Ο Κωστής Παπαγιώργης, μια από τις πλέον σημαίνουσες και ευγενείς μορφές των ελληνικών γραμμάτων, έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Παρασκευής, «έπειτα από αιφνίδια και σοβαρή περιπέτεια της υγείας του» όπως ανακοίνωσαν το Σάββατο οι εκδόσεις Καστανιώτη. Επασχε από καρκίνο. Διανοούμενος με σκέψη πρωτότυπη και ύφος ξεχωριστό, συγγραφέας και μεταφραστής, ο Κωστής Παπαγιώργης υπήρξε περίπτωση μοναχική και ταυτόχρονα μοναδική στη λογοτεχνική σκηνή.
Ανήκε στο είδος των δοκιμιογράφων, των essayistes, δηλαδή των δημιουργικά απείθαρχων συγγραφέων, που στοχάζονται, καταπιάνονται και γράφουν, συχνότατα με τρόπο βιωματικό και εξομολογητικό, για ποικίλα θέματα του σώματος, της ψυχής, της τέχνης, της ιστορίας, χωρίς να βαραίνει στον λόγο τους το άγχος της εξειδίκευσης.
Αρχίζοντας από το«Περί μέθης»(1987), μια εξιστόρηση και βίωση της μέθης, που τόσο αγαπήθηκε, αν και είχε προηγηθεί το«Σωκράτης,Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί» (1978), μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου, ο Κωστής Παπαγιώργης μάς οδήγησε στον κόσμο της ζήλιας και της ζηλοτυπίας (Ιμερος και κλινοπάλη), της καθημερινής μεταφοράς (Λάδια ξίδια), της μισανθρωπίας και των ανθρωπίνων σχέσεων (Η κόκκινη αλεπού/ Οι ξυλοδαρμοί), των νεκρών (Ζώντες και τεθνεώτες), της ανθρώπινης ουσίας (Σιαμαία και ετεροθαλή), των αρνητικών παθών και των ολόψυχωναφοσιώσεων (Μυστικά της συμπάθειας), της αγοραφοβίας (Σύνδρομο αγοραφοβίας).
Συνέθεσε, μεταξύ άλλων, ακόμη δύο πολύ προσωπικά πορτρέτα, του Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και τουΝτοστογιέφσκι, σκιτσάρισε το πρόσωπο του φίλου του συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου που χάθηκε πρόωρα (Γειά σου,Ασημάκη) και περιέγραψε τον ομηρικό πολεμιστή και τις αξίες του, που γεννιούνται πάντα μέσα στον κίνδυνο και στον πόλεμο (Η ομηρική μάχη).
Το δέκατο τέταρτο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη υπό τον τίτλο «Κανέλλος Δεληγιάννης» απέσπασε το 2002 το Κρατικό Βραβείο Χρονικού Μαρτυρίας. Σε αυτό το πρώτο μέρος της τριλογίας του για το 1821 –ακολούθησαν «Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος» (2003) και ο «Εμμανουήλ Ξάνθος» (2005) –ο συγγραφέας, κρατά μια στάση άρνησης και συμπάθειας απέναντι στον κοτζαμπάση της Γορτυνίας.
Στηρίχθηκε στα απομνημονεύματα του προκρίτου για να δείξει πώς μια τουρκόφρων τάξη προκρίτων της Πελοποννήσου γίνεται επαναστατική, μέσα από ποιες φατριαστικές και εμφύλιες διαμάχες και πώς στο τέλος απογοητεύεται βλέποντας τους «ξένους», τους «φερέοικους», τους δευτεροκλασάτους, τους ξεβράκωτους κλέφτες, να αποκτούν την εξουσία στο μικρό ελληνικό κράτος.
«Θα μπορούσα να γράφω ένα βιβλίο χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, τα θέματα δεν μου λείπουν ούτε και η διάθεση. Αυτό που με σταμάτησε ήταν το μάταιο της όλης υπόθεσης: αν είχα κάτι να πω το εξέφρασα λίγο πολύ σε καμιά εικοσαριά βιβλιαράκια που ευτυχώς διαβάστηκαν και έτσι έδιωξαν από πάνω μου τη σκιά του αδικημένου. Γιατί να συνεχίζω;» διερωτήθηκε ο Κωστής Παπαγιώργης σε μια συνομιλία του με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον» που έγινε στο σπίτι του τον Ιούνιο του 2013 και της οποίας δημοσιεύονται αποσπάσματα στο πρώτο τεύχος.
Ο
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης του νομού Φθιώτιδoς όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημοδιδάσκαλος. Από το 1951 ως το 1960 έζησε στην Παραλία Κύμης. Το 1966 μετέβη στη Θεσσαλονίκη για νομικές σπουδές όπου και παρέμεινε για έναν χρόνο ώσπου την εγκατέλειψε λόγω της χούντας. Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει κλασική και σύγχρονη φιλοσοφία.
Εκεί παρακολούθησε επί διετία μαθήματα φιλοσοφίας στο Βενσέν (με τους Ντελέζ, Λυοτάρ, Σατελέ), τα οποία στη συνέχεια εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην αυτοδιδαχή. Δεν ολοκλήρωσε τελικά ούτε τις σπουδές νομικής ούτε της φιλοσοφίας. Παρά ταύτα «η παθολογική σχεδόν προσήλωση στην ανάγνωση τον οδήγησε συγκυριακά στην εμπορία βιβλίων· κατόπιν, με την επάνοδο στην Αθήνα, στη μετάφραση φιλοσοφικών έργων για βιοποριστικούς καθαρά λόγους και, όψιμα, στη συγγραφή εξομολογητικών εν πολλοίς δοκιμίων».
Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά μετά το 1975 και επιδόθηκε με αξιοζήλευτη δεινότητα στη μετάφραση του έργου σημαντικών φιλοσόφων και διανοητών (Πασκάλ, Κίρκεγκωρ, Λεβινάς, Σαρτρ, Φουκώ, Ντεριντά και Ρικέρ μεταξύ των άλλων) όπως επίσης στη συγγραφή δοκιμίων «που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες για την πρωτοτυπία των θεμάτων τους (μέθη, ζηλοτυπία, μισανθρωπία, φιλία, φόβος, μνησικακία, θάνατος κ.ά.), για την περίτεχνη γλώσσα και για το ιδιαίτερο ύφος: όλα χαρίσματα ενός μεγάλου σύγχρονου λογίου που διέθετε γνήσια λαϊκή εκφραστικότητα, τόσο στην επαφή του με τους ανθρώπους όσο και στα γραπτά του».
Εξέδωσε το θεωρητικό περιοδικό «Χώρα» και συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικών (Αθηνόραμα, Αντί, Το Δέντρο κ.ά) και εφημερίδων (παλαιότερα στην Απογευματινή και πιο πρόσφατα στον Επενδυτή). Ήταν παντρεμένος με την Ράνια Σταθοπούλου.
«Πάντα μέσα από ένα διάτρητο παρόν, ο θάνατος πλήττει το μέλλον, όχι το παρελθόν. Ο νεκρός έζησε, αλλά δεν μπορεί να ξαναζήσει, ούτε να αλλάξει κάτι από τα όσα ήδη έχουν παρέλθει. Η ορφάνια του βίου του είναι ότι, ενώ άλλοτε συμπορευόταν με τη ζωή, ακολουθούσε τις καμπές του χρόνου, είχε την ελευθερία να αναμορφώνει κατά βούληση το νόημα του παρελθόντος, τώρα
—νικημένη σκιά καθώς είναι— μένει αμέτοχος. Σαν αδέσποτη μνήμη, η ζωή του παραδίδεται στους άλλους ενώ το μέλλον του ξεριζώνεται τελεσίδικα. Κάθε άνθρωπος χωρίς μέλλον, ήτοι κάθε νεκρός, αποκεφαλίζεται, καταντάει ιστορία στα χείλη των άλλων, αφορμή για ατελεύτητες δηώσεις και παρεξηγήσεις. Υπάρχει ένας άταφος βιωμένος χρόνος που κληροδοτείται εξ ολοκλήρου
ή εξ αδιαιρέτου στους επιζώντες. Το απισχνασμένο κορμί μπορεί να σφαλίστηκε στο μνήμα, αλλά τα πεπραγμένα του βιωμένου χρόνου δεν περιχωρούνται.
Είναι απεριχώρητα. Σβήνουν και ανάβουν με το ρυθμό που σβήνουν και ανάβουν τα ίχνη κάθε αδέσποτης ζωής».
(απόσπασμα από τους «Ζώντες και τεθνεώτες»)
* Η κηδεία του Κωστή Παπαγιώργη έγινε τη Δευτέρα στις 4 το απόγευμα από το Νεκροταφείο Χαλανδρίου.