Joachim Fest
Not I – Memoirs of a German Childhood
Μετάφραση από τα γερμανικά Martin Chalmers,
πρόλογος Herbert Arnold.
Εκδόσεις Other Press, 2014,
σελ. 427, τιμή 12,50 ευρώ

«Τα παιδικά μου χρόνια δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο» έλεγε συχνά ο Γιόαχιμ Φεστ, δημοσιογράφος και μετέπειτα ιστορικός του Τρίτου Ράιχ, «τίποτα το εντυπωσιακό» συνέχιζε ο ίδιος, «πέρα από το γεγονός ότι ο πατέρας μου εμπόδισε εμένα και τ’ αδέλφια μου απ’ το να γίνουμε ναζιστές». Ο Γιοχάνες Φεστ, περί ου ο λόγος, συμβούλευε τα πέντε παιδιά του να «μην ξεχνάτε την ειρωνεία» γιατί «αυτή είναι το εισιτήριο εισόδου σας στην ανθρωπότητα». Ο ίδιος, γέννημα θρέμμα της Πρωσίας, πατριώτης και υπέρμαχος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), αγωνίστηκε ούτως ώστε να «μη μολυνθεί το σπίτι του, και δυο-τρεις φίλοι, από τον ολοκληρωτισμό», την περίοδο που ο Εθνικοσοσιαλισμός σάρωνε τη Γερμανία και την Ευρώπη.

Την ηρωική αυτή στάση του πατέρα του, αλλά και τις ολέθριες συνέπειες που αυτή επέφερε σε μια πεπαιδευμένη οικογένεια της αστικής τάξης την περίοδο στην οποία πλειοψήφησε και επεκράτησε ο ναζισμός, περιγράφει ο Γιόαχιμ Φεστ, με τα μάτια ακριβώς ενός παιδιού που μεγάλωνε τότε στο προάστιο Κάρλσχορστ του Βερολίνου, στο πλέον βιωματικό του βιβλίο «Ich Nicht» («Εγώ όχι», 2006), το οποίο ολοκλήρωσε λίγο πριν από τον θάνατό του σε ηλικία 79 ετών.
Ο πρώτος γερμανός βιογράφος του Αδόλφου Χίτλερ (1973) και επί εικοσαετία (1973-1993) αρχισυντάκτης του πολιτιστικού τμήματος της συντηρητικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung»(FAZ), προκάλεσε αίσθηση με το κύκνειο άσμα του στη Γερμανία και η πρόσφατη έκδοσή του στην αγγλική γλώσσα είναι μια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε εκ νέου το χρονικό μιας οικογένειας που αντιστάθηκε, που δεν συνεργάστηκε με το καθεστώς, που μάτωσε για να διαφυλάξει τις αρχές και τις αξίες της συγκρουόμενη με τον κομφορμισμό και τη βαρβαρότητα. Ο τίτλος αυτού του αυτοβιογραφικού αφηγήματος, γραμμένου με τον ρυθμό μιας μελαγχολικής μουσικής δωματίου, είναι παρμένος καταπώς φαίνεται από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο –από το σημείο, ειδικότερα, όπου ο Πέτρος διαβεβαιώνει τον Ιησού ότι δεν πρόκειται, ακόμη κι αν οι άλλοι το πράξουν, εκείνος να τον προδώσει. Παραπέμπει σε κάτι που επαναλάμβανε ο θαρραλέος πατέρας Φεστ, κάτι που συμπύκνωνε την ηθική του ακεραιότητα.
Σκίτσα του Χίτλερ


Ο μικρός Γιόαχιμ, που αποβλήθηκε από το σχολείο του επειδή σκιτσάρισε καρικατούρες του Χίτλερ στο θρανίο του, θυμάται τον πατέρα του, διευθυντή σε δημοτικό σχολείο, να μπαίνει στην κουζίνα με έναν ματωμένο επίδεσμο στο κεφάλι. Ηταν ενεργό μέλος του συντηρητικού κόμματος «Zentrum», ο πολιτικός βραχίονας επί της ουσίας του ρωμαιοκαθολικισμού στη διάρκεια του «ανάπηρου» κοινοβουλευτισμού της Βαϊμάρης, ενώ συμμετείχε και στην παραστρατιωτική οργάνωση «Reichsbanner» με την οποία ελάμβανε μέρος στις οδομαχίες εναντίον τόσο των ναζιστών όσο και των κομμουνιστών. Το 1933, λίγο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, όχι μόνο έχασε τη δουλειά του ως πολέμιος του καθεστώτος αλλά του απαγορεύτηκε εν γένει η εργασία. Η οικογένεια άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα γεύματα έγιναν σπαρτιατικά και τα ρούχα άρχισαν να μπαλώνονται. Επιπλέον η κοινωνική απομόνωση εντάθηκε, οι γνωστοί άρχισαν να περπατάνε στο απέναντι πεζοδρόμιο και ως το 1936 είχαν αποκλείσει την «παράξενη» οικογένεια.
Η γυναίκα του Γιοχάνες απελπισμένη του ζητεί κάποια στιγμή να ξανασκεφθεί τα πράγματα, τον προτρέπει να γίνει μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος προκειμένου να σταματήσουν τα δεινά τους. Ελεγε ότι, εξ ανάγκης, μόνο με το ψέμα μπορούσαν οι «απλοί άνθρωποι» να αντιμετωπίσουν τους ισχυρούς. «Εμείς δεν είμαστε απλοί άνθρωποι!» της απαντούσε εξοργισμένος εκείνος –«όχι σε τέτοια ζητήματα». Ο υιός Φεστ, για τον οποίο δεν υπήρξε ημέρα χωρίς Γκαίτε και Σίλερ, χωρίς Μότσαρτ και Μπετόβεν αλλά που τελικά δεν έγινε επιφανής μελετητής της ιταλικής Αναγέννησης όπως ονειρευόταν, γράφει χαρακτηριστικά ότι ο πατέρας του «συγκλονίστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν πράγματι απρόβλεπτη η συμπεριφορά ενός γείτονα, ενός συναδέλφου ή και φίλου ακόμη, μπροστά σ’ ένα ηθικό δίλημμα». Το τηλέφωνο χτύπησε τότε περισσότερες από δεκαπέντε φορές στο σπίτι και μια απειλητική φωνή προειδοποιούσε ότι «θα έχετε επισκέψεις!», εννοώντας την Γκεστάπο.
Ο Γιόαχιμ, όσο κι αν σιχαινόταν το καθεστώς, δεν απέφυγε τελικά να το υπηρετήσει. Αρχικά εστάλη (όπως και ο πατέρας του) για καταναγκαστική εργασία και ύστερα κατετάγη υποχρεωτικά το 1944 στις δυνάμεις της Βέρμαχτ κοντά στον Ρήνο. Ενας αξιωματικός τον διέταξε να ξεμυτίσει από το χαράκωμα στο οποίο βρισκόταν, του ζήτησε να σηκώσει το κεφάλι και να εποπτεύσει ένα αγροτόσπιτο. Ο Γιόαχιμ αρνήθηκε λέγοντας ότι πρώτα θα τελείωνε αυτό που έτρωγε, ένα ξεροκόμματο ψωμί. Ο άλλος που σηκώθηκε στη θέση του έλαβε μια σφαίρα στο κεφάλι –«είδα ξαφνικά τα γόνατά του να στραβώνουν».
Αιχμάλωτος πολέμου


Σε μια μάχη με τους Αμερικανούς τραυματίστηκε αλλά επιβίωσε. Το 1945 βρέθηκε στη Γαλλία ως αιχμάλωτος πολέμου. Προσπάθησε να αποδράσει με έναν κινηματογραφικό τρόπο, κρυμμένος επί ημέρες μέσα σε ένα κοφίνι που έμοιαζε με φέρετρο. Ο Φεστ γράφει ότι ο πατέρας του πίστευε για τους εβραίους φίλους του ότι «ήταν οι τελευταίοι Πρώσοι», η ενσάρκωση ό,τι καλύτερου για τη Γερμανία και ότι το «Ολοκαύτωμα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδελφοκτονία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ