Την ανάγκη να πέσει το βάρος στην αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας, μετά την απαραίτητη προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που επιτεύχθηκε έως σήμερα με τη μείωση των εισαγωγών, υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Χρήστος Μεγάλου.
Μιλώντας σε διεθνές συνέδριο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων με θέμα «Η Εξωστρέφεια ως Στρατηγική Επιλογή : Όραμα και Πραγματικότητα», ο κ. Μεγάλου υπογράμμισε ότι μόνο μέσω των εξαγωγών θα έλθει πλούτος στη χώρα.
«Θα ξέρουμε πως πετύχαμε όταν θα έχουμε καταγράψει ένα διατηρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα, στηριγμένο σε μια νέα παραγωγική βάση, με σημαντική αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που προέρχεται από τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Χαρακτήρισε δε φανερό ότι η ραγδαία ενίσχυση των εξαγωγών έχει κεντρικό ρόλο στην διασφάλιση μιας βιώσιμης, υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που θα στηριχτεί σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο και θα δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας που ζητάνε οι νέοι για να μπορούν να μείνουν και να δημιουργήσουν στην πατρίδα τους.
«Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι ούτε συγκυριακή, ούτε εσωστρεφής, ούτε εισαγόμενη» τόνισε ο κ. Μεγάλου, προσθέτοντας ότι ανάπτυξη για την Ελλάδα στο μέλλον σημαίνει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, προσαρμογή στις ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, εγκατάσταση δικτύων επιχειρηματικής συνεργασίας σε διεθνή κλίμακα, ανταπόκριση στις απαιτήσεις των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο, έγκαιρη αποκρυπτογράφηση των διεθνών τάσεων και συνεχής αναβάθμιση των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank τόνισε πως «μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη δεν είναι αντίπαλος της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου. Μακροχρόνια η Ανταγωνιστικότητα δεν είναι αντίπαλος της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι προϋποθέσεις για να πετύχει η ελληνική οικονομία είναι οι εξής:
Πρώτον, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Δεύτερον, η διαφαινόμενη έναρξη της διαδικασίας αποκατάστασης της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς χρηματαγορές.
Και, τρίτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη χώρα, την οποία θα σηματοδοτήσει η επικείμενη έξοδός της στις αγορές.