Άσφαιρα πυρά, με υψηλό ρίσκο για την αξιοπιστία του ως κόμματος και κοινοβουλευτικής δύναμης, αποδείχθηκε πως ήταν η απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Ι. Στουρνάρα, αρχικώς, και κατά του προέδρου της Βουλής, κ. Ευ. Μεϊμαράκη στη συνέχεια και επειδή η αρχική πρόταση δεν έγινε αποδεκτή.
Η αιφνιδιαστική απόφαση του πρόεδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλ. Τσίπρα ελήφθη, παρά τα όσα αναφέρονταν στην πρόταση που κατατέθηκε με έναν, κατά κύριο λόγο, στόχο, όπως ανέφεραν στενοί συνεργάτες του κ. Τσίπρα: να μην περιοριστεί η συζήτηση για τα όσα σκληρά και σκανδαλώδη, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, προβλέπει το πολυνομοσχέδιο σε μία συζήτηση και ψηφοφορία με συνοπτικές διαδικασίες. Φιλοδοξία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν να παραταθεί σε διάρκεια η διαδικασία, προκειμένου «να πληροφορηθεί ο λαός για τις μεθοδεύσεις και τους στόχους της κυβέρνησης», όπως ανέφεραν στελέχη της Κουμουνδούρου το απόγευμα της Κυριακής.
Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίστηκε διατεθειμένο να θυσιάσει κοινοβουλευτικό κύρος και αξιοπιστία, στον βωμό της τακτικής.
Μετά την παρουσία στη συγκέντρωση έξω από τη Βουλή μετά την αποχώρησή τους από τη Βουλή σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Τσίπρας με τα κοινοβουλευτικά και κομματικά στελέχη πραγματοπίησαν σύσκεψη για να καθορίσουν την περαιτέρω στάση τους. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα ξαναγυρίσουν στη Βουλή για την ονομαστική ψηφοφορία.
Η παρακινδυνευμένη από νομικής και συνταγματικής άποψης απόφαση να κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Ι. Στουρνάρα, βασίστηκε σε σχετική γνωμοδότηση του καθηγητή συνταγματικού δικαίου και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Κ. Χρυσόγονου, ο οποίος μάλιστα έχει δημοσιεύσει στο παρελθόν και την σχετική του θέση, όπως ανέφερε μάλιστα σε ραδιοφωνικές του δηλώσεις το απόγευμα της Κυριακής (στον ρ/σ Στο Κόκκινο).
Βάσει της γνωμοδότησης αυτής, το Σύνταγμα και ο κανονισμός της Βουλής θα πρέπει να ερμηνευτούν κατά τρόπο που αποσυνδέει την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, από εκείνη κατά μεμονωμένου υπουργού ή υπουργών. Συνεπώς, το εξάμηνο που ρητώς ορίζεται ότι πρέπει να μεσολαβήσει μεταξύ δύο προτάσεων δυσπιστίας, δεν θα πρέπει να ισχύει, σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία.
Παρά ταύτα, η συγκεκριμένη ερμηνεία δεν έγινε αποδεκτή από το προεδρείο της Βουλής, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει και δεύτερη πρόταση δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη φορά κατά του προέδρου της Βουλής κ. Ευ. Μεϊμαράκη – και με στόχο, όπως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ομολόγησε, να διεξαχθεί τουλάχιστον μία διήμερη συζήτηση επί αυτής της πρότασης.
Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, η αξιωματική αντιπολίτευση βρέθηκε αιφνιδιασμένη ενώπιον της πραγματικότητας του κανονισμού της Βουλής, ο οποίος ορίζει μεταξύ των άλλων ότι πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να συζητηθεί κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, παρά μόνον κατά τη διάρκεια εργασιών κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Κατόπιν τούτου και η δεύτερη απόπειρα τακτικιστικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο κενό, με αποτέλεσμα η αξιωματική αντιπολίτευση να οδηγηθεί στην αποχώρηση από την συζήτηση του πολυνομοσχεδίου.