινωνικο-οικονομική θέση. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε φτωχές περιοχές, με περιορισμένη πρόσβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και βιβλία, τα οποία μπορεί επίσης να έχουν ελάχιστα φυσιολογική καθημερινότητα και ελάχιστη προσοχή από τους γονείς τους, όχι μόνο έχουν χειρότερη υγεία αλλά έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να τα πάνε άσχημα στο σχολείο. Κάτι τέτοιο καθιστά πολύ δυσκολότερο για αυτά να ευδοκιμήσουν στην ενήλικη ζωή τους. Εν αντιθέσει, πολλοί επιτυχημένοι επιχειρηματίες, ηγέτες και καλλιτέχνες μεγαλώνουν σε σπίτια γεμάτα ερεθίσματα, περιτριγυρισμένοι από μια ποικιλία βιβλίων, λαμβάνοντας μέρος σε εμπνευσμένες συζητήσεις την ώρα του φαγητού.
Τα παιδιά που οι γονείς τους χωρίζουν ή μεγαλώνουν σε συναισθηματικά ασταθή σπίτια επίσης ξεκινούν από μειονεκτική θέση, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση τους. Τείνουν να έχουν χειρότερη συμπεριφορά και χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο.
Ο Εντουαρντ Μελούις του Κολεγίου Μπέρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος μελετά την παιδική ανάπτυξη, προειδοποιεί ότι τα παιδιά κάτω των πέντε ετών που δεν έχουν σταθερή στοργή και ανταπόκριση στην επικοινωνία από τους γονείς τους ή από εκείνους που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους έχουν ελλιπή κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη. Κάτι πολύ σημαντικό, η έλλειψη αυτή επηρεάζει τις γλωσσικές δεξιότητές τους, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τον κ. Μελούις, αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες για τις οποίες τα παιδιά από μη προνομιούχες οικογένειες σε γενικές γραμμές τα πηγαίνουν άσχημα στο σχολείο. «Η βελτιωμένη ανάπτυξη της γλώσσας συμβάλλει στην ενίσχυση της γνωσιακής ανάπτυξης, της ικανότητας ανάγνωσης και γραφής και των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων, καθώς και των κοινωνικών δεξιοτήτων» λέει.
Η επίδραση του περιβάλλοντος, με άλλα λόγια, είναι βαθιά. Μια ανατροφή με ελλείψεις μπορεί να μειώσει τη γνωσιακή ικανότητα ενός παιδιού ως και κατά 9 βαθμούς στον δείκτη IQ. Αντιθέτως, ένα προνομιούχο υπόβαθρο μπορεί να ενισχύσει το IQ. Τα υιοθετημένα παιδιά που γεννιούνται στη φτώχεια αλλά μεγαλώνουν σε ευκατάστατα σπίτια έχουν επιδείξει μεγάλα κέρδη στον δείκτη ευφυΐας σε σχέση με τα μη υιοθετημένα αδέλφια τους.
Τα ευρήματα αυτά έχουν ξεκάθαρες επιπτώσεις. Για να βοηθήσουμε όλα τα παιδιά να φθάσουν τις δυνατότητές τους δεν αρκεί να περιμένουμε ώσπου να αρχίσουν το σχολείο –ως τότε μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά. Αυτό που χρειάζεται, λέει ο κ. Μελούις, είναι υψηλής ποιότητας «κέντρα πρώιμης εκπαίδευσης» τα οποία θα συνδυάζουν την παιδική φροντίδα, τη γονεϊκή υποστήριξη, την υγειονομική περίθαλψη και τη μάθηση στον ίδιο χώρο –παρέμβαση η οποία έχει ήδη αποδειχθεί ότι ευνοεί τα παιδιά από κάθε υπόβαθρο και περισσότερο από όλα τα μη προνομιούχα παιδιά.
Η σημασία της παρέμβασης από νωρίς έχει πλέον αναγνωριστεί ευρέως και έχει οδηγήσει σε πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη των παιδιών όπως η Sure Start στη Βρετανία και η Head Start στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Ομπάμα επιδιώκει αυτή τη στιγμή την υποστήριξη όλων των κομμάτων στα σχέδιά του για την επέκταση της πρόσβασης στην εκπαίδευση πριν από το νηπιαγωγείο. «Οι μελέτες δείχνουν ότι μία από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορούμε να κάνουμε στη ζωή ενός παιδιού είναι η υψηλής ποιότητας πρώιμη εκπαίδευση» δήλωσε τον Ιανουάριο. Στη Βρετανία ωστόσο η χρηματοδότηση της Sure Start περικόπηκε κατά το ένα τρίτο τα τελευταία δύο χρόνια.
Για να κατακτήσει όμως κάποιος την επιτυχία φαίνεται ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από έμφυτες δυνατότητες ή το να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον το οποίο θα του επιτρέψει να πραγματώσει αυτές τις δυνατότητες. «Η γνωσιακή ικανότητα και η ευφυΐα δεν φαίνεται να προβλέπουν τις διαφορές από άτομο σε άτομο στις επιδόσεις των καταρτισμένων άρτιων εκτελεστών» λέει ο ψυχολόγος Κ. Αντερς Ερικσον από το Πανεπιστήμιο της Φλόριδας στο Ταλαχάσι. Τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι οι άρτιοι εκτελεστές σε πολλούς τομείς, από τη μουσική και τα σπορ ως το σκάκι και άλλα πεδία στα οποία εμπλέκεται η μνήμη, οφείλουν πολύ περισσότερα στην εστιασμένη εξάσκηση παρά στο έμφυτο ταλέντο.
Γιατί ορισμένοι άνθρωποι εξασκούνται περισσότερο από τους άλλους; Αρχικά ίσως εξαιτίας της υπερβολικής φιλοδοξίας των γονέων τους. Ορισμένοι παράγοντες φαίνεται ωστόσο να είναι ουσιαστικοί για οποιονδήποτε σκοπεύει να φθάσει ως την κορυφή. Για παράδειγμα, δεν θα πάτε πολύ μακριά αν δεν έχετε την ικανότητα να επιμένετε και να παραμένετε αφοσιωμένοι σε μακρινούς στόχους –αν δεν έχετε, δηλαδή, το λεγόμενο «πείσμα». «Τα άτομα που έχουν περισσότερο πείσμα είναι πιο επιτυχημένα, ιδιαίτερα απέναντι σε πολύ δύσκολες καταστάσεις» λέει η Αντζελα Ντάκγουερθ από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στη Φιλαδέλφεια.
Τι κάνει τους ανθρώπους να έχουν πείσμα; Σε έναν βαθμό το κίνητρο. Η κυρία Ντάκγουερθ έχει δείξει ότι οι άνθρωποι επιτυγχάνουν καλύτερα σκορ στα τεστ IQ όταν τους δίνεται ένα κίνητρο, όπως μια μικρή χρηματική ανταμοιβή. Το εύρημα αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη μελέτη της επιτυχίας. Οι ψυχολόγοι, οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι συχνά υποδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα στον δείκτη IQ και στα επιτεύγματα στη ζωή ως ένδειξη ότι η επιτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευφυΐα. Ωστόσο η δουλειά της κυρίας Ντάκγουερθ υποδηλώνει ότι τα τεστ IQ μετράνε περισσότερο από την ευφυΐα –και ότι το κίνητρο αποτελεί ένα ισχυρό εφόδιο.
Το πείσμα απαιτεί επίσης κάτι περισσότερο: τη δύναμη θέλησης να συνεχίσει κάποιος κάτι ως το τέλος. Περιλαμβάνει σκληρή δουλειά και αντίσταση σε επιθυμίες ή παρορμήσεις που μπορούν να αποσπάσουν από τον στόχο. Η δύναμη της θέλησης σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον αυτοέλεγχο, κάτι το οποίο την καθιστά σημαντική για την επιδίωξη της επιτυχίας με δύο ιδιαίτερης σημασίας τρόπους.
Πρώτον, ο αυτοέλεγχος, όπως και η ευφυΐα, έχει ισόβια οφέλη. Αποτελεί καλύτερο «δείκτη» πρόβλεψης από τα σκορ στα τεστ IQ όσον αφορά τα αποτελέσματα των εφήβων στα διαγωνίσματα. Οι μαθητές με περισσότερο αυτοέλεγχο, όπως διαπίστωσε η κυρία Ντάκγουερθ, είναι πιο πιθανόν να πηγαίνουν στο σχολείο στην ώρα τους, να κάνουν τα μαθήματά τους και να βλέπουν λιγότερο τηλεόραση –παράγοντες οι οποίοι μεταφράζονταν όλοι σε καλύτερους βαθμούς. Μια πιο πρόσφατη μελέτη, η οποία παρακολούθησε 1.000 παιδιά στη Νέα Ζηλανδία από τη γέννησή τους ως τα 32 τους χρόνια, είδε ότι εκείνα που επεδείκνυαν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο στην παιδική ηλικία έγιναν υγιέστεροι και περισσότερο σταθεροί συναισθηματικά ενήλικοι. Επίσης είχαν καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Αυτοέλεγχος
Τα αδύνατα γίνονται δυνατά όταν προσηλώνεται κανείς στον στόχο του Αυτό αντικατοπτρίζει μια διάσημη παρατήρηση του ψυχολόγου Γουόλτερ Μίσελ, ο οποίος σήμερα εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο κ. Μίσελ είχε παρουσιάσει σε παιδιά μια επιλογή: να φάνε μια λιχουδιά αμέσως ή να κάνουν υπομονή για 15 λεπτά ώστε να πάρουν δύο. Χρόνια αργότερα ο κ. Μίσελ ανακάλυψε ότι τα παιδιά που είχαν κατορθώσει να περιμένουν τα πήγαν καλύτερα στο λύκειο από εκείνα που είχαν υποκύψει στον πειρασμό. Ως ενήλικοι εκείνοι που είχαν μπορέσει να καθυστερήσουν την απόλαυση ήταν επίσης πιο δημοφιλείς μεταξύ των συνομηλίκων τους, είχαν λιγότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαροι και κέρδιζαν περισσότερα χρήματα.
Το δεύτερο ιδιαίτερης σημασίας στοιχείο σχετικά με τον αυτοέλεγχο είναι ότι μπορεί να βελτιωθεί. Ο Ρόι Μπαουμάιστερ από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριδας στο Ταλαχάσι την παρομοιάζει με έναν μυ ο οποίος μπορεί να δυναμώσει με την άσκηση. Η ομάδα του διαπίστωσε ότι η εξάσκηση του αυτοελέγχου σε έναν τομέα της ζωής τη βελτιώνει σε όλους τους τομείς. Η ομάδα του έχει επίσης παρατηρήσει ότι ορισμένοι άνθρωποι βελτιώνονται περισσότερο από άλλους, πιθανώς επειδή έχουν εξαρχής περισσότερο αυτοέλεγχο και άρα αφοσιώνονται περισσότερο στις ασκήσεις. «Είναι μια κυκλική διαδικασία, και αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για τον οποίο οι γονείς θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα από νωρίς στην ενίσχυση της δύναμης θέλησης του παιδιού τους» λέει ο κ. Μπαουμάιστερ. Ο αυτοέλεγχος αποτελεί επίσης κλειδί για την εστιασμένη εξάσκηση –η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη οποιασδήποτε δεξιότητας –εφόσον η επισταμένη εξάσκηση απαιτεί να πιέζει κάποιος τον εαυτό του να κάνει όλο και δυσκολότερα πράγματα και όχι απλώς να επαναλαμβάνει κάποιες κινήσεις.
Το να ξέρουμε ότι μπορούμε να βελτιώσουμε τη δύναμη της θέλησής μας και να γίνουμε περισσότερο πεισματάρηδες απέναντι στα εμπόδια θα έπρεπε να μας κάνει πιο αισιόδοξους σχετικά με το τι μπορούμε να καταφέρουμε. Δυστυχώς όμως συχνά μας εμποδίζουν οι ίδιες μας οι πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό μας και την ικανότητά μας να αλλάξουμε. Οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι έχουν δείξει ότι το να έχουν μια σταθερή νοοτροπία –θεωρώντας ιδιότητες όπως η ευφυΐα και η προσωπικότητα απόλυτα «αμετακίνητες» –κάνει τα άτομα να φοβούνται την αποτυχία, να αντιδρούν άσχημα στην κριτική και να αποφεύγουν τα νέα ή δύσκολα καθήκοντα, κάτι το οποίο δεν αποτελεί και τόσο καλή συνταγή για την επιτυχία. Αντίθετα, η πεποίθηση κάποιου ότι τα χαρακτηριστικά του είναι εύπλαστα τον κάνει περισσότερο πρόθυμο να επεκταθεί και να μάθει νέες δεξιότητες.
Την τελευταία δεκαετία μια ομάδα με επικεφαλής την Κάρολ Ντουέκ από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ βελτίωσε τους βαθμούς και τα ποσοστά παρακολούθησης χιλιάδων μαθητών σχολείου και φοιτητών κολεγίου στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο και μόνο διδάσκοντάς τους ότι η ευφυΐα δεν είναι προκαθορισμένη, ότι η σκληρή δουλειά μπορεί να σε κάνει εξυπνότερο και ότι το να δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς στο κολέγιο αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία της μάθησης και όχι δείγμα μειωμένης νοημοσύνης. Μια νοοτροπία «ανάπτυξης» προσφέρει πλεονεκτήματα σε όλα τα στάδια της ζωής, λέει η κυρία Ντουέκ: «Σου επιτρέπει να αναλαμβάνεις περισσότερες προκλήσεις και να μην αποθαρρύνεσαι από αναποδιές ούτε να θεωρείς την προσπάθεια εξουθενωτική».
Οι κίνδυνοι της σταθερής νοοτροπίας είναι ιδιαίτερα έντονοι για μέλη ομάδων έναντι των οποίων η κοινωνία διατηρεί αρνητικά στερεότυπα, όπως οι Αφροαμερικανοί ή οι γυναίκες, τα οποία μπορεί άθελά τους να «καλουπωθούν» στα στερεότυπα. Αν και η στάση της κοινωνίας είναι δύσκολο να αλλάξει, η αλλαγή της νοοτροπίας είναι συγκριτικά εύκολη. Πρόσφατα, σε μια μελέτη που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, η ομάδα της κυρίας Ντουέκ βοήθησε Αφροαμερικανούς που ήταν «κοπανατζήδες» στο λύκειο να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στο κολέγιο απλώς ενθαρρύνοντάς τους σε μια νοοτροπία ανάπτυξης.
Οι μελέτες σχετικά με τη δύναμη της θέλησης και τη νοοτροπία υποδηλώνουν ότι μπορούμε σε έναν βαθμό να επηρεάσουμε τα χαρτιά που μας μοιράστηκαν στη γέννησή μας. Ωστόσο θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο έναν θρίαμβο της καλλιέργειας έναντι της φύσης. «Υπάρχει μια γενετική συνεισφορά στις διαφορές μεταξύ ατόμων σε κυριολεκτικά κάθε χαρακτηριστικό που μπορεί να μετρηθεί, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των γνωσιακών ικανοτήτων» λέει ο Σκοτ Μπάρι Κάουφμαν, ο οποίος μελετά την ευφυΐα και τη δημιουργικότητα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλα αυτά, προσθέτει, όλα τα χαρακτηριστικά χρειάζεται να αναπτυχθούν. «Το περιβάλλον και οι αποφάσεις από την πλευρά του ατόμου είναι καθοριστικά για την επίτευξη αυτής της ανάπτυξης» λέει.
Ο κ. Ερικσον υποστηρίζει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ένα άτομο μπορεί να αποκτήσει ικανότητα σε οποιονδήποτε τομέα, αρκεί να εξασκηθεί για αρκετό καιρό και με τον σωστό τρόπο. Οσοι μαθαίνουν γρηγορότερα όμως –όσοι έχουν περισσότερο ταλέντο –θα ξεπερνούν πάντα εκείνους που μαθαίνουν πιο αργά, λέει ο Ντιν Κιθ Σίμοντον από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις. «Βεβαίως, θα μπορούσα να γίνω βιρτουόζος του βιολιού αν εξασκόμουν αρκετά και για αρκετό καιρό, θα έπρεπε όμως να περιμένω να φθάσω τα 50 για να είμαι έτοιμος να περάσω από οντισιόν για μια θέση δεύτερης σειράς σε μια επαρχιακή ορχήστρα. Τι νόημα έχει;».
Τα όνειρα παίζουν ρόλο
Επιπλέον όχι μόνο ορισμένοι είναι πιο ταλαντούχοι από κάποιους άλλους, αλλά οι άνθρωποι έχουν ταλέντα σε διαφορετικούς τομείς. Ωστόσο, αν όλα τα παιδιά διδαχθούν τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο, μόνο μερικά θα έχουν μια πιθανότητα να διακριθούν. Το βρετανικό σύστημα που έχει ένα ενιαίο εθνικό προγραμμα για όλα τα σχολεία με στόχο να ελαχιστοποιεί τις ανισότητες ευκαιριών ίσως άθελά του να ευνοεί ένα υποσύνολο παιδιών. Ολοι σχεδόν οι ψυχολόγοι και οι αναπτυξιακοί επιστήμονες με τους οποίους επικοινώνησε ο «New Scientist» τίθενται υπέρ ενός σχολικού συστήματος το οποίο θα καλλιεργεί μια ευρύτερη κλίμακα ταλέντων και ενδιαφερόντων και θα εστιάζει λιγότερο στα μέτρα και στους στόχους.
«Δεν είναι όλοι οι μαθητές ίδιοι, επομένως χρειάζονται πολλαπλές επιλογές» λέει ο κ. Ερικσον. Σκεφθείτε το κατ’ αυτόν τον τρόπο: όσο περισσότερες διαφορετικές γωνιές υπάρχουν σε έναν κήπο –ηλιόλουστες, σκιερές, υγρές και ούτω καθ’ εξής –τόσο ευρύτερη θα είναι η ποικιλία των φυτών που μπορούν να ανθίσουν σε αυτόν.
Τα σχολεία θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη βαθιά, προσωπική μάθηση σε πιο στενά αντικείμενα και να αφήνουν τα παιδιά να αναπτύσσονται με τον δικό τους ρυθμό, λέει ο κ. Κάουφμαν. Πολλοί άνθρωποι «ανθίζουν» αργά, ιδιαίτερα στις τέχνες και στις επιστήμες, οι οποίες απαιτούν μια σειρά κοινωνικές και γνωσιακές δεξιότητες, και επισημαίνει: «Μπορεί κάποιοι να χρειαστούν πολύ καιρό για να ξεπεράσουν κάποια εμπόδια, μετά όμως κάνουν το άλμα και μεγαλουργούν».
Εκείνο που δεν βοηθάει, λένε οι ειδικοί, είναι η εισαγωγή ακόμη περισσότερων «στάνταρντ» εξετάσεων, όπως έκανε η Βρετανία. Το αμερικανικό σύστημα, αν και λιγότερο εστιασμένο, κυριαρχείται και αυτό από «στάνταρντ» εξετάσεις. «Ακούστε τα όνειρα των παιδιών και ενθαρρύνετέ τα, ασχέτως των βαθμών που έχουν στα τεστ και του υποβάθρου από το οποίο προέρχονται. Ανταμείψτε την προσπάθεια και τη διαδικασία, όχι το «στάνταρντ» εκπαιδευτικό αποτέλεσμα» συμβουλεύει ο κ. Κάουφμαν.
Να ενθαρρύνουμε τα όνειρα; Αυτό μπορεί να μην ακούγεται και τόσο σαν συνταγή της επιτυχίας, τελικά όμως ίσως αποτελεί τον πιο σημαντικό από όλους τους παράγοντες. Ο αμερικανός ψυχολόγος Ελις Πολ Τόρανς παρακολούθησε τη ζωή αρκετών εκατοντάδων δημιουργικών επιτυχημένων ατόμων από το λύκειο ως τη μέση ηλικία –ανάμεσά τους υπήρχαν καθηγητές πανεπιστημίου, συγγραφείς, εφευρέτες, δάσκαλοι, σύμβουλοι, επιχειρηματίες και ένας μουσικοσυνθέτης. Παρατήρησε ότι εκείνο που τους έκανε να ξεχωρίζουν δεν ήταν οι σχολικές ή οι τεχνικές ικανότητες ούτε τα επιτεύγματα στο σχολείο αλλά ορισμένα χαρακτηριστικά όπως το να έχουν έναν σκοπό, να έχουν το θάρρος να είναι δημιουργικοί, να τους αρέσει η βαθιά σκέψη και να αισθάνονται άνετα με το γεγονός ότι μπορεί να είναι οι μόνοι που βλέπουν τα πράγματα με τον τρόπο που οι ίδιοι τα βλέπουν. Το πιο σημαντικό από όλα, πιστεύει, είναι να «ερωτευθεί κάποιος ένα όνειρο», κατά προτίμηση σε νεαρή ηλικία, και στη συνέχεια να το ακολουθήσει με πάθος.
Ο κ. Τόρανς ονόμασε την ομάδα των επιτυχημένων του «οι πιο πέρα». Θεώρησε ότι τα επιτεύγματά τους ήταν πιο πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσαν να προβλέψουν τα «στάνταρντ» ποσοτικά τεστ –και πιο πέρα από τα πιο τρελά όνειρα οποιουδήποτε άλλου εκτός των ιδίων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ